Πέμπτη 30 Δεκεμβρίου 2021

Μια κάποια περίπτωση

 «Μια κάποια περίπτωση» του Αντώνη Σαμαράκη





 
              





Το διαβάσαμε στο  ekto1969.blogspot.com

Φωτογραφίες παιχνιδιών από το Moυσείο Μπενάκη Παιχνιδιών    benaki.org

“ΑΡΝΟΥΜΑΙ” Αντώνης Σαμαράκης

Αντώνης Σαμαράκης:

Ο Αντώνης Σαμαράκης γεννήθηκε στις 16 Αυγούστου 1919. Ήταν Έλληνας πεζογράφος της μεταπολεμικής γενιάς, το έργο του οποίου είναι διεθνούς αναγνώρισης. Σπούδασε Νομικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Κατά τη διάρκεια της ναζιστικής κατοχής συμμετείχε στην εθνική αντίσταση. Το 1944 συνελήφθη από τους Ναζί και καταδικάστηκε σε θάνατο, αλλά κατάφερε να αποδράσει. Ο Αντώνης Σαμαράκης έφυγε από τη ζωή στις 8 Αυγούστου του 2003. Σύμφωνα με επιθυμία του, το σώμα του δωρίθηκε στο Πανεπιστήμιο Αθηνών για έρευνες των φοιτητών της Ιατρικής.

Λίγα λόγια για το βιβλίο
«Όχι, δεν μπορώ να συμβιβαστώ!.. Δεν μπορώ να εξακολουθώ να ’μαι μέσα σ' αυτόν τον κόσμο σα να μην έχει συμβεί τίποτα, σα να μη συμβαίνει τίποτα!...» Η αλήθεια είναι ότι, όταν αρθρώνεται η ασυμβίβαστη άρνηση του Σαμαράκη, έχουν ήδη συμβεί πάρα πολλά, και τραγικά, σ’ αυτόν τον κόσμο∙ έχει συμβεί ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος. Κι όμως, η ελπίδα για έναν κόσμο καινούργιο που έφτανε κατέρρευσε μέσα στις νέες καταιγίδες της Ιστορίας. Ο Σαμαράκης αρνείται να συμβιβαστεί. Και αρνείται να απελπιστεί. Οι σύντομες και βαθύτατα ανθρώπινες ιστορίες αυτής της συλλογής αποτελούν στιγμιότυπα ολοζώντανα από τον ελληνικό μεταπολεμικό κόσμο και συνθέτουν ένα συνταρακτικό χρονικό της ήττας, της προδομένης ελπίδας και της προσδοκίας που τσακίστηκε, συλλαμβάνοντας, έτσι, στοιχεία του εθνικού μας βίου ολοζώντανα έως σήμερα. Τα διηγήματα συνομιλούν με τον αναγνώστη, απευθύνονται σε συνειδήσεις που γρηγορούν, και αποκαλύπτουν την αβέβαιη συνθήκη ενός ολόκληρου κόσμου.

Το ασυμβίβαστο «Όχι» των διηγημάτων είναι και το αδιαπραγμάτευτο «Ναι» του Σαμαράκη στην ανθρωπιά, την εμπιστοσύνη, την ελπίδα και, τελικά, την ίδια τη ζωή. Σε μια από τις πιο ώριμες και γόνιμες στιγμές της πεζογραφίας του, ο Σαμαράκης συνθέτει μια συλλογή διηγημάτων υψηλής αισθητικής, ακρίβειας και έντασης, κερδίζει τον έπαινο της επίσημης κριτικής και την αγάπη των πολυπληθών αναγνωστών του. Και τιμάται με το Κρατικό Βραβείο Διηγήματος.

Το βιβλίο αποτελείται από 11 διηγήματα:
1. Οδός ταχυδρομείου 2.Γραφείον Ιδεών 3.Η εφεύρεση 4.Η ζούγκλα 5.Η τελευταία ελευθερία 6.50 κιλά ναφθαλίνη 7.Μια κάποια περίπτωση 8.Η Επανάστασις της 11ης Απριλίου 9.Το δέντρο 10.Επεισόδιο 11.Αρνούμαι

Βιβλιοπαρουσίαση στο μάθημα της Γλώσσας Διδάσκουσα: Μποτωνάκη Νίκη Τμήμα:Α'3 Σχ.Έτος:2013-14

Μεταγράφημα παρουσίασης: στο  slideplayer.gr

Δείτε και άλλη παρουσίαση:

«ΑΡΝΟΥΜΑΙ» ΑΝΤΩΝΗΣ ΣΑΜΑΡΑΚΗΣ

ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΒΙΒΛΙΟΥ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΜΑΘΗΤΕΣ ΤΟΥ ΤΜΗΜΑΤΟΣ Α5 ΓΥΜΝΑΣΙΟ ΠΑΡΑΛΙΑΣ ΚΑΛΑΜΑΤΑΣ 2019 -2020   gym-par-kalam.mes.sch.gr

Ακούστε το διήγημα:

''ΜΙΑ ΚΑΠΟΙΑ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ''

Ένα κείμενο του Αντώνη Σαμαράκη, διαβάζουν οι ηθοποιοί: Θέμις Μπαζάκα, Κωνσταντίνος Μαρκουλάκης και Λάκης Λαζόπουλος.

Τη μουσική στο album υπογράφει ο Γιάννης Παπαζαχαριάκης και την παραγωγή ο Θάνος Μικρούτσικος. Το cd κυκλοφόρησε το 1998 απο την MINOS EMI A.E., Released on: 1998-10-20 Studio Personnel

youtube-1  youtube-2  discogs.com

Το διήγημα είχε προβληθεί  και σε τηλεταινία:

Μια κάποια περίπτωση

Τίτλος τηλεταινίας: Μια κάποια περίπτωση

Έτος: 1977, Κανάλι: ΕΡΤ, Τηλεοπτική πρεμιέρα: 25 Δεκεμβρίου 1977, Διάρκεια: 40', Είδος: Κοινωνική, Σκηνοθεσία: Κωστής Ζώης, Συγγραφέας: Αντώνης Σαμαράκης, Ηθοποιοί: Εύα Κοταμανίδου, Νικήτας Τσακίρογλου

Περίληψη/Σχόλια: Επίκαιρο χριστουγεννιάτικο διήγημα, από τη συλλογή διηγημάτων "Αρνούμαι".

Trivia: Πρόκειται για την πρώτη παρουσίαση έργου του Αντώνη Σαμαράκη στην ελληνική τηλεόραση. Πρόκειται για ταινία μικρού μήκους.  

retrodb.gr

Σάββατο 25 Δεκεμβρίου 2021

Ο Αμερικάνος του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη

Ο Αμερικάνος

Χριστουγεννιάτικο διήγημα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη.

Χριστουγεννιάτικο διήγημα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη (1851-1911), όπως αναφέρεται στον υπότιτλο του έργου. Δημοσιεύτηκε σε δύο συνέχειες στην εφημερίδα Άστυ στις 25 και 26 Δεκεμβρίου 1891. Είναι ένα διήγημα της ξενιτιάς, μια μπαλάντα της διασποράς, που τρώει τις καλλίτερες δυνάμεις του τόπου, από τα χρόνια εκείνα.

    Του Δημήτρη του Μπέρδε το μαγαζί ωμοίαζε, την εσπέραν εκείνην, με βάρκαν, κατά το φαινόμενον φουρτουνιασμένην, δευτερόπρυμα πλέουσαν, πληττομένην υπό των κυμάτων την μίαν πλευράν, με το ύδωρ εισπηδών από την κωπαστήν και περιρραντίζον τους δυστυχείς επιβάτας, όπου ο κυβερνήτης και ο ναύτης του φαίνονται περιφρόντιδες, δίδοντες και λαμβάνοντες προστάγματα εις ακατάληπτον γλώσσαν, ο μεν ιθύνων μετά βίας το πηδάλιον, ο δε λύων και δένων τα ιστία, βοηθών διά της κώπης εκ του υπηνέμου, αμφότεροι τρέχοντες από την πρύμνην εις την πρώραν, καταπτοούντες τους απειροτέρους των επιβατών, περιρραινομένους από το αφρίζον κύμα, οσφραινομένους εγγύθεν και γευομένους την άλμην. Εξημέρωναν δε Χριστούγεννα, και έκαστος των πελατών επεθύμει να κάμει τα οψώνιά του. Ο κυρ-Δημήτρης ο Μπέρδες έτρεχεν εμπρός, οπίσω, εκέρνα νοθευμένα τους πελάτας, επώλει ξίκικα εις τους αγοραστάς, με την τρικυμίαν εσκορπισμένην εις την όψιν και την γαλήνην ταμιευμένην εν τη καρδία, γοητευόμενος από τας φωνάς των θαμώνων, ενθουσιών από τον κρότον των κερμάτων, των πιπτόντων διά της άνωθεν οπής, ως τα στρουθία εις την παγίδα, εις το καλώς κλειδωμένον συρτάρι του. Το παιδί, ο δεκαπεντούτης Χρήστος, ανεψιός του εξ αδελφής, δεν επρόφθανε να γεμίζη φιάλας εκ του βαρελίου, να κακοζυγίζη βούτυρον εκ του πίθου, να κενώνη μέλι εκ του ασκού, με την ποδιάν υψηλά εις το στήθος περιδεδεμένην, κι εξελαρυγγίζετο να φωνάζει αμέσως! εις οκτώ διαφόρους τόνους και ύψη· λέξιν την οποίαν με τον καιρόν είχε κατορθώσει να κολοβώση εις αμές! είτα να συντάμη εις ’μες! και τέλος ν’ απλοποιήσει εις ες!

Στην ταβέρνα- Adriaen Brouwer in-the-tavern

    Εις μίαν γωνίαν του μαγαζιού όμιλος εκ πέντε ανδρών εκάθηντο κι’ έπιναν την μαστίχαν των, πριν διαλυθώσι και απέλθωσιν οίκαδε δια το δείπνον. Ήσαν όλοι εμποροπλοίαρχοι του τόπου, περιμένοντες την κατάδυσιν του Σταυρού διά ν’ αποπλεύσωσι, κι’ εδεξιούντο ένα συνάδελφόν των, εκείνην την εσπέραν φθάσαντα αισίως με την σκούναν του, τον καπετάν Γιάννην τον Ιμβριώτην· έκαμαν όλοι με την σειράν τα μουσαφιρλίκια, είτα ο καπετάν Γιάννης ηθέλησε και αυτός να τους κάμει τα σαλαμετλίκια. Είτα είς έκαστος των φίλων επροθυμήθη να κάμη κι’ εκ δευτέρου τα μουσαφιρλίκια, και πάλιν ο καπετάν Ιμβριώτης εξανάκαμε τα σαλαμετλίκια. Έως εδώ ευρίσκοντο και ωμίλουν ζωηρώς περί πραγμάτων του επαγγέλματός των, περί ναύλων, κεσατίων, περί σταλίας, περί φορτώσεων κι’ εκφορτώσεων, περί ναυαγίων και αβαριών. Ο καπετάν Γιάννης διηγείτο διά μακρών τα του τελευταίου ταξιδίου του, και είπεν ότι, ακουσίως του, ένεκα δυστροπίας τών τουρκικών αρχών, ηναγκάσθη να διατρίψει επί ημέρας εν Βόλω, όπου είχε προσεγγίσει προς μερικήν εκφόρτωσιν.
    - Α! δεν σας είπα και ένα γιουλτζή που πήρα απ’ το Βόλο, είπε.
    - Επήρες κανέναν επιβάτη απ’ το Βόλο; ηρώτησεν εις των φίλων του.
    - Δεν ηθέλησε να ξεμπαρκάρη, έμεινε μες στη σκούνα. Του είπα να τον πάρω μ’σαφίρη στο σπίτι, και δε θέλησε.
    - Και για πού πάει;
    - Έως εδώ, κατά το παρόν. Τον ηρώτησα, δεν ηθέλησε να μου πει.
    - Και τι δουλειά έχει εδώ;
    - Τι άνθρωπος είναι;
    - Πώς σου φάνηκε; διεσταυρούντο αι ερωτήσεις των πλοιάρχων.
    - Είναι άνθρωπος που έχει ξουραφισμένο το μουστάκι και τα γένεια, κι έχει αφημένες μόνον τρίχες αποκάτ’ απ’ το σιαγόνι και στο λαιμό. Μου φάνηκε σαν Εγγλέζος, σαν Αμερικάνος, μα όχι πάλι σωστός Εγγλέζος ούτε σωστός Αμερικάνος· τα ολίγα λόγια που μου είπε ρωμέικα, τα είπε μ’ έναν τρόπο δύσκολο και συλλογισμένο, όχι και πολύ ξενικό, σαν να ήξερε μια φορά ρωμέικα και τα ξέχασε. Τις πλειότερες φορές συνενοηθήκαμε με κάτι λίγα ιταλικά που ξέρω κι εγώ.
    - Σου είπε τ’ όνομά του;
    - Στα χαρτιά τον επέρασα ως Τζων Στόθισον, με αμερικάνικο πασαπόρτι.
    Την στιγμήν εκείνην ο καπετάν Γιάννης, όστις εκάθητο ερείδων τα νώτα επί του τοίχου, προς την θύραν βλέπων, ακουσίως ανέκραξεν:
    - Α! να τος!
    Όλοι εστράφησαν προς την θύραν.
    Είχεν εισέλθει άνθρωπος υψηλός, καλοφορεμένος, ως σαρανταπέντε ετών, ωραίος, ανοικτοπρόσωπος, εξυρισμένος μύστακα και γένειον, πλην ολίγων τριχών υπό τον πώγωνα και προς τον λαιμόν, με παχείαν χρυσήν καδέναν επί του στήθους, αφ’ ης εκρέμαντο μικρόν εγκόλπιον καί τινες βώλοι χρυσού. Ποίας φυλής, ποίου κλίματος ήτο, δυσκόλως ηδύνατο να εικάσει τις. Εφαίνετο αποκτήσας οιονεί επίχρισμα επί του προσώπου, ως προσωπίδα τινά άλλου κλίματος, ευζωίας και πολιτισμού, υφ’ ην ελάνθανε κρυπτομένη η αληθής καταγωγή του. Εβάδιζε με βήμα αβέβαιον, ρίπτων βλέμμα έτι αβεβαιότερον προς τα περί αυτόν πρόσωπα και πράγματα, ως να προσεπάθει να κατατοπισθή όπου ήτο.

