Η Άλωση της Πόλης, στη θύμησή της ύστερα από σχεδόν έξι αιώνες, μας γεμίζει
ταυτόχρονα πόνο και περηφάνια. Πόνο για την ήττα, την κατάκτηση, την σφαγή, το
βύθισμα της Ρωμιοσύνης από την ανεξαρτησία στη δουλεία. Περηφάνια όμως για την
ηρωική, αξιοπρεπή στάση των υπερασπιστών της, και πάνω από όλα του τελευταίου
αυτοκράτορα.
Στην τελευταία του ομιλία, ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος παροτρύνει τους
πολεμιστές του να αγωνιστούν για τον Θεό, τη βασιλεία, την πατρίδα και τις
οικογένειες τους, να φανούν αντάξιοι της κληρονομιάς τους. Τα λόγια του
προκαλούν ως σήμερα ανατριχίλα.
Κωνσταντινουπόλεως Άλωσις
Γεωργίου Φραντζή του Μεγάλου
Λογοθέτου
Το απόγευμα τής Δευτέρας 28 Μαΐου
1453
Εκείνο το οδυνηρό απόγευμα, πάλι,
ο βασιλιάς συγκέντρωσε όλους τους άρχοντες και τους αρχόμενους, τους δημάρχους,
τους εκατοντάρχους και άλλα ηγετικά στελέχη τού στρατού, και τους είπε τα
ακόλουθα:
«εσείς, ευγενέστατοι άρχοντες και
εκλαμπρότατοι δήμαρχοι και στρατηγοί και γενναιότατοι συστρατιώτες και όλος ο
πιστός και τίμιος λαός, γνωρίζετε καλά ότι έφτασε η ώρα και ότι ο εχθρός τής
πίστης μας θέλει να μας περισφίξει δυνατότερα, με κάθε τέχνασμα και μηχανή,
και
να μας πολεμήσει σφοδρά, με μεγάλες συμπλοκές και συρράξεις, από ξηρά και
θάλασσα, με όλη του την δύναμη,
ώστε – αν του είναι δυνατόν – να χύσει σαν φίδι
το δηλητήριό του και να μας καταπιεί σαν λιοντάρι. Σας λέω ότι βιάζεται να το
κάνει και σας παρακαλώ να σταθείτε ανδρείοι και γενναιόψυχοι, όπως πάντοτε
μέχρι τώρα κάνατε, απέναντι στους εχθρούς τής πίστης μας. Παραδίδω στα χέρια
σας αυτή την εκλαμπρότατη και περίφημη πόλη και πατρίδα μας και βασιλεύουσα των
πόλεων. Καλά γνωρίζετε, αδελφοί, ότι γιά τέσσερις λόγους όλοι μας οφείλουμε να
προτιμήσουμε τον θάνατο από την ζωή: πρώτα γιά την πίστη και την ευσέβειά μας,
έπειτα γιά την πατρίδα μας, μετά γιά τον βασιλιά μας, τον αντιπρόσωπο τού
Κυρίου, και τέλος γιά χάρη των συγγενών και των φίλων μας. Αν, λοιπόν, αδελφοί,
έχουμε χρέος ν’ αγωνιστούμε μέχρι θανάτου γιά ένα από αυτά τα τέσσερα, πολύ
περισσότερο χρωστούμε να το κάνουμε γιά όλα, γιατί αλλιώς – όπως προφανώς
βλέπετε – θα χάσουμε τα πάντα. Εάν εξαιτίας των δικών μου αμαρτημάτων ο Θεός
παραχωρήσει την νίκη στους ασεβείς, κινδυνεύουμε να χάσουμε την αγία πίστη μας,
την οποία ο Χριστός δώρισε σ’ εμάς με το ίδιο το αίμα του. Αυτό είναι και το
σημαντικότερο απ’ όλα γιατί, εάν κάποιος κερδίσει όλο τον κόσμο και χάσει την
ψυχή του, ποιό είναι το όφελός του; Έπειτα, κινδυνεύουμε να στερηθούμε την
περίφημη πατρίδα και την ελευθερία μας. Μετά, θα χάσουμε την κάποτε επιφανή και
τώρα ταπεινωμένη και χλευασμένη και εξουθενωμένη βασιλεία μας και θα
κυβερνούμαστε από τον ασεβή τύραννο. Τέλος, θα στερηθούμε τα πολυαγαπημένα
παιδιά και τις συζύγους και τους συγγενείς μας.
