Μ. Καραγάτσης
Ο Μ. Καραγάτσης (23 Ιουνίου 1908 − 14
Σεπτεμβρίου 1960) ήταν Έλληνας πεζογράφος, ένας από τους
σημαντικότερους συγγραφείς της «Γενιάς του '30». Το πραγματικό του
όνομα ήταν Δημήτριος Ροδόπουλος
Βίος
Γεννήθηκε στην Αθήνα, σε ένα γωνιακό σπίτι των οδών Ακαδημίας και Θεμιστοκλέους στις 23 Ιουνίου του 1908. Ο πατέρας του, Γεώργιος Ροδόπουλος, ήταν δικηγόρος και πολιτικός, με καταγωγή από την Πάτρα, αλλά εγκατεστημένος στη Λάρισα. Η μητέρα του, Ανθή Μουλούλη καταγόταν από τον Τύρναβο. Ο συγγραφέας ήταν το πέμπτο και τελευταίο παιδί της οικογένειας, με μεγάλη διαφορά ηλικίας από τα αδέλφια του Ροδόπη, Νίκο, Τάκη και Φωφώ. Το ψευδώνυμο Καραγάτσης προήλθε από το δέντρο φτελιά ή καραγάτσι στο εξοχικό της οικογένειάς του στη Ραψάνη της Θεσσαλίας, όπου περνούσε τα περισσότερα εφηβικά καλοκαίρια του. Εκεί συνήθιζε να διαβάζει καθισμένος κάτω από ένα καραγάτσι που βρισκόταν στον περίβολο της εκκλησίας του χωριού.
Η οικογένεια
Ροδόπουλου σε καλοκαιρινές διακοπές στη Ραψάνη.
Πέρασε την παιδική του ηλικία σε διάφορες πόλεις εξ αιτίας των μετακινήσεων
της οικογένειάς του. Ο πατέρας του ως διευθυντής τράπεζας δούλεψε στα Τρίκαλα,
Πύργο, Αίγιο, Λάρισα, Θεσσαλονίκη, Κρήτη. Το Δημοτικό το παρακολούθησε στο
Αρσάκειο της Λάρισας, ενώ τα γυμνασιακά του χρόνια — από το 1922 έως το 1924 —
τα περνά στη Θεσσαλονίκη, όπου τον έστειλε ο πατέρας του ως τιμωρία, επειδή
είχε πλαστογραφήσει την υπογραφή του σε σχολικό έλεγχο. Τα καλοκαίρια της
παιδικής του ηλικίας τα περνάει στη Θεσσαλία, ειδικότερα στο χωριό Ραψάνη. Μετά
την ολοκλήρωση της βασικής εκπαίδευσης γράφτηκε στη Νομική Σχολή του
Πανεπιστημίου της Γκρενόμπλ, στη Γαλλία με σκοπό να σπουδάσει
εμπορικά. Για οικονομικούς λόγους επέστρεψε στην Αθήνα, το 1925 και
γράφτηκε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, απ' όπου
αποφοίτησε το 1930 χωρίς όμως να δικηγορήσει ποτέ. Στο
Πανεπιστήμιο είχε συμφοιτητές και άλλους λογοτέχνες, όπως τους Οδ.
Ελύτη, Αγγ. Τερζάκη, Γ. Θεοτοκά.Το «Μ.» του ψευδωνύμου του προήλθε πιθανότατα από το ρώσικο όνομα
«Μίτια» (ρωσική εκδοχή του Δημήτρης), με το οποίο τον αποκαλούσαν φίλοι και
συμφοιτητές του, λόγω της μεγάλης του αγάπης για τον Φιοντόρ
Ντοστογιέφσκι και ιδιαίτερα για το έργο Αδερφοί Καραμάζοφ.