Βουμβάκης Αντώνης-Ιστιοφόρα στο λιμάνι

    Ενώ προ της δύσεως του ηλίου ηρνήθη, ως διηγείτο ο πλοίαρχος Ιμβριώτης, ν’ αποβιβασθή εις την πολίχνην, άμα ενύκτωσε παρεκάλεσε τον επί του πλοίου μείναντα ναύτην, όστις, επειδή δεν ήτο εντόπιος, δεν είχε πού να υπάγει, κι έμεινε φύλαξ της σκούνας, να τον αποβιβάση εις την ξηράν. Ο ναύτης υπήκουσεν. Ο ξένος άφησε την αποσκευήν του, συγκειμένην από τρεις υπερμεγέθεις κασσέλας, εις τον θάλαμον της πρώρας, κι’ εξήλθεν. Άμα αποβιβασθείς, ευρέθη εις την παραθαλάσσιον αγοράν, κι εκοίταξε δεξιά-αριστερά, ως να μη εγνώριζε πού ευρίσκετο. Έξω εις το ύπαιθρον άνθρωποι δεν ήσαν, διότι ήτο ψύχος δριμύ· τα βουνά χιονισμένα ολόγυρα. Ήτο τη 24 Δεκεμβρίου 187… Εκοίταξεν εντός εις δύο ή τρία καπηλεία και καφενεία, είτα εις δύο εμπορικο-παντοπωλεία διφυή, οία τα των χωρίων. Αλλά δεν εφάνη ευχαριστημένος, ως μη αναγνωρίσας αυτά, κι’ εξηκολούθησε τον δρόμον του. Ανέβη εις την μικράν πλατείαν, έμπροσθεν του ναού των Τριών Ιεραρχών. Εκεί εφάνη ότι ανεγνώρισε το μέρος. Και δεν έκαμε τον σταυρόν του, άμα είδε την εκκλησίαν, αλλ’ εις το σκότος έβγαλε το καπέλον του, και πάλιν το εφόρεσεν, ως να συνήντησε παλαιόν φίλον και τον εχαιρέτα. Είτα προσέβλεψεν αριστερά, είδε το μικρόν οινοπαντοπωλείον του Μπέρδε, κι’ επλησίασεν. Εστάθη επ’ ολίγας στιγμάς κι εκοίταξεν εντός. Τέλος εισήλθεν.

Είναι αληθές ότι δεν είχεν ιδεί τον πλοίαρχον Ιμβριώτην, όστις, καίτοι προς την θύραν βλέπων, εσκιάζετο εν μέρει απ’ αυτούς τους συναδέλφους του, μεθ’ ων συνέπινε, τους στρέφοντας τα νώτα προς την θύραν, κι επεπροσθείτο από άλλον τινά όμιλον ορθών ισταμένων και πινόντων παρά το λογιστήριον, έμπροσθεν του οποίου ίσταντο αι φιάλαι με τα ποτά. Εάν τον είχεν ιδεί, ίσως δεν θα εισήρχετο.
    - Να ο Αμερικάνος, επανέλαβεν ο πλοίαρχος Ιμβριώτης δείξας τον εισελθόντα προς τους συναδέλφους του.
    Οι τέσσαρες εμποροπλοίαρχοι έστρεψαν τους οφθαλμούς προς τον νεωστί ελθόντα και τον εκοίταξαν απλήστως.
    - Μπόνο πράτιγο, σινιόρε, έκραξεν ο Ιμβριώτης· απεφάσισες, βλέπω, κι’ εβγήκες.
    Ο ξένος έκαμε σημείον χαιρετισμού με την χείρα.
    - Πλήιζ κάπτην(ορίστε καπετάνιε), είπεν εις των εμποροπλοιάρχων, ο καπετάν Θύμιος ο Κουρασάνος, ιδιοκτήτης μεγάλου βρικίου, όστις είχε κάμει δύο ταξίδια εις τον ωκεανόν, μέχρι Λονδίνου, και είχε μάθει οκτώ ή δέκα αγγλικάς φράσεις.
    - Θεγκ-ιού σερ (ευχαριστώ, κύριε), απήντησεν ευγενώς ο ξένος.
    Και έρριψε μίαν δεκάραν εις το λογιστήριον, ειπών εις τον παίδα μόνον την λέξιν ταύτην: «ρουμ!» Λαβών δε εις την χείρα το ποτήριόν του, δια να μη δείξη ότι απέφευγε συστηματικώς τους ανθρώπους, επλησίασε προς τον όμιλον, και είπεν ελληνιστί, μετά τινος παχυστομίας και δυσκολίας περί την προφοράν.
    - Ευχαριστώ, κύριοι· δεν είμαι να καθίσω να κάμω τωκ, και δύσκολο σ’ εμένα να κάμω τωκ ρωμέικα.
    - Τι λέει; είπε συνοφρυωθείς ο καπετάν Θύμιος ο Κουρασάνος· δε θέλει να κάμει τόκα μαζί μας;
    Ο ξένος ήκουσε, κι’ έσπευσε να επανορθώσει την παρανόησιν.
    - Με συμπάθειο, κύριε· είπα, να κάμω τωκ, να κάμω κονβερσατσιόνε, πώς το λένε;
    - Θέλει να πει, δυσκολεύεται να κάμει κουβέντα στη γλώσσα μας, είπεν εννοήσας ο καπετάν Ιμβριώτης.
    - Α! ναι, κουβέντα, είπεν ο ξένος· ξέχασα τα λόγια ρωμέικα.
    - Αντ χουέρ γιου κομ; είπεν ο Κουρασάνος, σολοικίζων αγγλιστί το: πόθεν έρχεσαι;
    -Στην ώρα εδώ ήρθα, απήντησεν ο Αμερικάνος· ύστερα δεν ξέρω, κι άλλα ταξίδια θα κάμω.
    Ο καπετάν Κουρασάνος τον εκοίταξε μηδέν εννοών.
    - Δεν κάθεσαι, σινιόρε; είπεν ο Ιμβριώτης· πού θα βρης καλύτερα;
    - Δεν κάθομαι, πάω να κάμω γουώκ, να φέρω γύρο, πώς το λέτε;
    - Να κάμεις σπάτσιο;
    - Α, ναι, σπάτσιο, είπεν ο ξένος· ναι, βλέπω, σαν δεν ειπεί ένας λόγια ιταλικά, δεν καταλαβαίνει άλλος ρωμέικα.
    Έκαμε νεύμα αποχαιρετισμού, κι εστράφη προς την θύραν. Οι πέντε πλοίαρχοι έμειναν πλέοντες, μετά την συνδιάλεξιν ταύτην, εις μεγαλύτερον πέλαγος αγνοίας, ή εις όσον πριν είχον αναχθεί εκ των εξηγήσεων του συναδέλφου των Ιμβριώτη.

After dinner at Ornans, Gustave Courbet 1849, Musee des Beaux-Arts, Lille, France 

    Εξελθών του καπηλείου ο ξένος, διηυθύνθη προς την Κολώναν, την ισταμένην απέναντι των Τριών Ιεραρχών, εξ ης έδενον το πάλαι τα πρυμνήσια των παραχειμαζόντων εις τον λιμένα πλοίων. Έστρεφε το βλέμμα δεξιά και αριστερά, και τέλος το προσήλωσεν επιμόνως είς τινα μικράν οικίαν, την οποίαν εκοίταξεν επί μακρόν, ως να προσεπάθει ν’ αναμνησθή και ν’ αναγνωρίση τι. Τέλος εισήλθεν εις στενόν δρομίσκον διασχίζοντα την συνοικίαν, κι’ έγινεν άφαντος.
    Εάν εν τούτοις τον παρηκολούθει τις, θα έβλεπεν ότι, αφού προέβη ολίγα βήματα, εστράφη υψηλότερα και ανήλθε, τέσσαρας οικίας ανωτέρω του μικρού οίκου, τον οποίον επιμόνως εκοίταζε πριν, όπου μεταξύ δύο οικιών εσχηματίζετο κενόν τι, εν μέρει θαπτόμενον από λείψανα δύο τοίχων.
    Εφαίνετο ότι ήτο χάλασμα, ερείπιον οικίας ου προ πολλού κατεδαφισθείσης. Ο ξένος, αφού εκοίταξε τριγύρω, να ίδει μήπως τον παρετήρει τις, εισήλθε δειλός εις το χάλασμα εκείνο, όπου εις την γωνίαν των δύο τοίχων εφαίνετο κόγχη τις μαυρισμένη, ως να υπήρχεν εστία εκεί το πάλαι. Εισήλθεν ασκεπής, κρατών τον πίλον εις τας χείρας, εγονάτισε, κι εστήριξε το μέτωπον επί των ψυχρών λίθων της γωνίας εκείνης, και αφού έμεινεν επί τρία λεπτά γονυκλινής, ηγέρθη, εσπόγγισε τους οφθαλμούς του, και απεμακρύνθη βραδέως.
    Επανελθών πάλιν χαμηλότερον, εστάθη εις το μέσον του δρομίσκου, ου μακράν της οικίας, την οποίαν πριν εφαίνετο ότι εκοίταζεν. Εστάθη, και αφού έρριψε βλέμμα ολόγυρα, ίνα ίδει μή τις τον παρηκολούθει, έτεινε το ούς. Τι ήκουεν άρα γε; Ίσως ήκουε τα διασταυρούμενα και φεύγοντα κατά διαφόρους διευθύνσεις, ως λάλημα χειμερινών στρουθίων, άσματα των παίδων της γειτονιάς, οίτινες επισκεπτόμενοι τας οικίας, έψαλλον τα Χριστούγεννα. Εδώ μεν ηκούοντο οι στίχοι:
    Χριστούγεννα, πρωτούγεννα, πρώτη γιορτή του χρόνου,
    εβγάτ’, ακούστε, μάθετε, τώρα Χριστός γεννιέται.
εκεί δε αντήχει:
    Κυρά μ’, τη θυγατέρα σου, κυρά μ’, την ακριβή σου.
και αλλαχού:
    Ν’ ασπρίσης σαν τον Έλυμπο, σαν τ’ άσπρο περιστέρι.
φωναί αθώαι, άχροοι, χαρωπαί, φωναί παιδικής χαράς και ευθυμίας.

   Αίφνης ο ξένος ηναγκάσθη να παραμερίση, διότι ζεύγος παιδίων, ων το έν εκράτει και φανάριον, αρτίως καταβάντα από μίαν κλίμακα, ήρχοντο προς τα εδώ. Επέστρεψε βήματά τινα οπίσω, προς το μέρος οπόθεν είχεν έλθει. Τα παιδία ήλθαν πλησίον, και ουδέ τον παρετήρησαν καν. Ανέβησαν την κλίμακα εκείνης ακριβώς της οικίας, την οποίαν είχε κοιτάξει διά μακρών ο ξένος, Τούτο ιδών έκαμε κίνημα, κι εστράφη οπίσω πάλιν, μετά ζωηρού ενδιαφέροντος. Εστάθη κι έτεινε το ούς.

    Τα παιδία έκρουσαν την θύραν.
    - Να ’ρθούμε να τραγουδήσουμε, θειά;
    Μετά μίαν στιγμήν ηκούσθη ένδοθεν βήμα, ηνοίχθη η θύρα, και γραία τις με μαύρην μανδήλαν προκύψασα, είπε με θλιβεράν φωνήν:
    - Όχι, παιδάκια μ’, τι να τραγ’δήστε από μας; Έχουμε μεις κανένα; Καλή χρονίτσα να’ χετε, κι σύρτε αλλού να τραγδήστε.
    Τους έβαλε μίαν πενταρίτσαν εις την χείρα, και τα παιδία έφυγαν ευχαριστημένα, διότι, χωρίς άλλον κόπον, ειμή την ανάβασιν και κατάβασιν της κλίμακος, εκέρδισαν μίαν πεντάραν.
    Ο ξένος, αόρατος από τινος γωνίας, είδε την ερρυτιδωμένην εκείνην μορφήν, και ήκουσε την πικραμένην φωνήν εκείνην. Περίεργον δε ότι αφήκε στεναγμόν ανακουφίσεως, εφάνη ως να εχάρη.
    Του ήλθε τότε μία ιδέα, την οποίαν, χωρίς να συλλογισθή πολύ, έβαλεν εις ενέργειαν. Αφού εκλείσθη η θύρα και η γραία έγινεν άφαντος, τα παιδία κατέβησαν την κλίμακα ανταλλάσσοντα λέξεις τινάς.
    - Τώρα έχουμε, βρε Γληόρ’, μια κι εξηνταπέντε.
    - Κι από πόσα κάνει να πάρουμε; είπεν ο άλλος, όστις ήτο κάσσα. Από ογδόντα λεπτά.
    -  Δε θε-μοιραστούμε κι τ’ν πεντάρα αυτ’νής τς γριάς;
    - Ναι, θε-τ’νε-μοιραστούμε, βρε Θανάσ’· ογδόντα ου ένας κι ογδόντα ου άλλους.
    - Τ’νε-παίρνουμε, βρε Γληόρ’, καρύδια, κι τα μοιραζόμαστε.
    - Κι σα μας δώσ’νε πέντε καρύδια, από πόσα θε-πάρουμε;
    Αίφνης ο ξένος επαρουσιάσθη ενώπιον των παιδίων, προτείνων την χείρα και δεικνύων αυτοίς εν τάλληρον.
    Τα παιδία, τα οποία δεν είχαν ιδεί άλλοτε άνθρωπον ξυραφισμένον γένεια-μουστάκια, εξαφνίσθησαν, και το εν, το κρατούν τον φανόν, αφήκε μικράν κραυγήν, ενώ το άλλο, του οποίου η τσέπη εβρόντα, ετρέπετο εις φυγήν. Τότε ο Θανάσης, υποπτεύσας ότι, αν έφευγεν ο Γληόρης, ίσως την επαύριον θα εκρύπτετο και δεν θα του έδιδε λογαριασμόν, αφήκε το φανάρι κατά γης, και ήτο έτοιμος να τρέξει, να κυνηγήσει τον φεύγοντα. Μεθ’ ετοιμότητος τότε ο Αμερικάνος επρόφτασε να δείξει εις το φως του φαναρίου το τάλληρον, το οποίον είχεν εις την χείρα, και να είπει:
    - Στάσου· πάρε αυτό ντόλλαρ.
    Διχαζόμενον μεταξύ δύο φόβων και δύο επιθυμιών, το παιδίον εστάθη απορούν τι να κάμει, και τα μεν γόνατά του έτρεμαν, η δε όψις του εφαίνετο κάπως φοβισμένη.
    - Δυό λόγια να μου ειπείς θέλω, είπεν  ξένος· αυτό σπίτι, επήγατε απάνου, ποιος ζει;
    Το παιδίον δεν ενόησε καλώς.
    - Τι λες, μπάρμπα; είπεν αρχίσαν να λαμβάνη θάρρος.
    Ο ξένος έβαλεν εις την χείρα του το τάλληρον, κι’ επροσπάθησε να εξηγηθεί ευκρινέστερα.
    - Επήγατε τώρα απάνω σπίτι· η γριά στην πόρτα ήρθε, ποιος άλλος μαζί της ζη αυτό σπίτι;
    Ο παις εδυσκολεύετο να εννοήση. Εν τούτοις, αφού έλαβε το τάλληρον, πας φόβος έπαυσε παρ’ αυτώ.
    - Εδώ απάνου, είπεν, είναι η θεια-Κυρατσού· μας έδωκε κι μια πεντάρα. Είναι κι άλλη μια, δε ξέρου τι τ’ν έχει.
    - Θυγατέρα της απάνου μαζί της είναι;
    - Θυγατέρα της πρέπει να ’ναι, ναι.
    - Είναι παντρεμένη θυγατέρα της;
    - Δε ξέρου αν είναι παντρεμένη· μα δε φαίνεται να ’χη άνδρα.
    - Και πόσα χρόνια είναι θυγατέρα της;
    - Δε ξέρου πόσα χρόνια είναι· μα πρέπει να ’ναι καθώς γεννήθηκε ως τώρα.
    Και ο παις, αναλαβών τον φανόν του, έφυγε τρέχων, σφίγγων εις την παλάμην του το τάλληρον, μη εμπιστευόμενος να το βάλει εις την τσέπην· έτρεχε δε να εύρη τον Γληόρην, να του ζητήση το μερίδιόν του. Ο ξένος δεν εδοκίμασε να τον εμποδίση.