Εκείνος ο αλιτήριος αμηράς
συμπλήρωσε σήμερα πενήντα εφτά ημέρες πολιορκίας, αφότου ήρθε και μας απέκλεισε
και δεν έπαψε να μας πολιορκεί νύχτα και μέρα, με κάθε μηχάνημα και δυνατότητα.
|
Χριστός Παντοκράτορας Κωνσταντινούπολη Παμμακάριστος 1310. Πηγή: Χατζηδάκη Ν. . Βυζαντινά Ψηφιδωτά, 1994
|
Με την χάρη, όμως, τού παντεπόπτη Κυρίου μας Χριστού, πολλές φορές μέχρι τώρα
διώχτηκε ντροπιασμένος από τα τείχη. Έτσι και τώρα πάλι, αδελφοί μου, μην
δειλιάσετε αν το τείχος σε μερικά σημεία έχει πέσει από τους κρότους και τις
ρίψεις των τηλεβόλων, γιατί – όπως βλέπετε – το διορθώσαμε και πάλι, κατά το
δυνατόν. Εμείς την κάθε ελπίδα μας την έχουμε αναθέσει στην ακαταμάχητη δόξα
τού Θεού. Εκείνοι στ’ άρματα και στους ίππους και στις δυνάμεις και στο πλήθος
τού στρατού, ενώ εμείς στο όνομα τού Θεού και σωτήρα μας έχουμε εμπιστοσύνη, κ’
έπειτα στα χέρια και στην ρώμη μας, την οποία μάς δώρισε η θεϊκή δύναμη.
Γνωρίζω ότι αυτή η αναρίθμητη αγέλη των ασεβών θα έρθει εναντίον μας – καθώς
είναι συνήθειά τους – με βαναυσότητα και έπαρση και πολύ θράσος και βία, ώστε
να μας συνθλίψει εξαιτίας τού μικρού αριθμού μας και να μας περισφίξει εξαιτίας
τής κόπωσής μας και να μας φοβίσει με δυνατές φωνές και αναρίθμητους
αλαλαγμούς. Καλά γνωρίζετε, όμως, αυτές τις φλυαρίες τους και δεν χρειάζεται να
μιλήσω σχετικά.
Σε λίγη ώρα θα τα κάνουν όλα τούτα και θα ρίξουν από πάνω μας
αναρίθμητες πέτρες και πολλά βέλη και βλήματα, σαν την άμμο τής θάλασσας, με τα
οποία, ωστόσο, ελπίζω ότι δεν θα μας βλάψουν γιατί σας βλέπω και πολύ
ευχαριστιέμαι και με τέτοιες ελπίδες τρέφω τον λογισμό μου: αν και είμαστε πολύ
λίγοι, είστε πάντοτε επιδέξιοι και επιτήδειοι και ρωμαλέοι και ισχυροί και
ικανοί γιά μεγάλα έργα και καλά προετοιμασμένοι. Κατά την συμπλοκή και την
σύρραξη σκεπάστε καλά την κεφαλή σας με την ασπίδα. Το δεξί χέρι σας, εκείνο
που κρατά το σπαθί, να χτυπά πάντοτε μακριά. Οι περικεφαλαίες σας και οι
θώρακες και τα σιδερένια ενδύματα – μαζί με τα υπόλοιπα όπλα – είναι πολύ
αποτελεσματικά και θα φανούν πολύ ωφέλιμα κατά τις συμπλοκές. Τέτοια δεν
χρησιμοποιούν οι εχθροί και ούτε έχουν.