Το γεγονός ότι υπέγραφε τα έργα του ως «Μ. Καραγάτσης» προκάλεσε σύγχυση σε
αρκετούς φιλολόγους, που συχνά ερμήνευαν το «Μ» ως Μιχάλης, λόγω των ηρώων του,
Μιχάλη Καραμάνου (στον Γιούγκερμαν) και Μιχάλη Ρούση
(στον Μεγάλο ύπνο), που θεωρούνται περσόνες του συγγραφέα. Όμως το
μυστήριο του γράμματος «Μ» δεν θα μπορέσει ποτέ να εξαλειφθεί, διότι ο
Καραγάτσης δεν δήλωσε ρητά δημόσια ποια η σημασία του.
Στην εφηβική του ηλικία έγραφε ποιήματα, σύντομα όμως εγκατέλειψε την
ενασχόληση με την ποίηση και στράφηκε στην πεζογραφία. Ως
πεζογράφος πρωτοεμφανίστηκε το 1927 με το διήγημα «Η κυρία
Νίτσα», το οποίο υποβλήθηκε στο διαγωνισμό της Νέας Εστίας και
πήρε τον 3ο έπαινο. Ήταν αυτοβιογραφικό διήγημα εμπνευσμένο από τον παιδικό του
έρωτα για μια εικοσάχρονη δασκάλα του στο δημοτικό σχολείο στη Λάρισα. Το πρώτο
του μυθιστόρημα ήταν Ο Συνταγματάρχης Λιάπκιν, το 1933.
Μετά το πτυχίο Πολιτικών και Οικονομικών που παίρνει από το Πανεπιστήμιο,
πιάνει δουλειά σαν υπάλληλος στην ασφαλιστική εταιρεία του αδερφού του Νίκου,
στον Πειραιά. Το 1935 θα παντρευτεί τη ζωγράφο Νίκη
Καρυστινάκη (μετέπειτα γνωστή ως Νίκη Καραγάτση, 1914–1986). Το 1936 δημοσιεύεται
το μυθιστόρημα του Η χίμαιρα και στη κόρη που γεννιέται τον
Οκτώβριο του 1936 δίνει το όνομα της ηρωίδας του βιβλίου, Μαρίνα.
O Μ. Καραγάτσης με την κόρη του Μαρίνα -Από το αρχείο της Μαρίνας Καραγάτση
Το 1937 πεθαίνει η μεγαλύτερη αδερφή του, η Ροδόπη Τζουλιάδου,
η οποία υπέφερε απο ψυχασθένεια από τη νεανική της ηλικία, και το 1939 πεθαίνει
ο πατέρας του. Την περίοδο της γερμανικής κατοχής την περνάει ήσυχα στο σπίτι
του, που γίνεται κέντρο συνάντησης των λογοτεχνών της εποχής του, ενώ παράλληλα
δημοσιεύονται αρκετά διηγήματά του και νουβέλες. Από το 1946
ανέλαβε τη θεατρική στήλη της εφημερίδας Βραδυνή ενώ τον ίδιο
χρόνο ανεβαίνει και στο θέατρο το θεατρικό του έργο Μπαρ Ελδοράδο που
δεν σημείωσε όμως επιτυχία. Ο Καραγάτσης τότε εμφανίζεται και στον
κινηματογράφο, υπογράφοντας το σενάριο και τη σκηνοθεσία της ταινίας Καταδρομή.
Το 1946 πεθαίνει και η μητέρα του, στην οποία αφιερώνει το
μυθιστόρημά του Ο μεγάλος ύπνος που κυκλοφορεί την ίδια
χρονιά. Το 1949 στέλνεται ως πολεμικός ανταποκριτής της
εφημερίδας Βραδυνή στα βουνά του Γράμμου και του Βίτσι,
στα οποία ο εμφύλιος πόλεμος βάδιζε προς το τέλος του. Τον
ίδιο χρόνο ταξιδεύει στην Αγγλία, τη Γαλλία, την Τουρκία και την Αίγυπτο.