    Μετά ταύτα ο Αμερικάνος απεμακρύνθη, κατήλθε την παραθαλασσίαν αγοράν, όπου δύο ή τρία καφενεία είχαν φως, εκοίταξεν εις ποίον τούτων ήσαν ολιγώτεροι θαμώνες, και εισήλθεν εις εν, όπου ένα μόνον άνθρωπον είδε, τον καφετζήν. Ο γέρων, αρτίως ξυραφισθείς, με τον μύστακα στριμμένον, με την βράκαν κοντήν, με υψηλά υποδήματα, με την ποδιάν καθάριον, ητοιμάζετο, φαίνεται, να κλείση, αλλ’ άμα είδεν εισελθόντα τον Αμερικάνον, τον εκοίταξε μετά περιεργείας. Ούτος παρήγγειλε να του δώσει ρούμι, ρίψας δεκάραν επί του λογιστηρίου. Ιδών ο μπάρμπ’- Αναγνώστης την δεκάραν, ηθέλησε να του επιστρέψη την πεντάραν, αλλ’ ο άνθρωπος είπε: «Νόου! νόου!», και τότε ο καφετζής του έβαλε κι άλλο ρούμι, διά να κλείσει την πεντάραν, ως ενόμιζεν· αλλ’ ο ξένος έρριψεν επί της τραπέζης και άλλην δεκάραν. «Δε θα ξέρη ρωμέικα, ως φαίνεται», εσυλλογίσθη ο μπάρμπ’- Αναγνώστης, και διά να δοκιμάσει του απέτεινεν τον λόγον:
    - Τώρα, νεοφερμένος είστε;
    - Εγώ σήμερα έφθασα, με καπετάν Γιάννη γολέτα.
    - Του καπετάν Γιάννη του Ιμβριώτη;
    - Ναι, ημπορείς ελόγου σου να κάμης ποντς;
    - Μετά χαράς, είπεν ο μπάρμπ’ Αναγνώστης.
    Και προσπαθήσας ν’ ανακαλέσει εις την μνήμην τας αρχαίας γνώσεις του, εδοκίμασε να κατασκευάσει πόντσι, αλλά το ρούμι δεν ήναπτε, και ούτω το προσέφερεν όπως-όπως εις τον ξένον. Ούτος δεν έκαμε παρατήρησιν, κι έρριψεν αργυρούν σελλίνι επί της τραπέζης.
    Ο μπάρμπ’- Αναγνώστης το έλαβε.
    - Πόσο πάει αυτό;
    - Δεν ξέρω εγώ μονέδα του τόπου, είπεν ο άγνωστος.
    Ο γέρων ήνοιξε το συρτάρι του, κι εζήτει αν θα είχεν αρκετά κέρματα διά να δώσει τα ρέστα, αλλά δεν έβρισκε πλείονα των ογδοήκοντα λεπτών εις δεκάρες, πεντάρες και δίλεπτα. Εν τούτοις δεν του εσυγχώρει η συνείδησις να δολιευθή τον πελάτην, και είπε:
    - Σφάντζικο δεν σας βρίσκεται, κύριε;
    - Δεν έχω εγώ μονέδα άλλη από Αγγλία και Αμέρικα, είπεν ο ξένος.
    - Δεν βγαίνουν τα ρέστα, κύριε. Πάρτε το ασημένιο σας. Αυτό θα πάει, πιστεύω, ως μια και τριανταπέντε, μια και σαράντα. Αύριον μου δίνετε είκοσι λεπτά.
    - Κράτησε το σίλλιν, δε θέλω ρέστα.
    Ο μπάρμπ’- Αναγνώστης έμεινε χάσκων, θεωρών απλήστως τον ξένον. Αλλά την στιγμήν εκείνην εισήλθεν όμιλος εκ τριών ανθρώπων, και σταθέντες έμπροσθεν του λογιστηρίου, διέταξαν να τους δώση από ένα ποτόν. Ο εις των τριών τούτων ανθρώπων, οινόφλυξ, ετραγουδούσεν ατάκτως:
   Ντελμπεντέρισσα Βασίλω,
   στρώσ’ το μπράτσο σου να γείρω… 
    Ο δεύτερος, γυμνός το στήθος και ανυπόδητος, με τοιούτον ψύχος, ήρχισε να κοιτάζει επιμόνως τον ξένον.
    - Κάπου τον είδα εγώ αυτόν, εμορμύρισε μασημένα.

    Ούτοι ήσαν οι αχθοφόροι της πόλεως, οι ίδιοι και διαλαληταί, τριμελής φαιδρά συντεχνία, περνώντες τον καιρόν των να πίνωσι το βράδυ παν ό,τι εκέρδιζαν την ημέραν. Ο τραγουδιστής, αλλάξας αίφνης ρυθμόν και ήχον, επανέλαβεν:
              Έβγα να ιδής, έβγα να ιδής,
              σκύλα, κορμί που τυραγνείς.
    - Εβίβα, παιδιά! και συνέκρουσαν θορυβωδώς τα ποτήρια. Και ο άλλος, ο γυμνόστερνος και γυμνόπους, δεν έπαυε να κοιτάζει επιμόνως τον άγνωστον. Και ο πρώτος εξηκολούθησε να τραγουδή:
              Βασίλω μ’, τα κουμπούρια σου
              με τι τα ’χεις γεμάτα;
              βαριά, π’ ανάθεμά τα! 

    Την στιγμήν εκείνην ηκούσθη βαρύ βήμα ένδοθεν της αγούσης άνω εις την οικίαν ξυλίνης κλίμακος, ήτις φρακτή με σανίδωμα έκοπτε μίαν των γωνιών του καφενείου. Και εις τα άνω του σανιδώματος υπό το πάτωμα ηνοίχθη θυρίς, και μία κεφαλή με άσπρον σκούφον, με λευκόν μύστακα και με χονδρούς χαρακτήρας επρόβαλεν εκ της θυρίδος.
    - Μα πόσες φορές σ’ το είπα, Αναγνώστη, εξήλθε διά της θυρίδος εκ της κεφαλής της επιφανείσης χονδρή φωνή συμπληρούσα τους χονδρούς χαρακτήρας· δε θα βάλης γνώση; Χαλνάς την ησυχίαν των νοικοκυραίων! Τι μέρα ξημερώνει αύριο, κι έχουμε τραγούδια και φωνές πάλι; Και ώρα είναι τώρα;
    Ήτο δε ογδόη και ημίσεια. Ο τραγουδιστής της αχθοφορικής τριανδρίας, λαβών τον λόγον, μετά κωμικής σοβαρότητος, είπε:
    - Τώρα θα φύγουμε, καπετάν Αναστάση. Δεν το καταδεχόμαστε μεις να σας χαλάσουμε την ησυχία σας.
    - Σώπα εσύ, ζω! έκραξεν ο Αναστάσης.
    - Τώρα αμέσως, καπετάν Αναστάση, θα κλείσω. Δεν μπορώ, βλέπεις, να διώξω τους ανθρώπους, εφώνησεν ο καφετζής.
    - Τέτοια τίμια μούτρα! ανεκάγχασεν από της θυρίδος ο καπετάν Αναστάσης. Χρειάζονται μεγάλες τσεριμόνιες μαζί τους.
    - Α! εμείς δεν σας προσβάλαμε, καπετάν Αναστάση· η αφεντιά σου, βλέπω, μας προσβάλλεις, είπεν ο αχθοφόρος.
    Και ταπεινή τη φωνή εμορμύρισε:
    - Το νοίκι το θέλεις σωστό, και ξέρεις να το γυρεύεις και μπροστά· μα σα δε βγάλει κι αυτός ο φτωχός μια πεντάρα, πώς θα σ’ το πληρώσει;
    - Σιωπάτε, τώρα έχει δίκιο, γιατί ξημερώνει Χριστούγεννα, είπεν ο ευσυνείδητος καφετζής· άλλες φορές φαίνεται σκληρός, ο βλοημένος.
    Η κεφαλή με τον άσπρον σκούφον εν τω μεταξύ είχε γίνει άφαντος από την θυρίδα, ο δε μπάρμπ’ Αναγνώστης ητοιμάσθη να κλείσει. Οι τρεις αχθοφόροι εξήλθον κρατούμενοι εκ των χειρών και άδοντες. Ο ξένος έκαμε νεύμα αποχαιρετισμού διά της κεφαλής και είχεν εξέλθει προ αυτών, αλλ’ ο καφετζής τον ανεκάλεσε και του είπε:
    - Και πού θα κοιμηθείτε απόψε; έχετε μέρος να μείνετε; Πού είστε, κύριε; εγώ εδώ θα πλαγιάσω. Αν θα πάτε μες στη σκούνα, καλά, ειδεμή, αν αγαπάτε, μείνατε εδώ, έχει ζέστη.
    - Δεν έχω ύπνο, είπεν ο ξένος· εγώ θα φέρω γύρο, και ύστερα, βλέπουμε.
    - Όποτε αγαπάτε, χτυπήστε μου την πόρτα, να σηκωθώ να σας ανοίξω. Έχω και ρούχα να σας δώσω.

    Την φοράν ταύτην ο Αμερικάνος, διευθυνθείς εις την συνοικίαν εκείνην δι’ άλλου μικροτέρου δρομίσκου, έβλεπε την οικίαν εκείνην, ήτις ήτο το αντικείμενον της μερίμνης του, εκ της ετέρας πλευράς, της νοτιοδυτικής. Αντικρύ του μικρού οικίσκου, παρά τινα γωνίαν γειτονικής οικίας, υπήρχε σωρός τις ξύλων και πετρών, αποκείμενος εκεί τις οίδε προ πόσων χρόνων ως εκ κατεδαφισθείσης οικίας ή ερειπίου καταρρεύσαντος. Επί της προς τα εκεί προσόψεως του οικίσκου έφεγγε μικρόν παράθυρον, με το έν φύλλον κλειστόν, με το άλλο ανοικτόν, και διά της υέλου ηδύνατό τις να ίδει το εσωτερικόν, ανερχόμενος επί τινος υψώματος. Ιδών ο ξένος ότι ο δρόμος ήτο έρημος, και ουδέ σκιά διαβάτου εφαίνετο, ανέβη εις το ύψος του σωρού εκείνου, και με παλμόν καρδίας κατεσκόπευσε τα έσω του οικίσκου. Αντικρύ της υέλου του μικρού παραθύρου, του έχοντος το εν παραθυρόφυλλον ανοικτόν, ήτο η εστία, με ασθενές πυρ καίον, με ένα δαυλόν σπινθηρίζοντα, με το κανδήλι ανημμένον προ των ιερών εικόνων εκεί υψηλά. Παρά την εστίαν εκάθητο γυνή τις, νέα ακόμη, ως εφαίνετο, στηρίζουσα την κεφαλήν της επί της χειρός, συλλογισμένη, θλιμμένη. Εκίνει δε τα χείλη, και η φωνή της εψιθύριζε κάτι, και ο ψίθυρος απετέλει ελαφρόν μινύρισμα άσματος με ασθενή φωνήν, καθαράν μεν και παρθενικήν, αλλά μαραμμένην· και εις τα ώτα του ξένου έφθασαν ευκρινώς οι δύο ούτοι στίχοι:

Αλλοίμονον κι αλλοί-καημός!
του γεμιτζή ξενιτεμός…

    Ο ξένος ησθάνθη πόνον εις την καρδίαν και δάκρυ εις το βλέφαρον. Του ήρθε τότε αποτόμως να καταβή από τον σωρόν, να τρέξη και ανέλθει εις την οικίαν· διά να κάμη τι; Κι αυτός καλά δεν εγνώριζεν. Εν τοσούτω εκρατήθη. Την ιδίαν στιγμήν ηκούσθη ελαφρός κρότος εις το πάτωμα, τριγμός, ως ν’ ανέβαινέ τις εσωτερικήν κλίμακα, ως να εκλείετο κλαβανή τις. Δευτέρα γυνή, κυρτή, με μαύρην μανδήλαν, γερόντισσα, ήλθε πλησίον της εστίας, και γονατίσασα προ αυτής, έρριπτε ξυλάρια εις το πυρ. Ήτο αυτή εκείνη, ήτις είχε δώσει την πεντάραν εις τα δύο παιδία και τα απέπεμψεν.
    - Δε μαζώνεις το νου σ’, θα πω, δυχατέρα; Ούλο θα κλαις, πλιο;… Τα! τι λογάτε;… Σα σ’ ακούω, δυχατέρα!…ξεχωρίσαμε απ’ τον κόσμο, πλιο… Τι, μοναχή σ’ είσι;… Όντις σ’ εγυρεύανε, τότες που ήτανε σ’νέχ’, που πήε σ’ν Αμέρικα ου προκομμένους, γιατί δε θέλησες κανένανε; Δε σ’ τα ’λεγα εγώ; Γιατί δεν ακούς τ’ μάννα; Σ’ τα ’λεγα, ένα κιριμέ. Τώρα, σα μεγάλωσες, ποιος φταίει; Κι μοναχή σ’ τάχα είσι; Είν’ άλλες μεγαλύτερις. Του Μυγδαλιώ τς Μάχους, κι του Κρουσταλλιώ τς Γιώργινας, τι σ’νέριο τς έχεις εσύ;
    Ο ξένος ήτο όλος ώτα, κι εφαίνετο παραδόξως εννοών τι έλεγεν η γραία, μάλλον εξ επιπνοίας και συνειδήσεως, ή από τα ολίγα ελληνικά όσα εφαίνετο να ηξεύρη.
    Την στιγμήν εκείνην ηκούσθησαν βήματα και ομιλίαι εις το άκρον της οδού. Δύο άνθρωποι ήρχοντο προς τα εδώ. Ο ωτακουστής έσπευσε να καταβή από την σκοπιάν του και ν’ απομακρυνθή. Έφθασεν εις το πέρας του δρομίσκου, και στραφείς δεξιά, ευρέθη πάλιν εις την μικράν πλατείαν προ του ναού των Τριών Ιεραρχών.