Εσείς, επίσης, βρίσκεστε σκεπασμένοι
μέσα από τα τείχη, ενώ εκείνοι έρχονται ασκεπείς και με κόπο. Γι’ αυτό,
συστρατιώτες, ετοιμαστείτε, μείνετε σταθεροί και θαρραλέοι, βέβαιοι γιά την
βοήθεια τού Θεού. Μιμηθείτε τους λίγους ελέφαντες των Καρχηδονίων που κάποτε,
με τις φωνές και την παρουσία τους, έτρεψαν σε φυγή ένα μεγάλο πλήθος ρωμαϊκών
ίππων. Αν, λοιπόν, ένα άλογο ζώο το κατάφερε, πόσο μάλλον εμείς, που είμαστε
κύριοι των ζώων και των αλόγων. Και αυτοί, που έρχονται εναντίον μας γιά ν’
αντιπαραταχθούν σ’ εμάς, είναι σαν άλογα ζώα, και ακόμη χειρότεροι.
Τα δόρατά μας
και τα σπαθιά και τα τόξα και τ’ ακόντιά μας ας στραφούν από εμάς εναντίον
αυτών, οπότε φανταστείτε ότι κυνηγάτε ένα πλήθος αγριόχοιρων, γιά να μάθουν οι
ασεβείς ότι δεν αντιμάχονται άλογα ζώα, όπως είναι οι ίδιοι, αλλά τους κυρίους
και αφέντες τους, τους απογόνους Ελλήνων και Ρωμαίων. Γνωρίζετε καλά ότι
εκείνος ο ασεβής αμηράς και εχθρός τής αγίας πίστης μας διέλυσε χωρίς εύλογη
αιτία την ειρήνη που είχαμε μαζί του και αθέτησε τους πολλούς όρκους του χωρίς
να υπολογίζει τίποτε και ήρθε αιφνιδιαστικά να κατασκευάσει φρούριο πάνω στο
στενό των Ασωμάτων γιά να μπορεί καθημερινά να μας βλάπτει. Ήδη πυρπόλησε τους
αγρούς και τους κήπους και τα περιβόλια και τις κατοικίες μας και θανάτωσε ή
αιχμαλώτισε τους χριστιανούς αδελφούς μας, όσους βρήκε, και διέλυσε την φιλία
του μαζί μας και συμμάχησε με τους κατοίκους τού Γαλατά
και αυτοί χαίρονται
επειδή δεν γνωρίζουν, οι ταλαίπωροι, τον μύθο τού παιδιού τού γεωργού, που
έψηνε τα σαλιγκάρια και είπε «ανόητα ζώα» και τα λοιπά. Ήρθε, λοιπόν, αδελφοί
μου, μας απέκλεισε, και καθημερινά ανοίγει το αχανές στόμα του αναζητώντας τον
κατάλληλο καιρό γιά να καταπιεί εμάς και τούτη την πόλη, την οποία ανήγειρε
εκείνος ο τρισμακάριστος και μέγας βασιλιάς Κωνσταντίνος, αφιερώνοντάς την στην
πάναγνη και υπέραγνη δέσποινά μας, στην Θεοτόκο και αειπάρθενο Μαρία, και της
την χάρισε γιά να είναι κυρία και βοηθός και σκέπη τής πατρίδας μας και
καταφύγιο των χριστιανών, ελπίδα και χαρά όλων των Ελλήνων και καύχημα όλων
όσων βλέπουν την ανατολή τού ήλιου.