Το 1952 άρχισε να εργάζεται στη διαφημιστική εταιρεία ΑΔΕΛ, ενώ παράλληλα
γράφει εκλαϊκευμένα την Ιστορία των Ελλήνων και το 1953
ταξιδεύει στην Ανατολική Αφρική. Το 1956 και το 1958 ήταν υποψήφιος βουλευτής
με το δεξιό κόμμα των Προοδευτικών του Σπ. Μαρκεζίνη.
Δεν είχε κάνει καμία προεκλογική προετοιμασία και όπως ήταν φυσικό, απέτυχε και
τις δύο φορές. Όταν κάποιος τον ρώτησε γιατί είχε θέσει υποψηφιότητα, απάντησε
ότι το έκανε για να πάρει ψήφους από τον αδερφό του Κωνσταντίνο
Ροδόπουλο, υποψήφιο με την ΕΡΕ. Το 1958 το
μοιραίο έτος της ζωής του συνυπογράφει Το Μυθιστόρημα των Τεσσάρων μαζί
με τους Άγγελο Τερζάκη, Ηλία Βενέζη και Στρατή
Μυριβήλη, το οποίο πρωτοδημοσιεύεται στην εφημερίδα Ακρόπολη.
Στις 8 Νοεμβρίου του ίδιου έτους παθαίνει καρδιακή προσβολή. Η ασθένεια τον
οδήγησε στη σταδιακή αποξένωσή του από τους φιλικούς κύκλους, αλλά όχι και στη
διακοπή της δουλειάς του. Στις 13 Δεκέμβρη του 1960 ξεκινάει
να γράφει το Δέκα (10) το οποίο δούλευε όλο το έτος μέχρι τα
χαράματα της 14ης Σεπτεμβρίου που πεθαίνει ύστερα από πολύωρη κρίση
ταχυκαρδίας.
Κηδεύεται στις 15 Σεπτεμβρίου, στο πρώτο νεκροταφείο Αθηνών.
Στον τάφο του χαράζεται το επίγραμμα από το έργο του Το μεγάλο συναξάρι:
«Οι μοναδικές ομορφιές είναι προνόμιο του θανάτου».
Έργο
Δημιουργός «μεγάλης πνοής» ο Μ. Καραγάτσης από την αρχή της συγγραφικής του
δραστηριότητας εμφανίστηκε με αρετές τεχνίτη. Διακρίνεται η ικανότητά του να
δημιουργεί πρωτότυπους αφηγηματικούς χαρακτήρες και πλοκές που κρατούν αμείωτο
το ενδιαφέρον του αναγνώστη.
Τα πρώτα έργα του Καραγάτση, από το 1925 ως το 1933, ήταν διηγήματα. Από αυτά, όσα γράφτηκαν πριν από το 1927, δεν τα εξέδωσε ο ίδιος. Το 1933, με το μυθιστόρημα Συνταγματάρχης Λιάπκιν, εγκαινιάστηκε η ώριμη περίοδος της πεζογραφίας του. Τα τρία πρώτα μυθιστορήματά του, Συνταγματάρχης Λιάπκιν, Χίμαιρα, Γιούγκερμαν, αποτελούν μια τριλογία με τίτλο Εγκλιματισμός κάτω από τον Φοίβο. Κοινό τους θέμα είναι η αποτυχημένη προσπάθεια τριών ξένων που βρέθηκαν στην Ελλάδα να προσαρμοστούν: ο συνταγματάρχης Λιάπκιν ήταν υπαρκτό πρόσωπο, ο Ρώσος στρατιωτικός Βασίλι Βασίλιεβιτς Νταβίντωφ, ο οποίος μετά τη Ρωσική Επανάσταση βρέθηκε στη Λάρισα, όπου εργαζόταν στη Γεωργική Σχολή.