    Το μικρόν καπηλείον, εξ ου ήρχισεν η παρούσα διήγησις, ήτο ανοικτόν ακόμη. Ο Δημήτρης ο Μπέρδες δεν περιεφρόνει και τα μικρά κέρδη, δεν απηξίου καμμίαν πεντάραν ουδέ δίλεπτον. Ωνόμαζε τα τοιαύτα «μικρά δολώματα». Τα άλλα, τα αφ’ εσπέρας, τα ωνόμαζε «παραγαδίσια». Ό,τι βγάλει κανείς , έλεγεν, ή με συρτή, ή με πεζόβολο, καλό είναι. Επεριποιείτο τον κλήτορα και τους χωροφύλακας, εκέρνα νερωμένο κρασί εις την περίπολον ή πολιτοφυλακήν της νυκτός, και του επέτρεπαν να έχη ανοικτά και ως τας ένδεκα, ευρίσκοντες μάλιστα μεγαλυτέραν ζέστην να κάθηνται εκεί, παρά να περιέρχωνται την πολίχνην και να κρυώνωσι.

    Την ώραν εκείνην ο κάπηλος ίστατο εις το λογιστήριόν του, κι εμέτρει δεκάρας, εικοσιπενταράκια του Όθωνος και σφάντζικα. Το παιδί ο Χρήστος, με την ποδιάν σχεδόν υπό τας μασχάλας περιδεδεμένην, εκοιμάτο όρθιον, νευστάζον την κεφαλήν, ως μικρά δίκωπος φελούκα, σαλευομένη υπο ελαφρού νότου εις την πλευράν της ηγκυροβολημένης βρατσέρας. Ενίοτε τον εξύπνα αποτόμως η κρούσις του ποδός του καπήλου, επαναλαμβάνοντος ηχηροτέρα τη φωνή τας διαταγάς των θαμώνων διά κεράσματα. Και τότε, ως εν υπνοβασία, εκινείτο, εκέρνα, ελάμβανε τας δεκάρας, τας έρριπτε μηχανικώς εις το λογιστήριον, κι επιστρέφων εξηκολούθει την συνέχειαν του ύπνου.
    Εν ορχηστρικώ θορύβω, εν φωναίς και αλαλαγμώ, εισήλασεν εις το καπηλείον η εύθυμος συντεχνία των τριών αχθοφόρων της πόλεως, μετά την εκ του καφενείου του μπάρμπ’- Αναγνώστη αποπομπήν της. Ο εις των τριών, ο Στογιάννης ο Ντόμπρος, σερβομακεδών την καταγωγήν, υπεκρίνετο την αρκούδαν, κι εχόρευεν, ο δεύτερος εκείνος όστις πριν έλεγε τα τραγούδια, ο Παύλος ο Χαλκιάς, είχε μουντζουρωθεί κι έκαμνε τον αρκουδιάρην. Απόκρεως, ναι μεν, δεν ήτο ακόμη, αλλ’ αφού αύριον εξημέρωναν Χριστούγεννα, μετά τα Χριστούγεννα «Άις Βασίλης έρχεται», μετά τον Άι Βασίλη Φώτα, και μετά τα Φώτα εμβαίνει το Τριώδι. Ο τρίτος, ο και πρόεδρος της συντεχνίας, ο Βαγγέλης ο Παχούμης, λασιόστηθος, γυμνόπους, με το παντελόνι συνήθως ανασηκωμένον μικρόν κάτω του γόνατος ίσως εκ της μακράς έξεως του να θαλασσώνει προς εκφόρτωσιν των πλοιαρίων, δεν έπαυε του να συλλογίζεται τον Αμερικάνον. «Μες στο νου μ’ γυρίζει», έλεγε.
    Αλλ’ ιδού εισήλθε μετ’ ολίγον κι εκείνος όστις ήτο το αντικείμενον του διαλογισμού του. Διηυθύνθη εις το λογιστήριον, διέταξε ρούμι, κι έρριψεν αργυρούν σελλίνιον επί του κασσιτέρου τού λογιστηρίου. Ο Μπέρδες το έλαβε.
    - Πόσα πάει αυτό;
    Ο Αμερικάνος έκαμε χειρονομίαν αδιαφορίας και είπε:
    - Δεν γνωρίζω του τόπου μονέδα εγώ.
    - Αυτό δεν είναι σύμφωνο με την μονέδα μας και δεν περνάει, είπεν ο κάπηλος· αν θέλετε να σας το πάρω για δραχμή.
    - Άι ντοντ κέαρ, εμορμύρισεν ο Αμερικάνος. Και είτα ελληνιστί είπε:
    - Δε με μέλει εμένα αυτό.
    Ο Μπέρδες του επέστρεψεν ενενήντα πέντε λεπτά.

Edvard Munch 1890 tavern-in-st-cloud-1890

    Εν τούτοις ο Βαγγέλης ο Παχούμης δεν έπαυσε να κοιτάζει τον άγνωστον. Την στιγμήν εκείνην εστράφη προς τους εν τω καπηλείω και είπε μεγαλοφώνως:
    - Βρε παιδιά, θυμάστε, κανένας από σας, το Γιάννη τ’ μπαρμπα-Στάθη τ’ Μοθωνιού, που λείπει στην Αμέρικα εδώ κι είκοσι χρόνια;
    Ακούσας το όνομα τούτο ο ξένος ανεσκίρτησε κι εστράφη άκων προς τον λαλούντα. Εν τούτοις εκρατήθη, προσεπάθησε να δείξει αδιαφορίαν, κι ελθών εκάθισε παρά τινα γωνίαν του καπηλείου. Ήναψε πούρον κι εκάπνιζεν.
    Ουδείς απήντησεν εις την ερώτησιν του αχθοφόρου, ης η υποκεκρυμμένη έννοια ελάνθανε πάντας.
    Ο Βαγγέλης εξηκολούθησε:
    - Πού να θυμάστε σεις! Είσθε όλοι μικρότεροί μου, εξόν απ’ τον μπαρμπα-Τριαντάφυλλο, που δεν είναι ντόπιος, κι εγώ κοντεύω τώρα να σαραντίσω. Ήμουν ως δεκαοχτώ χρονών όταν εξενιτεύθηκε ο γυιος του Μοθωνιού, κι εκείνος τότε θα ήτον ως εικοσιπέντε. Μα μου φαίνεται, να τον έβλεπα τώρα-δα, θα τον εγνώριζα. Απέθαναν με τον καημό τού Γιάννη τους, κι ο καημένος ο μπαρμπα-Στάθης, κι’ η γυναίκα του, Θεός σχωρέσ’ τους! Και το σπιτάκι τους απόμεινε ρείπιο και χάλασμα με δυο μισούς τοίχους εδώ παραπάνου, στης εκκλησιάς το μαχαλά, και μ’ ένα μαύρο βαθούλωμα στη γωνιά που ήτον έναν καιρό η παραστιά τους. Και ο γυιος τους έρριξε πέτρα πίσω του. Μα ως πόσος κόσμος χάνεται, ως τόσο, και στην Αμέρικα! Ξέρετε που ήταν και αρραβωνιασμένος;
    - Και ποια είχε; ηρώτησε μετ’ αδιαφορίας ο κλήτωρ της δημαρχίας, αρχηγός της πολιτοφυλακής της νυκτός.
    Ο ξένος ήκουε μετά βαθυτάτης προσοχής, αλλ’ εφυλάττετο να στρέψει  βλέμμα προς τον λαλούντα.

Η Κόρη των Αθηνών 1860 - Θεόδωρος Βρυζάκης (1814-1878) 

    - Είχε το Μελαχρώ της θεια-Κυρατσώς της Μιχάλαινας. Και σαν έφυγε και απέρασαν δυο-τρία χρόνια, την εγύρεψαν πολλοί, γιατί το κορίτσι είχε χάρες κι εμορφιές, και τιμημένη ήτον, και μορφοδούλα, η μόνη κεντήστρα του χωριού μας, και προικιά είχε καλά. Μα το Μελαχρώ δε θέλησε κανέναν, όσο που απέρασαν τα χρόνια κι έγινε κι αυτή γεροντοκόριτσο. Και με το αχ και με το βαχ, αδυνάτισε τώρα κι εχλώμιανε, μα ως τόσο, όταν η γυναίκα έχει καλό σκαρί, δύσκολα γεράζει. Ακόμα το λέει, βρε παιδιά, θα είναι παραπάν’ από τριανταπέντε, και φαίνεται να είναι ως εικοσιπέντε· έτυχε μια μέρα να την ιδώ, που τους κουβάλησα ένα σακκί αλεύρι· όσο την κοιτάζεις, τόσο νοστιμίζει!
    - Έλα, άφ’σέ τα αυτά, Βαγγέλη, είπεν αυστηρώς ο κλήτωρ της δημαρχίας· δεν πάει στα μαγαζιά μέσα να λέμε για φαμίλιες και για κορίτσα.
    - Έχεις δίκιο, μπαρμπα-Τριαντάφυλλε, είπεν ο αχθοφόρος· μα δεν το είπα για κακό.
    Η όψις του Αμερικάνου εφαιδρύνθη, και ακτίς ευτυχίας, διαπεράσασα το επίχρισμα εκείνο και την οιονεί προσωπίδα, περί ης είπομεν εν αρχή, ηγλάισε το πρόσωπόν του.
    Ο μπαρμπα- Τριαντάφυλλος με τον χωροφύλακα και τους δύο πολίτας φρουρούς, με τα τουφέκια των, ηγέρθη και είπεν αποτεινόμενος προς τον κάπηλον:
    - Έλα κάμε γλήγορα, Δημήτρη, κάμετε φρόνιμα, αφήστε τους χορούς και τα τραγούδια, παιδιά, δεν είναι απόκριες. Τι μέρα ξημερώνει αύριο; Κλείσε γλήγορα, Δημήτρη, να κοιμηθούν ο κόσμος, θα σηκωθούν τις δυο απ’ τα μεσάνυχτα να παν στην εκκλησιά. Και ο κύριος έχει μέρος να κοιμηθή τάχα; ηρώτησε δείξας τον Αμερικάνον.
    - Έννοια σ’, μπαρμπα-Τριαντάφυλλε, είπεν ο Βαγγέλης· του είπε ο μπάρμπ’ Αναγνώστης ο καφετζής να πάει στον καφενέ του να πλαγιάσει. Μη σε μέλει ως τόσο για τον κύριο, προσέθηκε παίξας την ματιά εις τον κλήτορα· αν θέλει μέρος να κοιμηθή, έχει και παραέχει.
    - Τι τρέχει; ηρώτησε μυστηριωδώς ο κλήτωρ.
    - Είναι από δω, ντόπιος, του είπεν εις το ούς ο Παχούμης.
    - Και πώς το ξέρεις;
    - Είχα δεν είχα, τον γνώρισα.
    - Και ποιος είναι;
    - Εκείνος που σας έλεγα πριν, ο Γιάννης τ’ μπαρμπα-Στάθη τ’ Μοθωνιού. Όταν ήρθες κι’ αποκαταστάθηκες εδώ του λόγου σου, ήταν φευγάτος, και γι’ αυτό δεν τον θυμάσαι. Μα τον πατέρα του, το μπαρμπα-Στάθη, τον έφθασες, θαρρώ.
    - Τον έφτασα. Κάμε γλήγορα, Δημήτρη, επανέλαβε μεγαλοφώνως ο κλήτωρ, κι’ εξήλθεν.
    Οι δύο συναχθοφόροι του Βαγγέλη είχαν παύσει το άσμα και την όρχησιν, και ητοιμάζοντο ν’ απέλθωσιν. Αλλ’ αίφνης ο Βαγγέλης, ελθών πλησίον του Αμερικάνου, του λέγει ταπεινή τη φωνή:
    - Τι μ’ δίνεις, αφεντικό, να πάω να πάρω τα σ’ χαρίκια;
    Ο ξένος δεν έβαλε την χείρα εις την τσέπην. Αλλά μεταξύ του αντίχειρος, του λιχανού και του μέσου της δεξιάς ευρέθη κρατών μίαν αγγλικήν λίραν. Την έρριψε πάραυτα εις την παλάμην του Βαγγέλη με τόσην προθυμίαν και χαράν, ως να ήτο ο λαμβάνων και όχι ο δίδων.