Τούτος εδώ, λοιπόν, ο ασεβέστατος, θέλει να
κάνει δική του την κάποτε περιφανή και ανθισμένη σαν ρόδο τού αγρού Πόλη, η
οποία υποδούλωσε – μπορώ να πω – σχεδόν όλη την υφήλιο και υπέταξε κάτω από τα
πόδια της τον Πόντο και την Αρμενία, την Περσία και την Παφλαγονία, τις
Αμαζόνες και την Καππαδοκία, την Γαλατία και την Μηδία, τους Κολχούς και τους
Ίβηρες, τους Βοσποριανούς και τους Αλβανούς, την Συρία, την Κιλικία και την
Μεσοποταμία, την Φοινίκη και την Παλαιστίνη, την Αραβία και την Ιουδαία, τους
Βακτριανούς και τους Σκύθες, την Μακεδονία και την Θεσσαλία, την Ελλάδα, την
Βοιωτία, τους Λοκρούς και τους Αιτωλούς, την Ακαρνανία, την Αχαΐα και την
Πελοπόννησο, την Ήπειρο και το Ιλλυρικό, τους Λυχνίτες τής Αδριατικής, την
Ιταλία, τους Τοσκανούς, τους Κέλτες και τους Κελτογαλάτες, την Ιβηρία μέχρι τα
Γάδειρα, την Λιβύη, την Μαυριτανία και την Μαυρουσία, την Αιθιοπία, τις
Βελέδες, την Σκούδη, την Νουμιδία, την Αφρική και την Αίγυπτο, και αυτός εδώ
θέλει τώρα να την υποδουλώσει και να βάλει στον ζυγό και στην δουλεία την κυρία
των πόλεων και τις αγίες εκκλησίες μας, όπου προσκυνούνταν η αγία Τριάδα και
δοξολογούνταν ο πανάγιος Θεός και όπου οι άγγελοι ακούγονταν να υμνούν τον Θεό
και την ένσαρκη οικονομία τού Θεού, και αυτός θέλει να τις κάνει προσκυνήματα
τής βλασφημίας του και τού ανόητου ψευδοπροφήτη του Μωάμεθ, και οίκημα γιά τ’
άλογα ζώα και τις καμήλες. Βάλτε, λοιπόν, αδελφοί και συστρατιώτες μου, αυτά
στο μυαλό σας γιά να μείνει αιώνια η ανάμνησή μας και η μνήμη και η φήμη και η
ελευθερία μας».
Έπειτα στράφηκε προς τους Ενετούς, που έστεκαν
στα δεξιά του, και τους είπε: «ευγενείς Ενετοί, στο όνομα τού Χριστού, τού Θεού
μας, αγαπημένοι αδελφοί, άνδρες ισχυροί, στρατιώτες δυνατοί και δοκιμασμένοι
στον πόλεμο, που με τα στιλβωμένα σπαθιά και με την χάρη σας πολλές φορές
θανατώσατε το πλήθος των Αγαρηνών, ενώ το αίμα τους έτρεξε σαν ποτάμι από τα
χέρια σας, σήμερα σάς παρακαλώ να γίνεται ολόψυχα και μέσα από την ψυχή σας οι
υπερασπιστές αυτής τής πόλης, η οποία βρίσκεται σε τέτοια πολεμική συμφορά.
Καλά γνωρίζετε ότι παντοτινά την είχατε και δεύτερη πατρίδα και μητέρα, γι’
αυτό, γιά δεύτερη φορά, αυτή την ώρα, σάς λέω και σάς παρακαλώ να ενεργήσετε ως
φιλόπιστοι και ομόπιστοι και αδελφοί».
|
Ciovani Giustiniani Longo |
Μετά στράφηκε στ’ αριστερά του
και είπε στους Λιγούριους: «Λιγούριοι, εντιμότατοι αδελφοί, άνδρες πολεμιστές
και μεγαλόκαρδοι και φημισμένοι, καλά γνωρίζετε ότι αυτή η δυστυχισμένη πόλη
πάντοτε ήταν όχι μόνον δική μου, αλλά και δική σας, γιά πολλούς λόγους. Εσείς
πολλές φορές την βοηθήσατε με προθυμία και την λυτρώσατε – με την συνδρομή σας
– από τους Αγαρηνούς, τους εχθρούς της. Τώρα, πάλι, ο καιρός είναι κατάλληλος
γιά να δείξετε την χριστιανική αγάπη και την ανδρεία και την γενναιότητά σας
βοηθώντας την».
Έπειτα, απευθυνόμενους σε όλους,
είπε: «δεν έχω χρόνο γιά να σας πω περισσότερα. Αφήνω, μόνον, το ταπεινωμένο
σκήπτρο μου στα χέρια σας, γιά να το φυλάξετε με καλή διάθεση. Σας παρακαλώ και
γιά κάτι άλλο, και προσεύχομαι στην αγάπη σας, ώστε να δείξετε την πρέπουσα
τιμή και υποταγή στους στρατηγούς και στους δημάρχους και στους εκατοντάρχους
σας, καθένας κατά την τάξη του και το τάγμα του και την υπηρεσία του. Και να
γνωρίζετε και τούτο: εάν με την καρδιά σας τηρήσετε όσα σάς πρόσταξα, ελπίζω
στον Θεό ότι θα λυτρωθούμε από την παρούσα δίκαιη απειλή του. Στην συνέχεια,
απομένει γιά εμάς και ο ουράνιος αδαμάντινος στέφανος, καθώς και η εγκόσμια
αιώνια και άξια ανάμνηση».
Αυτά είπε και τελείωσε την ομιλία
του και ευχαρίστησε τον Θεό με δάκρυα και στεναγμούς, ενώ οι πάντες – σαν να
ήταν ένα στόμα – αποκρίνονταν με κλάματα και έλεγαν: «θα πεθάνουμε γιά την
πίστη τού Χριστού και γιά την πατρίδα μας». Όταν τους άκουσε ο βασιλιάς, τους
ευχαρίστησε πολύ και τους έταξε πολλά δώρα και – στην συνέχεια – ξαναείπε:
«λοιπόν, αδελφοί και συστρατιώτες, το πρωί να είστε έτοιμοι. Με την χάρη και
την αρετή, που ο Θεός μάς δώρισε, και με την συνεργασία τής αγίας Τριάδας, στην
οποία έχουμε αποθέσει όλη την ελπίδα μας, θα κάνουμε τους εχθρούς να φύγουν από
εδώ κακήν κακώς και ντροπιασμένοι».
Δείτε και ακούστε:
Ο τελευταίος λόγος του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου πριν από την Άλωση
Γεώργιος Φραντζής
Ο Γεώργιος Φραντζής ή Σφραντζής (1401 – 1477) είναι ο σημαντικότερος από τους μέχρι σήμερα γνωστούς ιστορικούς τής άλωσης τής Κωνσταντινούπολης, τής οποίας υπήρξε αυτόπτης μάρτυρας, όντας Μεγάλος Λογοθέτης τής Αυτοκρατορικής Αυλής τού Κωνσταντίνου ΙΑ΄ Παλαιολόγου, με τον οποίον διατηρούσε άριστες σχέσεις εμπιστοσύνης, φιλίας και συνεργασίας.
Η διήγησή του, η αναφερόμενη στην θρυλική άλωση, εμπεριέχεται στο περίφημο έργο του «Χρονικόν», το οποίο συνέγραψε στην Κέρκυρα, όπου – ως μοναχός τής Ιεράς Μονής Ταρχανειωτών – πέρασε τα τελευταία έτη τής ζωής του.
|
Φώτης Κόντογλου, «Κωνσταντίνος ο Παλαιολόγος, Γεώργιος Φραντζής»
(τοιχογραφία στο
δημαρχείο Αθηνών, 1937-1939)
Από την τοιχογραφία του Κόντογλου στην οποία παρελαύνουν αγωνιστές,
στρατηγοί, ηγεμόνες, βασιλείς, φιλόσοφοι, καλλιτέχνες, άγιοι. Μυθολογικοί
ήρωες, όπως ο Θησέας, ιστορικά πρόσωπα της αρχαιότητας, όπως ο Φίλιππος και ο
Μέγας Αλέξανδρος, βυζαντινοί αυτοκράτορες και πολέμαρχοι σαν τον Κωνσταντίνο
Παλαιολόγο, όλοι τους δοσμένοι με βυζαντινή τεχνοτροπία. Το πιο σημαντικό που
κάνει σε αυτή την τοιχογραφία ο καλλιτέχνης είναι ότι αναπαριστά τις κυριότερες
μορφές του ελληνισμού σαν να είναι άγιοι της Εκκλησίας |
“Η Πολιορκία και άλωσις της Κωνσταντινουπόλεως”
–
Χρονικό του Γεωργίου Φραντζή
Μετάφραση: Θεόδωρος Ρηγόπουλος Εκ του
τυπογραφείου της Αρκαδίας Έτος έκδοσης: 1859