    Όταν οι γείτονες της θεια-Κυρατσώς της Μιχάλαινας εξύπνησαν μετά τα μεσάνυχτα διά να υπάγουν εις την εκκλησίαν, της οποίας οι κώδωνες εκλάγγαζον θορυβωδώς, πόσον εξεπλάγησαν ιδόντες την οικίαν της πτωχής χήρας, εκεί όπου δεν εδέχοντο τα παιδία να τραγουδήσουν τα Χριστούγεννα αλλά τα απέπεμπον με τας φράσεις, «δεν έχουμε κανένα», και «τι θα τραγουδήστε από μας;», κατάφωτον, με όλα τα παραθυρόφυλλα ανοικτά, με τας υέλους αστραπτούσας, με την θύραν συχνά ανοιγοκλειομένην, με δύο φανάρια ανηρτημένα εις τον εξώστην, με ελαφρώς διερχομένας σκιάς, με χαρμοσύνους φωνάς και θορύβους. Τι τρέχει; Τι συμβαίνει; Δεν ήργησαν να πληροφορηθώσιν. Όσοι δεν το έμαθαν εις την γειτονιάν, το έμαθαν εις την εκκλησίαν. Και όσοι δεν υπήγαν εις την εκκλησίαν, το έμαθαν από τους επανελθόντας οίκαδε την αυγήν, μετά την απόλυσιν της θείας λειτουργίας.
    Ο ξενιτευμένος γαμβρός, ο από εικοσαετίας απών, ο από δεκαετίας μη επιστείλας, ο από δεκαετίας μη αφήσας που ίχνη, ο μη συναντήσας που πατριώτην, ο μη ομιλήσας από δεκαπενταετίας ελληνιστί, είχε γυρίσει πολλά μέρη εις τον Νέον Κόσμον, είχεν εργασθεί ως υπεργολάβος εις μεταλλεία και ως επιστάτης εις φυτείας, κι επανήλθε με χιλιάδας τινάς ταλλήρων εις τον τόπον της γεννήσεώς του, όπου επανεύρεν ηλικιωθείσαν, αλλ’ ακμαίαν ακόμη, την πιστήν του μνηστήν.
    Έν μόνον είχε μάθει, προ δεκαπέντε ετών, τον θάνατον των γονέων του. Περί της μνηστής του είχε σχεδόν την πεποίθησιν ότι θα είχεν υπανδρευθή προ πολλού· εν τούτοις διετήρει αμυδράν τινα ελπίδα. Εκ δεισιδαίμονος φόβου, όσον επλησίαζεν εις την πατρίδα του, τόσον εδίσταζε να ερωτήση απ’ ευθείας περί της μνηστής του, μη δίδων άλλως γνωριμίαν εις κανένα των πατριωτών του, όσους τυχόν συνήντησεν άμα φθάσας εις την Ελλάδα. Επροτίμα ν’ αγνοή τι έγινεν η μνηστή του, μέχρι της τελευταίας στιγμής, καθ’ ην θαπεβιβάζετο εις τον τόπον της γεννήσεώς του και θα προσήρχετο εις ευλαβή επίσκεψιν εις το ερείπιον, όπου ήτο άλλοτε η πατρώα οικία του.

    Μετά τρεις ημέρας, τη Κυριακή μετά την Χριστού Γέννησιν, ετελούντο, εν πάση χαρά και σεμνότητι, οι γάμοι του Ιωάννου Ευσταθίου Μοθωνιού μετά της Μελαχροινής Μιχαήλ Κουμπουρτζή.
    Η θεια-Κυρατσώ, μετά τόσα έτη, εφόρεσεν, επ’ ολίγας στιγμάς, χρωματιστήν «πολίτικην» μανδήλαν, δια ν’ ασπασθή τα στέφανα. Και την παραμονήν του Αγίου Βασιλείου εσπέρας, ισταμένη εις τον εξώστην, ηκούσθη φωνούσα προς τους διερχομένους ομίλους των παίδων:
    - Ελάτε, παιδιά, να τραγ’δήστε!

Το διαβάσαμε στο  sansimera.gr  και στο sarantakos.com

Χριστουγεννιάτικα Διηγήματα | Ο Αμερικάνος - Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης

Ακούστε το διήγημα στον σύνδεσμο που ακολουθεί. Διαβάζει ο Ανδρέας Χατζηδήμου: dromospoihshs.gr  -  youtu.be

ακούστε ακόμα:

η Σοφία Χατζή διαβάζει Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη (12 βίντεο)    youtube.com

Ο Αμερικάνος του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη

"Ο Αμερικάνος", το αριστουργηματικό χριστουγεννιάτικο διήγημα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη σε σκηνοθεσία - ερμηνεία Θανάση Σαράντου επιστρέφει on demand μέσω της Viva.gr   oAmerikanosTouAlexandrouPapadiamante

Ο ΑΜΕΡΙΚΑΝΟΣ του Α. Παπαδιαμάντη 

ON DEMAND  23/12/2021- 7/1/2022

Ο «Αμερικάνος», η παράσταση που βασίζεται στο ομώνυμο αριστουργηματικό διήγημα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη και αγαπήθηκε από κοινό και κριτικούς, επιστρέφει για 13η χρονιά με ON DEMAND προβολές από 23 Δεκεμβρίου 2021 έως 7 Ιανουαρίου 2022.

Η συναρπαστική ιστορία αγάπης και ξενιτιάς σε σκηνοθεσία-ερμηνεία του Θανάση Σαράντου, πρωτότυπη μουσική σύνθεση Λάμπρου Πηγούνη με μουσικό επί σκηνής τον Κωνσταντίνο Ευαγγελίδη, από το 2009 μέχρι και σήμερα έχει ταξιδέψει σε περισσότερες από 50 πόλεις απ’ άκρη σε άκρη της Ελλάδας.   viva.gr


Διαβάστε και άλλα διηγήματα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, που είχαμε αναρτήσει:

«Φιλόστοργοι» – Διήγημα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη   olympos2021_30

Η Σταχομαζώχτρα   olympos2021_40

Άνθος του Γιαλού   olympos2021_23

 

Παρασκευή 24 Δεκεμβρίου 2021

παρέλαβε τό Παιδίον καί τήν Μητέρα αὐτοῦ … καί ἀνεχώρησεν εἰς Αἴγυπτον

Κυριακή 26 Δεκεμβρίου 2021

ΤΗ ΚΥΡΙΑΚΗ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΧΡΙΣΤΟΥ ΓΕΝΝΗΣΙΝ

Ἡ Σύναξις τῆς Ὑπεραγίας Δεσποίνης ἡμῶν Θεοτόκου καὶ ἀειπαρθένου Μαρίας

Ἐκ τοῦ κατά Ματθαῖον  Κεφ. 2: 13-23

ναχωρησάντων τῶν Μάγων, ἰδοὺ Ἄγγελος Κυρίου φαίνεται κατ᾿ ὄναρ τῷ ᾿Ιωσὴφ, λέγων·

Ἐγερθεὶς παράλαβε τὸ Παιδίον καὶ τὴν Μητέρα αὐτοῦ,

καὶ φεῦγε εἰς Αἴγυπτον· καὶ ἴσθι ἐκεῖ ἕως ἂν εἴπω σοι·  

μέλλει γὰρ ῾Ηρῴδης ζητεῖν τὸ Παιδίον τοῦ ἀπολέσαι αὐτό.

 ῾Ο δὲ ἐγερθεὶς παρέλαβε τὸ Παιδίον καὶ τὴν Μητέρα αὐτοῦ νυκτὸς, καὶ ἀνεχώρησεν εἰς Αἴγυπτον·

καὶ ἦν ἐκεῖ ἕως τῆς τελευτῆς ῾Ηρῴδου·

ἵνα πληρωθῇ τὸ ῥηθὲν ὑπὸ τοῦ Κυρίου διὰ τοῦ Προφήτου λέγοντος·

Ἐξ Αἰγύπτου ἐκάλεσα τὸν Υἱόν μου. 

Τότε ῾Ηρῴδης, ἰδὼν ὅτι ἐνεπαίχθη ὑπὸ τῶν Μάγων, ἐθυμώθη λίαν·

καὶ ἀποστείλας ἀνεῖλε πάντας τοὺς παῖδας τοὺς ἐν Βηθλεὲμ καὶ ἐν πᾶσι τοῖς ὁρίοις αὐτῆς, ἀπὸ διετοῦς καὶ κατωτέρω, κατὰ τὸν χρόνον ὃν ἠκρίβωσε παρὰ τῶν Μάγων.

Τότε ἐπληρώθη τὸ ῥηθὲν ὑπὸ ῾Ιερεμίου τοῦ προφήτου, λέγοντος·

Φωνὴ ἐν ῾Ραμᾷ ἠκούσθη, θρῆνος καὶ κλαυθμὸς καὶ ὀδυρμὸς πολύς,

῾Ραχὴλ κλαίουσα τὰ τέκνα αὐτῆς· καὶ οὐκ ἤθελε παρακληθῆναι, ὅτι οὐκ εἰσίν. 

Τελευτήσαντος δὲ τοῦ ῾Ηρῴδου, ἰδοὺ, Ἄγγελος Κυρίου κατ᾿ ὄναρ φαίνεται τῷ ᾿Ιωσὴφ, ἐν Αἰγύπτῳ, λέγων·

Ἐγερθεὶς παράλαβε τὸ Παιδίον, καὶ τὴν Μητέρα αὐτοῦ, καὶ πορεύου εἰς γῆν ᾿Ισραήλ·

τεθνήκασι γὰρ οἱ ζητοῦντες τὴν ψυχὴν τοῦ Παιδίου.

Ὁ δὲ ἐγερθεὶς, παρέλαβε τὸ Παιδίον καὶ τὴν Μητέρα αὐτοῦ, καὶ ἦλθεν εἰς γῆν ᾿Ισραήλ.

Ἀκούσας δὲ ὅτι ᾿Αρχέλαος βασιλεύει ἐπὶ τῆς ᾿Ιουδαίας, ἀντί ῾Ηρῴδου τοῦ πατρὸς αὐτοῦ, ἐφοβήθη ἐκεῖ ἀπελθεῖν·

 χρηματισθεὶς δὲ κατ᾿ ὄναρ, ἀνεχώρησεν εἰς τὰ μέρη τῆς Γαλιλαίας, 

καὶ ἐλθὼν κατῴκησεν εἰς πόλιν λεγομένην Ναζαρέτ, ὅπως πληρωθῇ τὸ ῥηθὲν διὰ τῶν Προφητῶν, ὅτι Ναζωραῖος κληθήσεται.

 christopherklitou.com

Η ΓΕΝΝΗΣΗ ΣΤΟ ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝ

Ματθ. 2,13     (1)Ἀναχωρησάντων(2) δὲ αὐτῶν ἰδοὺ(2) ἄγγελος Κυρίου φαίνεται(3) κατ᾿ ὄναρ τῷ Ἰωσὴφ λέγων· ἐγερθεὶς(4) παράλαβε τὸ παιδίον καὶ τὴν μητέρα(5) αὐτοῦ καὶ φεῦγε εἰς Αἴγυπτον(6), καὶ ἴσθι ἐκεῖ(7) ἕως ἂν εἴπω σοι(8)· μέλλει γὰρ Ἡρῴδης(9) ζητεῖν τὸ παιδίον τοῦ ἀπολέσαι αὐτό(10).
Ματθ. 2,13      Οταν δε αυτοί ανεχώρησαν, ιδού άγγελος Κυρίου εφάνηκε δι' ονείρου στον Ιωσήφ και του είπε• “σήκω αμέσως χωρίς αναβολήν και πάρε το παιδίον και την μητέρα του και φύγε εις την Αίγυπτον, και μένε εκεί, μέχρις ότου πάλιν εγώ σου είπω• διότι ο Ηρώδης θα αναζητήση το παιδίον, δια να το θανατώση”.
(1)   Η φυγή του Ιησού στην Αίγυπτο επιβεβαιώνεται έμμεσα από κάποια παλαιότατη παράδοση και όπως φαίνεται ανεξάρτητη που διασώζεται στο Ταλμούδ (Abodah Zarah 16β,17α), σύμφωνα με την οποία ο Ιησούς έφερε μαγικές δυνάμεις από την Αίγυπτο, με τις οποίες αργότερα τέλεσε πολλά θαύματα. Η παράδοση αυτή που χρονολογείται στα χρόνια του Ελιέζερ Υρκανού (80-120 μ.Χ.) πιθανότατα οφείλει την αρχή της σε διαστροφή προφορικής παράδοσης που ανάγεται στην εξ’ Ιουδαίων χριστιανών εκκλησία της Παλαιστίνης. Μεταγενέστερη μορφή αυτής αναφέρεται στον Ωριγένη (κατά Κέλσου Ι,38. Δες Ιουστίνου Απολογία Ι,30) (S).
Η παράδοση αυτή επιβεβαιώνει δύο πράγματα, ότι δηλαδή ο Ιησούς ήλθε στην Αίγυπτο και ότι μετά από αυτά έκανε θαύματα. Η απλότητα της αφήγησης του Ματθαίου αποτελεί σοβαρή ένδειξη αλήθειας. Θα μπορούσε να αντιταχτεί προς τις επεξεργασμένες λεπτομέρειες των απόκρυφων ευαγγελίων. Δες ψευδο-Ματθαίον XVII-XXV, το αραβικό ευαγγέλιο της παιδικής ηλικίας  IX-XXVI, το ευαγγέλιο του Θωμά, λατιν. έκδοση Ι-ΙΙΙ.
(2)    Για τη σύνταξη Ἀναχωρησάντων… ἰδοὺ, δες α 20 (a).
(3)   Η γενική απόλυτος που προηγήθηκε, το ιδού και ο ιστορικός ενεστώτας φαίνεται, δείχνουν ότι η εμφάνιση του αγγέλου επακολούθησε αμέσως μετά την αναχώρηση των μάγων (L).
(4)    Δηλαδή αμέσως και χωρίς κάποια αναβολή.
(5)   «Εδώ δεν λέει πλέον τη γυναίκα σου, αλλά την μητέρα του» (Χ).
(6)   Η Αίγυπτος υπήρξε συχνά τόπος καταφυγής απέναντι στην εξουσία στην Ιερουσαλήμ. Δες Γ΄ Βασ. ια 40 (L). Ήταν η χώρα που γειτόνευε περισσότερο προς νότο με την Ιουδαία. Εκεί και πολλοί από τους Ιουδαίους είχαν καταφύγει αποφεύγοντας την τυραννία του Ηρώδη (F).
«Πρέπει να φύγει και κατά το ανθρώπινο να μετοικήσει. Διότι δεν έπρεπε να θαυματουργήσει από τότε. Διότι αν από την πρώτη ηλικία έδειχνε θαύματα, δεν θα νομιζόταν ότι είναι άνθρωπος. Για αυτό βεβαίως δεν δημιουργείται αμέσως τέλειος ναός (το σώμα του), αλλά προηγείται η κυοφορία του, το διάστημα των εννέα μηνών, οι ωδίνες, ο τοκετός, ο θηλασμός η πολυχρόνιος ησυχία εν αναμονή της ανδρικής ηλικίας, για να γίνει με όλα αυτά εύκολα δεκτό το μυστήριο της οικονομίας. Διότι εάν μερικοί τόλμησαν να πουν ότι ήταν μύθος το ότι πήρε σάρκα παρόλο ότι έγιναν αυτά και πολλά οικονομήθηκαν, όπως αρμόζει σε ανθρώπους, σκεφτείτε σε ποια μεγάλη ασέβεια θα έπεφταν, εάν τα έπραττε όλα όπως αρμόζει στο Θεό και ανάλογα με τη δύναμή του;» (Χ).
(7)   «Να είσαι εκεί, αντί να πει να κατοικήσεις, να μένεις» (Ζ), «να είσαι εκεί» (Θφ).
(8)   Ετσι η πίστη του Ιωσήφ δοκιμάστηκε. Δεν αποκαλύφθηκαν σε αυτόν τα πάντα με τη μία. Υποχρεώθηκε να περιμένει το χρόνο της επιστροφής, ούτε ο άγγελος είπε κάτι σε αυτόν στο μεταξύ.
«Αφού άκουσε αυτά ο Ιωσήφ δεν σκανδαλίστηκε, ούτε είπε «το πράγμα είναι αίνιγμα. Δεν έλεγες προηγουμένως ότι θα σώσει το λαό του; Και τώρα δεν σώζει ούτε τον εαυτό του, αλλά είναι ανάγκη να φύγουμε, να αποδημήσουμε και να ζήσουμε αλλού πολύ καιρό. Τα πράγματα είναι αντίθετα με τις υποσχέσεις». Αλλά τίποτα από αυτά δεν λέει (διότι ήταν πιστός ο άνδρας), ούτε δείχνει περιέργεια για το χρόνο της επιστροφής, μολονότι ο άγγελος μίλησε αόριστα για αυτόν. Εως ότου σού πω… αλλά υπακούει και πείθεται, υπομένοντας με χαρά όλους τους πειρασμούς» (Χ).
(9)   Ο Ιωσήφ θα γνώριζε αρκετά για την κακότητα του Ηρώδη, διότι πρόσφατα αυτός είχε θανατώσει τους ίδιους του τους γιους Αλέξανδρο και Αριστόβουλο, επειδή υποπτεύθηκε αυτούς ότι επιβουλεύονταν το θρόνο του. Το οποίο έκανε τον Αύγουστο να πει, ότι είναι προτιμότερο να είναι κάποιος γουρούνι του Ηρώδη παρά γιος του.
(10)   «Και άλλο διδασκόμαστε από εδώ… Ποιο είναι λοιπόν αυτό; Ότι εξ αρχής πρέπει να περιμένουμε πειρασμούς και επιβουλές. Βλέπεις λοιπόν ότι αυτό γίνεται αμέσως από τα σπάργανα. Διότι αμέσως μόλις γεννήθηκε και μαίνεται ο τύραννος και γίνεται φυγή και εγκατάσταση σε χώρα εξορίας… έτσι ώστε εσύ ακούγοντας αυτά, όταν καταξιωθείς να διακονήσεις σε κάποιο πνευματικό πράγμα και έπειτα δεις να σε βρίσκουν συμφορές αθεράπευτες και να υπομένεις μύριους κινδύνους, να μην ταραχτείς ούτε να πεις… αλλά να τα υπομείνεις όλα γενναία» (Χ).

Ματθ. 2,14     Ὁ δὲ ἐγερθεὶς(1) παρέλαβε τὸ παιδίον καὶ τὴν μητέρα αὐτοῦ νυκτὸς(2) καὶ ἀνεχώρησεν εἰς Αἴγυπτον(3),
Ματθ. 2,14      Και ο Ιωσήφ εσηκώθηκε αμέσως, παρέλαβε νύκτα το παιδίον και την μητέρα αυτού και έφυγεν εις την Αίγυπτον.
(1)   Ο Ιωσήφ σηκώθηκε αμέσως και εκπλήρωσε την ίδια νύχτα του οράματος την παραγγελία του αγγέλου (δ).
(2)    Η ευεργεσία της νύχτας είναι μεγάλη σε καιρό διωγμού (b).
(3)   Δεν γνωρίζουμε σε ποιο μέρος της Αιγύπτου οδήγησε ο Ιωσήφ το παιδί και την μητέρα του. Το αραβικό ευαγγέλιο για την παιδική ηλικία του Ιησού μαρτυρεί, ότι ο Ιωσήφ κατέφυγε στη Ματαρέα κοντά στο Κάιρο (έκδοση Tischendorf κεφ. 24). Αλλά η παράδοση αυτή εμφανίζεται για πρώτη φορά κατά τον ΙΓ΄ αιώνα. Κατά την επίσημη παράδοση της κοπτικής εκκλησίας ο τόπος της διαμονής της αγίας οικογένειας τοποθετείται στο μοναστήρι Koskam στη μέση Αίγυπτο (L). Αναμφίβολα ο Ιωσήφ ακολούθησε την οδό την κατά μήκος της Μεσογείου και χρειάστηκε περίπου δέκα ημερών πορεία για να μεταβεί από Βηθλεέμ στα αιγυπτιακά σύνορα (F).

Ματθ. 2,15     καὶ ἦν ἐκεῖ ἕως τῆς τελευτῆς Ἡρῴδου(1), ἵνα πληρωθῇ τὸ ῥηθὲν ὑπὸ τοῦ Κυρίου διὰ τοῦ προφήτου(2) λέγοντος· ἐξ Αἰγύπτου ἐκάλεσα τὸν υἱόν μου(3).
Ματθ. 2,15      Και έμενε εκεί, έως ότου απέθανε ο Ηρώδης και έτσι εξεπληρώθη και επραγματοποιήθη πλήρως εκείνο, που είχε λεχθή από τον Κυριον δια του προφήτου, ο οποίος είπε• “από την Αίγυπτον εκάλεσα τον υιόν μου”.
(1)   «Πικρό τέλος είχε ο Ηρώδης και με πυρετό και δυσεντερία και φαγούρα και πρήξιμο ποδιών και σάπισμα των γεννητικών οργάνων, που γεννούσε σκουλήκια και με δύσπνοια και τρέμουλο και σπασμούς των μελών βγήκε η πονηρή ψυχή του» (Ζ). Ο Ιωσήφ διέμεινε στην Αίγυπτο έως το θάνατο του Ηρώδη, που συνέβη το 750 από κτίσεως Ρώμης, δηλαδή το 4 π.Χ. κατά τη συνηθισμένη χρονολογία. Επομένως λίγους μόνο μήνες έμειναν στην Αίγυπτο (δ). Κατά την παράδοση των απόκρυφων ευαγγελίων η διαμονή στη Αίγυπτο διήρκησε για αρκετό χρόνο, που υπολογίζεται διαφορετικά από ένα μέχρι επτά έτη (S). Προφανώς η παράδοση αυτή δεν στηρίζεται σε σοβαρά στοιχεία.
(2)   Η παράθεση είναι από το Ωσηέ ια 1 κατά το πρωτότυπο εβραϊκό, ενώ οι Ο΄ μεταφράζουν εξ Αιγύπτου εκάλεσα τα τέκνα αυτού. Ο Ακύλας όμως μεταφράζει εξ Αιγύπτου εκάλεσα τον υιόν μου (b).
(3)   Ο στίχος δεν είναι προφητεία, αλλά έκθεση ιστορικού γεγονότος –της κλήσης του Ισραήλ από την Αίγυπτο στη γη Χαναάν, για να γνωστοποιήσουν εκεί την αληθινή θρησκεία. Αλλά η ιστορία του έθνους συχνά θεωρείται ως τυπική προεικόνιση της ζωής του Μεσσία (p). Όσα κατά τον τύπο προηγήθηκαν σε άλλους, κατά την αλήθεια και εκπλήρωση αναφέρονται στο Χριστό (Ιερωνύμου στον L).
«Αν όμως θα αμφέβαλλαν για την προφητεία οι Ιουδαίοι λέγοντας ότι το «από την Αίγυπτο κάλεσα τον υιό μου» ειπώθηκε για αυτούς, θα μπορούσαμε να πούμε σε αυτούς, ότι και αυτός είναι νόμος προφητείας, το ότι δηλαδή πολλές φορές πολλά λέγονται μεν για άλλους, εκπληρώνονται όμως σε άλλους… Το οποίο βεβαίως θα μπορούσε και εδώ να πει κάποιος. Διότι ποιος θα μπορούσε να ονομαστεί γνησιότερος Υιός Θεού;… Και ο λαός [του Ισραήλ] και ο πατριάρχης όταν κατέβηκαν εκεί [στην Αίγυπτο] και ανέβηκαν από εκεί, εκπλήρωναν τον τύπο αυτής της ανόδου. Διότι και εκείνοι κατέβαιναν αποφεύγοντας τον θάνατο από την πείνα και αυτός (ο Ιησούς) τον θάνατο από επιβουλή. Αλλά εκείνοι μεν αφού κατέβηκαν, απαλλάχτηκαν τότε από την πείνα, ενώ αυτός αφού κατέβηκε, αγίασε όλη τη χώρα με την εκεί παρουσία του» (Χ).
Η διαμονή του Χριστού στην Αίγυπτο ήταν το προοίμιο του εκχριστιανισμού της χώρας εκείνης. Κατά τους πρώτους αιώνες του Χριστιανισμού η Αιγυπτιακή εκκλησία διακρίθηκε πολύ (b).

Ματθ. 2,16     (1)Τότε(2) Ἡρῴδης ἰδὼν ὅτι ἐνεπαίχθη(3) ὑπὸ τῶν μάγων, ἐθυμώθη λίαν(4), καὶ ἀποστείλας(5) ἀνεῖλε πάντας τοὺς παῖδας(6) τοὺς ἐν Βηθλεὲμ καὶ ἐν πᾶσι τοῖς ὁρίοις(7) αὐτῆς ἀπὸ διετοῦς(8) καὶ κατωτέρω, κατὰ τὸν χρόνον ὃν ἠκρίβωσε παρὰ τῶν μάγων(9).
Ματθ. 2,16      Τοτε ο Ηρώδης, όταν είδε ότι οι Μαγοι τον εξεγέλασαν, ωργίσθη παρά πολύ, και επάνω εις την φονικήν οργήν του έστειλε δημίους και έσφαξε όλα τα παιδιά, που ήσαν εις την Βηθλεέμ και εις τα περίχωρα αυτής από ηλικίας δύο ετών και κάτω, σύμφωνα με τον χρόνον, τον οποίον είχε εξακριβώσει από τους μάγους.
(1)   Τέτοια σφαγή, σαν αυτή που περιγράφεται στους στίχους 16-19 δεν αναφέρεται από τον Ιώσηπο. Τέτοια όμως ενέργεια εκ μέρους του Ηρώδη είναι εξ’ ολοκλήρου σύμφωνη με ό,τι γνωρίζουμε για το χαρακτήρα του, όταν κυριευόταν αυτός από κάποια υποψία. Περισσότερες από μία φορές παρέδωσε σε σφαγή, χωρίς να λυπηθεί ούτε τα μέλη της οικογένειάς του. Δες Ιωσήπου Αρχαιολογία XV1 11,7, XVII 2,4, VI 4,5. Ο αριθμός των παιδιών τα οποία έπεσαν θύματα της μανίας του κατά την περίπτωση αυτή ήταν μικρός, συγκρινόμενος με τις χιλιάδες των άλλων θυμάτων της θηριωδίας του Ηρώδη και το γεγονός εύκολα μπορούσε να διαφύγει την προσοχή του ιστορικού.
(2)   «Τότε. Πότε; Αφού δηλαδή η οικογένεια του Ιησού έφυγε στην Αίγυπτο» (Ζ).
(3)   Ετσι ο Ηρώδης εξέλαβε την εσπευσμένη αναχώρηση των μάγων: Νόμισε ότι τον ξεγέλασαν (F). «Είναι άξιο της δύναμης του Θεού όχι βεβαίως μόνο το να νικά ολοφάνερα τους εχθρούς μόνο, αλλά και το να τους εξαπατά με ευκολία. Έτσι λοιπόν εξαπάτησε και τους Αιγυπτίους προς χάριν των Ιουδαίων, και ενώ μπορούσε φανερά να μεταφέρει τον πλούτο εκείνων στα χέρια των Εβραίων, διατάζει να γίνει αυτό κρυφά και με απάτη» (Χ). Αυτός που επιχείρησε να εξαπατήσει τους μάγους, αποκρύπτοντας από αυτούς τους αληθινούς σκοπούς του ως προς το παιδί, με κάθε δικαιοσύνη βρέθηκε εξαπατημένος από αυτούς.
(4)   «Δεν έπρεπε βεβαίως να θυμώσει, αλλά να φοβηθεί και να μαζευτεί και να καταλάβει ότι επιχειρεί ακατόρθωτα πράγματα. Αλλά δεν συγκρατείται. Διότι όταν η ψυχή είναι αχάριστη και αθεράπευτη δεν υποχωρεί σε κανένα από τα φάρμακα που δίνει ο Θεός» (Χ). «Διότι και πριν άκουσε από μεν τους μάγους ότι αστέρι μήνυσε αυτόν που γεννήθηκε· από δε τους αρχιερείς και γραμματείς, ότι προφήτες για αυτόν προφήτευσαν. Αυτός όμως περισσότερο παραλογίζεται, για να δειχτεί τελείως η πονηρία και η ανοησία του» (Ζ).
«Τι έγινε που δεν έγινε καλύτερος; Αυτό όμως δεν ήταν έγκλημα εκείνου ο οποίος οικονόμησε όλα αυτά, αλλά αποτέλεσμα της δικής του υπερβολικής μανίας, που δεν υποχωρούσε σε εκείνους οι οποίοι μπορούσαν να τον παρηγορήσουν και να τον ελευθερώσουν από την κακία αλλά προχωρούσε περισσότερο, για να δεχτεί ακόμη βαρύτερη τιμωρία για την ανοησία του αυτή».
(5)   Δηλαδή σφαγείς και μάλιστα αιφνίδια (b).
(6)   Όχι και τα κορίτσια. Δες Εξόδου α 16 (b).
(7)   Δηλαδή στα περίχωρα που ανήκουν στους Βηθλεεμίτες (δ).
(8)   Είναι γένους αρσενικού = του παιδιού που έχει δύο έτη, που είναι δυο ετών· όχι λοιπόν ουδέτερο = από διετές διάστημα χρόνου (δ). «Αν όμως ο Ηρώδης σκοτώνει τα παιδιά από δύο ετών και κάτω, μη θαυμάσεις. Διότι υποπτεύθηκε, ότι δεν έγινε αμέσως ορατός ο αστέρας από τους μάγους, αλλά ίσως προηγήθηκε, και για αυτό, λόγω ασφαλείας, αύξησε και τον καιρό, και επεξέτεινε το φόνο μέχρι τα όρια της Βηθλεέμ, για να στενέψει τον κλοιό από παντού στο θήραμα, και με το πλήθος των σκοτωμένων να σκοτώσει μαζί και το Χριστό» (Ζ).
Εάν το αστέρι κατά την ανατολή του φανέρωνε τη σύλληψη του παιδιού, θα ήταν αρκετό να φονεύσει τα παιδιά που είχαν ηλικία ενός έτους. Αλλά ο Ηρώδης ίσως σκέφτηκε ως καλύτερο να βασιστεί στη δυνατότητα, ότι το φαινόμενο συνέπιπτε με τη γέννηση και σε αυτή την περίπτωση το παιδί θα διήγε το δεύτερο έτος της ηλικίας του (a).
(9)   Ο χρόνος που καθορίστηκε από τους μάγους ήταν ίσως λίγο παραπάνω από το έτος. Για αυτό ο Ηρώδης όρισε δύο έτη ως το όριο της σφαγής (b).
«Πολλοί πολλά φλυαρούν χάριν των παιδιών αυτών, και χαρακτηρίζουν ως αδικία τα γενόμενα… Αλλά αίτιος αυτής της σφαγής δεν έγινε ο Χριστός, αλλά η ωμότητα του βασιλιά… Αλλά αν εκείνος έπραττε άδικα, για ποιο λόγο ο Θεός επέτρεψε;… Οτιδήποτε άδικο και αν πάθουμε από τον οποιοδήποτε, υπολογίζει ο Θεός την αδικία αυτή ή για διαγραφή αμαρτημάτων ή για να μας δώσει μισθό… Με μια τέτοια προϋπόθεση ποια ζημιά λοιπόν έπαθαν τα παιδιά που φονεύτηκαν και μεταφέρθηκαν αμέσως στο ακύμαντο λιμάνι;» (Χ).
«Αφού λοιπόν τα παιδιά αυτά δεν φονεύτηκαν για διαγραφή δικών τους αμαρτημάτων, είναι ολοφάνερο, ότι έπαθαν με αφορμή να πάρουν στεφάνια και δεν αδικήθηκαν» (Ζ).
Ματθ. 2,17     τότε ἐπληρώθη τὸ ῥηθὲν ὑπὸ(1) Ἱερεμίου(2) τοῦ προφήτου λέγοντος(3)·
Ματθ. 2,17      Τοτε εξεπληρώθη εκείνο που είχε λεχθή από τον προφήτην Ιερεμίαν, ο οποίος είχε προφητεύσει•
(1)   Αυθεντική γραφή δια Ιερεμίου.
(2)   Η παράθεση γίνεται από το Ιερεμίου λα 15 σύμφωνα με το πρωτότυπο και λη 15 σύμφωνα με τους Ο΄. Φαίνεται να είναι παράθεση από μνήμης από το κείμενο των Ο΄: «φωνὴ ἐν Ῥαμᾷ ἠκούσθη» είναι φράση των Ο΄. Το «κλαυθμός και οδυρμός πολύς» εκπροσωπεί την φράση των Ο΄ «θρήνου και κλαυθμού και οδυρμού». Η φράση «Ραχήλ κλαίουσα» αποτελεί παράφραση της φράσης των Ο΄ «Ραχήλ αποκλαιομένη». Τέλος η φράση τὰ τέκνα αὐτῆς έχει εισαχθεί από το Εβραϊκό πρωτότυπο (a).
Στα συμφραζόμενα του χωρίου που παρατίθεται ο προφήτης περιγράφει τη Ραχήλ, την μητέρα του Ιωσήφ και Βενιαμίν να κλαίει από τον τάφο της την εξορία των παιδιών της, όταν περνούσαν αυτά κοντά στον τάφο της οδηγούμενα στην αιχμαλωσία (S) της Βαβυλώνας. Αλλά το κεφάλαιο αυτό του Ιερεμία είναι προφητικό σε μεγάλο βαθμό των χρόνων της Κ.Δ., έτσι λοιπόν το χωρίο αυτό αναφέρεται και στο γεγονός αυτό της ιστορίας της Κ.Δ., έστω και αν ο Ιερεμίας είχε στο νου κατά τον ίδιο χρόνο την Βαβυλώνια αιχμαλωσία (b).
Δεν πρόκειται για απλή προσαρμογή των λόγων του Ιερεμία σε γεγονός τελείως διαφορετικό. Εάν ο Ιερεμίας μπόρεσε να παρουσιάσει απαρηγόρητη τη Ραχήλ για την αναχώρηση των υιών της στην εξορία, η εικόνα αυτή βρίσκει πραγματική και ζωηρότερη ακόμη εφαρμογή προκειμένου να περιγραφεί η λύπη των Ισραηλίτιδων μητέρων, των οποίων τα τέκνα παρέδωσε ο Ηρώδης σε σφαγή (Condamin στο L).
(3)   «Επειδή γέμισε με φρίκη τον ακροατή όταν διηγήθηκε αυτά, την σφαγή την βίαιη, την άδικη, την ωμότατη, την παράνομη, παρηγορεί πάλι αυτόν, λέγοντας ότι δεν έγιναν αυτά επειδή δεν μπορούσε ο Θεός να τα εμποδίσει, ούτε επειδή τα αγνοούσε, αφού από πριν τα γνώριζε και τα είχε προαναγγείλει με το στόμα του προφήτη» (Χ).
Ματθ. 2,18     Φωνὴ ἐν Ῥαμᾷ(1) ἠκούσθη, θρῆνος(2) καὶ κλαυθμὸς καὶ ὀδυρμὸς πολύς· Ῥαχὴλ(1) κλαίουσα τὰ τέκνα αὐτῆς, καὶ οὐκ ἤθελε παρακληθῆναι(3), ὅτι οὐκ εἰσίν(4).
Ματθ. 2,18      “Κραυγή πόνου και σπαραγμού ηκούσθη εις την περιοχήν Ραμά• θρήνος μεγάλος και κλαυθμός και οδυρμός πολύς• όλαι αι μητέρες της περιοχής, απόγονοι της συζύγου του Ιακώβ Ραχήλ έκλαιαν και εκόπτοντο δια τα φονευθέντα τέκνα των και δεν ήθελαν με κανένα τρόπον να παρηγορηθούν, διότι τα αθώα αυτά πλάσματα δεν υπάρχουν πλέον”.
(1)   «Η Ραμά ήταν τόπος της Παλαιστίνης υψηλός. Διότι αυτό σημαίνει το όνομα, υψηλή» (Θφ). Σήμερα ονομάζεται Ερ-Ραμ, δύο ώρες βόρεια της Ιερουσαλήμ (F). «Τι σχέση έχει όμως η Ραμά με τη Ραχήλ; Η Ραχήλ ήταν μητέρα του Βενιαμίν, και μετά το θάνατό της την έθαψαν στον ιππόδρομο, που ήταν εκεί κοντά. Επειδή λοιπόν και ο τάφος ήταν κοντά και η περιοχή ανήκε στον κλήρο του παιδιού της Βενιαμίν (η Ραμά ανήκε στη φυλή του Βενιαμίν), αποκαλεί δικαίως δικά της τα παιδιά και εξ’ αιτίας του αρχηγού της φυλής και από τον τόπο της ταφής» (Χ).
Οντως η Ραμά βρισκόταν στα βόρεια όρια της φυλής Βενιαμίν και κοντά σε αυτήν λεγόταν ότι τάφηκε η Ραχήλ (Α΄ Βασ. ι 2). Αλλά στο Γεν. λε 19 και μη 7 ο τάφος της Ραχήλ τοποθετείται στην Εφραθά, και στα δύο όμως τα χωρία αυτά έχει προστεθεί μία γλώσσα (=γραφή που παρεμβλήθηκε στο κείμενο) που ταυτίζει την Εφραθά με τη Βηθλεέμ. Φαίνεται λοιπόν ότι ήταν δύο παραδόσεις ως προς τον τόπο της ταφής της Ραχήλ. Ο Ματθαίος γνωρίζοντας καλά την παράδοση που αφορούσε στη Βηθλεέμ, χρησιμοποιεί το χωρίο του Ιερεμία για να αποσαφηνίσει τη διήγησή του (S).
(2)    Αυθεντική γραφή χωρίς το «θρήνος και».
(3)  «Δεν ήθελε η Βηθλεέμ να παρηγορηθεί» (Ζ). Φράση που εκφράζει βαθειά θλίψη (b). «Από εδώ φανέρωσε την υπερβολή του πάθους» (Ζ).
(4)    «Διότι δεν υπάρχουν τα παιδιά της, δηλαδή δεν ζουν» (Ζ)

Ματθ. 2,19     (1)Τελευτήσαντος δὲ τοῦ Ἡρῴδου(2) ἰδοὺ ἄγγελος Κυρίου κατ᾿ ὄναρ φαίνεται τῷ Ἰωσὴφ ἐν Αἰγύπτῳ
Ματθ. 2,19      Οταν δε απέθανε ο Ηρώδης, ιδού άγγελος πάλιν Κυρίου εφάνη δι' ονείρου στον Ιωσήφ, που έμενε εις την Αίγυπτον
(1)   Ο Ματθαίος δεν αναφέρει κάποια παλαιότερη διαμονή στη Ναζαρέτ, όπου διέμενε η Παρθένος κατά το χρόνο του ευαγγελισμού (Λουκ. α 26, β 4). Πρέπει να υπήρχε κάποιος λόγος, για τον οποίο ο Ιωσήφ κατά την επιστροφή του από την Αίγυπτο προτίμησε ως τόπο διαμονής τη Ναζαρέτ. Και ο λόγος αυτός εξηγείται από το Λουκά. Οι δύο αφηγήσεις, ανεξάρτητες μεταξύ τους, μπορούν να συνδυαστούν και να συμπληρώσουν η μία την άλλη. Από το Λουκά συμπεραίνεται ότι η Ναζαρέτ ήταν η αρχική διαμονή της Μαρίας (όχι του Ιωσήφ). Η άποψη η οποία ενδιαφέρει εδώ το Ματθαίο, είναι η εκπλήρωση της προφητείας που ευθύς αμέσως παρατίθεται (S)..
(2)   Σωστά τονίστηκε η αφέλεια και αντικειμενικότητα της αφήγησης του Ματθαίου, ο οποίος, αν και ήδη παρέχεται σε αυτόν ευκαιρία, αποφεύγει να τονίσει, ότι ο θάνατος του τυράννου επήλθε ως θεία τιμωρία ή τουλάχιστον να υπενθυμίσει τις εκτελέσεις, οι οποίες έκαναν βουτηγμένες στο αίμα και τις τελευταίες ημέρες του (L).
Η τελευταία εντολή του για τον ταυτόχρονα με το θάνατό του φόνο των αξιόλογων ανδρών του ιουδαϊκού έθνους, τους οποίους προσκάλεσε στα Ιεροσόλυμα, ώστε και χωρίς τη θέλησή του να πενθήσει για αυτόν το έθνος, δείχνει ολοφάνερα το βαθμό της θηριωδίας και πώρωσής του (δ), ανεξάρτητα του αν η εντολή του αυτή δεν εκτελέστηκε. Για πλήρη και περιγραφική αφήγηση του οικτρού τέλους του αιμοδιψούς αυτού βασιλιά παραπέμπεται ο αναγνώστης στον Ιώσηπο (Αρχαιολ. XVII 6-8)(ο).
Ματθ. 2,20     λέγων· ἐγερθεὶς παράλαβε τὸ παιδίον καὶ τὴν μητέρα αὐτοῦ καὶ πορεύου(1) εἰς γῆν Ἰσραήλ(2)· τεθνήκασι(3) γὰρ οἱ ζητοῦντες τὴν ψυχὴν(4) τοῦ παιδίου.
Ματθ. 2,20      και του είπε• “σήκω, πάρε το παιδίον και την μητέρα αυτού και πήγαινε, χωρίς φόβον, εις την χώραν των Ισραηλιτών. Διότι έχουν πλέον αποθάνει εκείνοι, που εζητούσαν να αφαιρέσουν την ζωήν του παιδίου”.
(1)   «Δεν λέει πλέον φεύγε, αλλά να πορευτείς» (Χ). «Διότι δεν υπήρχε πλέον φόβος» (Θφ).
(2)   «Γη Ισραήλ είπε απλώς την Παλαιστίνη» (Ζ). Στον Ιωσήφ επιτράπηκε να εκλέξει την πόλη ή την περιφέρεια αλλά όχι και τη χώρα της διαμονής τους, εφ’ όσον έπρεπε ο Εμμανουήλ τα έτη της ανθρώπινης ζωής του να τα περάσει στη δική του χώρα (b).
(3)    Η όλη φράση χρησιμοποιείται και από τους Ο΄. Δες Εξόδ. δ 19 («διότι πέθαναν όλοι που ζητούσαν την ψυχή σου»). Ο πληθυντικός εδώ μπορεί να υπονοεί, ότι και κάποιοι άλλοι είχαν γίνει ενήμεροι του σχεδίου του και συνεργοί στην εκτέλεσή του (L). Ο θάνατος του Ηρώδη έθετε τέρμα στις προσπάθειες των αυλικών του να φονεύσουν τον Ιησού (ο). Μπορεί όμως να σημαίνει απλώς, ότι ο Ηρώδης πέθανε και ότι δεν υπάρχουν πλέον άλλοι που μελετούν κακά εναντίον του παιδιού (b).
(4)   Ζητώ την ψυχή είναι εβραϊκό ιδίωμα = ζητώ τη ζωή (δ). Αφαιρώ την ψυχή ως ζωτική αρχή ισοδυναμεί με το αφαιρώ τη ζωή (L). Ζητά την ψυχή του παιδιού «να την βγάλει και να την χωρίσει από το σώμα» (Ζ). «Πού είναι ο Απολλινάριος (αιρετικός του Δ΄ αιώνα μ.Χ.), ο οποίος έλεγε ότι ο Κύριος δεν πήρε ψυχή ανθρώπου; Διότι από εδώ ελέγχεται» (Θφ).

Ματθ. 2,21     ὁ δὲ ἐγερθεὶς παρέλαβε τὸ παιδίον καὶ τὴν μητέρα αὐτοῦ καὶ ἦλθεν(1) εἰς γῆν Ἰσραήλ.
Ματθ. 2,21      Αυτός δε εσηκώθη, επήρε το παιδίον και την μητέρα του και επανήλθεν εις την Παλαιστίνην.
(1)  Αυθεντική γραφή εισήλθεν. Ο Ιωσήφ μπήκε, όπως φαίνεται, στα σύνορα της Παλαιστίνης και μαθαίνοντας τα σχετικά με τον Αρχέλαο αναχώρησε μέσω της Περαίας στη Γαλιλαία (δ).

Ματθ. 2,22     ἀκούσας δὲ ὅτι Ἀρχέλαος βασιλεύει(1) ἐπὶ τῆς Ἰουδαίας ἀντὶ Ἡρῴδου τοῦ πατρὸς αὐτοῦ, ἐφοβήθη ἐκεῖ ἀπελθεῖν· χρηματισθεὶς δὲ κατ᾿ ὄναρ(2) ἀνεχώρησεν εἰς τὰ μέρη τῆς Γαλιλαίας,
Ματθ. 2,22      Οταν όμως ήκουσε ότι εις την Ιουδαίαν βασιλεύει αντί του Ηρώδου του πατρός του ο Αρχέλαος εφοβήθη να μεταβή εκεί. Λαβών δε οδηγίας από τον Θεόν στο όνειρόν του ανεχώρησε και επήγε εις τα μέρη της Γαλιλαίας.
(1)   Ο Ηρώδης είχε ορίσει τον Αντίπα ως διάδοχό του. Λίγες μέρες όμως πριν το θάνατό του με νέα διαθήκη παραχωρούσε την Ιουδαία, Σαμάρεια (και Ιδουμαία) στον Αρχέλαο μαζί με τον τίτλο του βασιλιά, ενώ την Γαλιλαία και την Περαία στον Αντίπα με τον τίτλο του τετράρχη (Ιωσήπου Αρχαιολ. XVII 8,1).
Ο Αύγουστος αρνήθηκε τον τίτλο του βασιλιά στον Αρχέλαο, αναγνωρίζοντας αυτόν μόνο ως εθνάρχη. Αλλά ο Αρχέλαος παίρνοντας την εξουσία μετά το θάνατο του πατέρα του επευφημήθηκε από το πλήθος ως βασιλιάς (Αρχαιολ. XVII 8,2), ελπίζοντας ότι θα επικυρωνόταν ο τίτλος αυτός. Το βασιλεύει λοιπόν, το οποίο χρησιμοποιεί εδώ ο Ματθαίος δεν είναι ανακριβές (L).
Ο ανηλεής χαρακτήρας του γιου αυτού του Ηρώδη δείχτηκε αμέσως στη σφαγή, την οποία διέπραξε (Αρχαιολ. XVII 11,4). Τελικά καθαιρέθηκε για την κακή κυβέρνησή του γύρω στο 6 μ.Χ. (S) και εξορίστηκε από τον Αύγουστο στη Βιέννα της Γαλατίας, όπου και πέθανε. Στον τρίτο γιο του Φίλιππο άφησε ο Ηρώδης την Βατανέα, Τραχωνίτιδα και Αυρανίτιδα (δ).
«Αν όμως ο Λουκάς έγραψε ότι ο Πόντιος Πιλάτος ηγεμόνευε στην Ιουδαία, τίποτα το καινούργιο δεν υπάρχει σε αυτό. Διότι ύστερα αφού εξέπεσε ο Αρχέλαος της βασιλείας από κατηγορία, δεν υπήρχε πλέον βασιλιάς, αλλά επίτροπος, δηλαδή ηγεμόνας της Ιουδαίας στάλθηκε από τη Ρώμη από τον Τιβέριο Καίσαρα ο Πιλάτος» (Ζ).
(2)   Η οδηγία αυτή από το όνειρο ενθάρρυνε αυτόν να εγκατασταθεί στα μέρη της Γαλιλαίας, παρόλο που εξουσίαζε σε αυτήν άλλος γιος του Ηρώδη, ο Ηρώδης Αντίπας, λιγότερο όμως ωμός από τον Αρχέλαο.

Ματθ. 2,23     καὶ ἐλθὼν κατῴκησεν εἰς πόλιν λεγομένην Ναζαρέτ(1), ὅπως πληρωθῇ τὸ ῥηθὲν διὰ τῶν προφητῶν(2) ὅτι Ναζωραῖος(3) κληθήσεται(4).
Ματθ. 2,23      Και αφού ήλθεν εκεί, εγκατεστάθη εις την πόλιν ονομαζομένην Ναζαρέτ• και έτσι εξεπληρώθη αυτό που είχε προαναγγελθή από τους προφήτας, ότι δηλαδή ο Ιησούς “θα ονομασθή Ναζωραίος”.
(1)   «Ερχεται στη Ναζαρέτ, αποφεύγοντας ταυτόχρονα και τον κίνδυνο, ενώ συγχρόνως εγκαθίσταται στην πατρίδα του, για να έχει περισσότερο θάρρος» (Χ). Αυθεντική γραφή Ναζαρέθ. Η πόλη γράφεται Ναζαρά, Ναζαρέθ ή Ναζαρέτ (a). Δεν αναφέρεται στην Π.Δ. στον Ιώσηπο και στο Ταλμούδ και αν εξαιρέσουμε την ευαγγελική ιστορία ήταν άσημη και σχεδόν άγνωστη. Δες Ιω. α 46 (S).
«Ο Λουκάς όμως δεν αναφέρει ότι ήλθε εκεί έπειτα από υπόδειξη του αγγέλου αλλά ότι, αφού εκπλήρωσαν όλοι τον απαιτούμενο καθαρμό, επέστρεψαν στη Ναζαρέτ. Τι μπορούμε λοιπόν να πούμε; Ότι ο Λουκάς αναφέρεται στο χρόνο πριν την κάθοδο στην Αίγυπτο» (Χ).
(2)   Πουθενά στους προφήτες δεν βρίσκεται η παράθεση αυτή. Για αυτό και το χωρίο προξένησε πολλές δυσκολίες στους ερμηνευτές. Και οι μεν Τερτυλλιανός, Ιερώνυμος, Ερασμος και άλλοι από τους νεώτερους μπέρδευαν το Ναζωραίος με το Ναζιραίος δηλαδή άγιος, αγιασμένος, που ζει ασκητικά. Δες Αριθμ. στ 1 και εξής. Αυτό όμως όχι μόνο ουδεμία σχέση έχει με την έλευση του Σωτήρα στη Ναζαρέτ, αλλά είναι και τελείως ασυμβίβαστο με τη ζωή του Σωτήρα που ήταν διαφορετική ως προς αυτό από τη ζωή του Προδρόμου (Ματθ. ια 19), κανένα επίσης τέτοιο προφητικό χωρίο δεν υπάρχει που να λέει, ότι Ναζιραίος κληθήσεται (δ).
Άλλοι συνδέουν την ονομασία με την εβραϊκή λεξη νέζερ= άνθος ή βλαστός, στο μεσσιανικό χωρίο Ησαΐου ια 1, όπου ο Μεσσίας ονομάζεται βλαστός από τη ρίζα Ιεσσαί. Εάν δεχτούμε ότι από τη λέξη αυτή παράγεται κάποιο επίθετο, θα έχουμε τον ελληνικό τύπο Ναζωραίος=ο Μεσσίας (S).
Ο ευαγγελιστής σύμφωνα με την εκδοχή αυτή παίζει με τις αραμαϊκές και εβραϊκές λέξεις, οι οποίες μοιάζουν με το Ναζωραίος και σημαίνουν βλαστός, αλλά η εξήγηση αυτή δεν είναι ικανοποιητική. Ο Zahn τονίζει, ότι εδώ δεν υπάρχει μαζί με το «των προφητών» η λέξη «λεγόντων», ενώ ο Ματθαίος, όταν παραθέτει κάποια προφητική φράση, συνηθίζει πάντοτε να προσθέτει και αυτή τη λέξη. Δες α 22,β 15,17,γ 3,δ 14,η 17,ιβ 17,ιγ 35, κα 4,κζ 9, όπως και ιγ 14,ιε 7,κβ 31.
Το συμπέρασμα είναι, ότι το Ναζωραίος κληθήσεται δεν αποτελεί παράθεση από προφητικό βιβλίο, αλλά αποτελεί αιτιολογία των προηγουμένων οπότε το μόριο «ότι», με το οποίο εισάγεται αυτή, δεν είναι ειδικό αλλά αιτιολογικό. Η εκδοχή αυτή εναρμονίζεται πλήρως με την ερμηνεία του Ιερωνύμου, σύμφωνα με την οποία ο ευαγγελιστής αναφέρεται εδώ στα χωρία των προφητών, τα οποία προλέγουν ότι ο Μεσσίας θα περιφρονηθεί (p).
Οι Ιουδαίοι με περιφρόνηση προσέβλεπαν στη Ναζαρέτ. Ναζωραίος λοιπόν έγινε λέξη κοινής περιφρόνησης. Ο Ιησούς λόγω της μακράς του διαμονής στη Ναζαρέτ ονομάστηκε Ναζωραίος και εκπληρώθηκαν σε αυτόν όλες οι προφητείες, που αναφέρονται στην περιφρόνηση της οποίας θα τύχαινε ο Μεσσίας. Έγινε όνειδος ανθρώπων και εξουθένημα λαού (ο). Τώρα λοιπόν λέγοντας σε πληθυντικό τους προφήτες, έδειξε, ότι δεν πήρε τα λόγια από τις γραφές, αλλά την έννοια» (Ιερωνύμου στο L).
Τέλος υπάρχει και η ερμηνεία «Ποιος προφήτης είπε αυτό; Μην είσαι περίεργος ούτε να ρωτάς για πολλά. Διότι πολλά από τα προφητικά βιβλία αφανίστηκαν. Και αυτά θα μπορούσε κάποιος να τα δει από την ιστορία των Παραλειπομένων» (Χ). Η εκδοχή του Zahn και αυτή του Χ. είναι οι πιο πιθανές.
(3)   Ο Κύριος ήταν στο λαό γνωστός ως ο Ναζωραίος (Ματθ. β 33,κστ 71, Λουκ. ιη 37, Ιω. ιη 5,7,ιθ 19, Πράξ. 7 φορές) ή ο Ναζαρηνός (στον Μάρκο 4 φορές και στον Λουκά 2). Είναι προφανές ότι τα επίθετα αυτά έχουν την ίδια σημασία με το «ο από Ναζαρέτ» (Ματθ. κα 11,Ιω. α 45,46,Πράξ. ι 38)(a).
(4)   Στο δεύτερο αυτό κεφάλαιο έχουμε ομάδα τριών γεγονότων, τα οποία είναι στενά συνδεδεμένα μεταξύ τους, δηλαδή την επίσκεψη των μάγων (1-12), τη φυγή στην Αίγυπτο (13-18) και την επάνοδο στην Παλαιστίνη (19-23). Στα κεφάλαια που ακολουθούν έχουμε άλλη ομάδα τριών γεγονότων, δηλαδή το κήρυγμα του Ιωάννη (γ 1-12), το βάπτισμα του Μεσσία (13-17) και τον πειρασμό (δ 1-11)(p).

(Αποσπάσματα από τα ερμηνευτικά Υπομνήματα στα Ευαγγέλια του Π.Ν. Τρεμπέλα.
Τα αποσπάσματα μεταφράστηκαν και μεταγλωττίστηκαν στη δημοτική γλώσσα από τον π. Νικόλαο Πουλάδα)

Α.  Η ΠΕΡΙΚΟΠΗ ΤΟΥ ΜΑΤΘΑΙΟΥ  α 18 – β 23
(Υπόμνημα στο κατά Ματθαίον, Π.Ν.Τρεμπέλα σελ. 33-53 εκδόσεις «ο Σωτήρ», μεταφρασμένο & μεταγλωττισμένο στη δημοτική γλώσσα!
Οι αριθμοί στις λέξεις του αρχαίου κειμένου παραπέμπουν στην αντίστοιχη ερμηνεία και ανάλυσή τους)

ΣΥΝΤΜΗΣΕΙΣ ΟΝΟΜΑΤΩΝ
(Πατέρες Εκκλησίας & Εκκλησιαστικοί συγγραφείς)
Α = Αθανάσιος ο Μέγας Ζ = Ζιγαβηνός Ευθύμιος  Απ = Απολλινάριος Θφ = Θεοφύλακτος Βουλγαρίας Αυ = Αυγουστίνος Ιε = Ιερώνυμος Β = Βασίλειος ο Μέγας Κ = Κύριλλος Αλεξανδρείας Γ = Γρηγόριος Ναζιανζηνός Χ = Χρυσόστομος Ιωάννης Γν = Γρηγόριος Νύσσης Ω = Ωριγένης Δ = Δαμασκηνός Ιωάννης DB=Dict.
Of the Bible,Hastings
Ε = Ευσέβιος Καισαρείας
(
Σύγχρονοι Θεολόγοι ερμηνευτές)
The New-Century Bible, St Matthew Edited by G.H. Box on the basis of the earlier edition by Prof  W.F. Slater, Edirburgh 1922 (
σημειώνεται με το S)
M.J. Lagrange.   Evangile selon s. Matthieu, Deuxieme edition Paris 1923 (
σημειώνεται με το L.)
Alf. Plummer.   An exegetical commentary on the Gospel according to S. Matthew, London 1911 (
σημειώνεται με το p.)
W. Allen    A critical and exegetical Commentary on the Gospel according to S. Matthew Third edition 1922 (
σημειώνεται με το a).
A. Commentary critical, expository and practical
κ.λ.π by I. Owen, New York 1864 (σημειώνεται με το ο).
L. Cl. Fillion    La sainte Bible commentee VII (
σημειώνεται με το F).
J.A. Bengel      Gnomon of the N.T. Testament translated by I. Bryce.
Τόμ. Α (σημειώνεται με το b).
C.L. W. Grimm  Lexicon Graeco-Latinum in libros N. Lipsiae 1903.
(σημειώνεται με το g).
Ν. Δαμαλά  Ερμηνεία εις την Κ.Δ. τόμ. Β και Γ. Αθηναι 1892. (σημειώνεται με το δ)

ΚΕΙΜΕΝΟ & ΕΡΜΗΝΕΙΑ.
Οι αριθμοί στις λέξεις του αρχαίου κειμένου παραπέμπουν στην αντίστοιχη ερμηνεία και ανάλυσή τους

Το διαβάσαμε στην ιστοσελίδα του  Ι.Ν. Αγίου Σώστη Νέας Σμύρνης    sostis.gr

Διαβάστε σχετικές δημοσιεύσεις:

Τρεις Μάγοι   el.wikipedia.org

Λίβανος και σμύρνα | Τα πολύτιμα δώρα των μάγων   omorfizoi.gr

Τι απέγιναν οι τρεις μάγοι που προσέφεραν τα δώρα στον Χριστό   newsbeast.gr

Η ζωή του Χριστού, σε μια σπάνια και συλλεκτική έκδοση
Αυτό το άρθρο προέρχεται από το: CLUB ΦΙΛΩΝ ΜΙΚΡΟΥ ΣΕΡΙΦΗ   mikrosserifis.blogspot.com


Διαβάστε και τις περσινές μας αναρτήσεις:

Ἡ κατά σάρκα Γέννησις τοῦ Θεοῦ καί Σωτῆρος ἡμῶν ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ - Τὸ περιεχόμενο τῆς εἰκονογραφίας τῆς Γεννήσεως στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία  olympos2021_24

Ἡ Φυγή Στήν Αἴγυπτο τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου -  Ἰωσὴφ τοῦ Μνήστορος - Πρωτομάρτυς Στέφανος   olympos2021_26