Παλιά αεροφωτογραφία με μια γενική άποψη της
Σχολής |
Ο κεντρικός ήρωας του Γιούγκερμαν ήταν επίσης Ρώσος στρατιωτικός, ο
οποίος εξελίχθηκε σε μεγάλο οικονομικό παράγοντα της Αθήνας. Η ηρωίδα της
Χίμαιρας, Μαρίνα, ήταν Γαλλίδα, παντρεμένη με Έλληνα ναυτικό, που ζούσε στη
Σύρο. Και οι τρεις ήρωες απέτυχαν να «εγκλιματιστούν» και τελικά οδηγήθηκαν
στην καταστροφή.
Επόμενος σημαντικός σταθμός στην πεζογραφία του ήταν το Χαμένο νησί,
έργο που ξεχωρίζει από την υπόλοιπη πεζογραφία του εξ αιτίας της απόστασής του
από το ρεαλισμό και τη σύγχρονη πραγματικότητα. (Ο ίδιος το χαρακτήρισε
«φανταστική νουβέλα»). Κεντρικός ήρωας του έργου είναι ο Γερόλυμος Αβαράτος,
δεύτερος πλοίαρχος και μοναδικός επιζών από το πλήρωμα ενός πλοίου που ναυάγησε
στην Τήλο. Ο ήρωας αναγκάστηκε να μείνει στο νησί για καιρό
εξαιτίας άσχημων καιρικών συνθηκών. Σταδιακά οι κάτοικοι του νησιού παρατήρησαν
περίεργα κλιματικά φαινόμενα, διαπίστωσαν ότι οι πυξίδες έδιναν λανθασμένες
συντεταγμένες και τέλος αποκαλύφθηκε ότι το νησί είχε αποκοπεί από την
υφαλοκρηπίδα και έπειτα από ταξίδι στη θάλασσα σταθεροποιήθηκε στον Ειρηνικό
Ωκεανό με το όνομα Ταϊλί.
Στη συνέχεια ο συγγραφέας επιχείρησε να γράψει μια ευρεία, ιστορικού
περιεχομένου σύνθεση, με γενικό τίτλο Ο κόσμος που πεθαίνει. Η
σειρά θα περιελάμβανε 10 βιβλία που θα αναφέρονταν στην ιστορία μιας
οικογένειας από το 1821 ως τη σύγχρονη εποχή. Από αυτά έγραψε τελικά μόνο
τρία: Ο κοτζάμπασης του Καστρόπυργου, Αίμα χαμένο και
κερδισμένο, Τα στερνά του Μίχαλου. Ο ήρωας του Κοτζάμπαση
του Καστρόπυργου, Μίχαλος Ρούσης, ήταν Έλληνας προεστός που αιχμαλωτίστηκε
από τους Τούρκους και αλλαξοπίστησε, για να σώσει τη ζωή του. Η ιστορία
βασίζεται σε πραγματικά γεγονότα από τη ζωή ενός προγόνου του, του Μήτρου
Ροδηθάνα ή Ροδόπουλου.
Παρ' όλο που ο συγγραφέας δεν ολοκλήρωσε αυτή τη σύνθεση, συνέχισε να
ενδιαφέρεται για ιστορικά θέματα και να εμπνέεται από αυτά: Αποπειράθηκε να
γράψει ένα τρίτομο ιστορικό έργο, την Ιστορία των Ελλήνων, από το
οποίο έγραψε τελικά μόνο τον πρώτο τόμο για την αρχαία Ελλάδα και έγραψε τη
μυθιστορηματική βιογραφία Βασίλης Λάσκος, για τον πλοίαρχο του
υποβρυχίου «Κατσώνης». Το τελευταίο έργο του σχετικό με την ιστορία έχει
τελείως διαφορετικό χαρακτήρα: το Σέργιος και Βάκχος, με
πρωταγωνιστές τους Αγίους Σέργιο και Βάκχο, είναι σατιρική και καυστική κριτική
και απομυθοποίηση της Ιστορίας. Για αυτό το έργο έγραψε εκτενές κείμενο ο Ανδρέας
Εμπειρίκος, το οποίο δημοσιεύθηκε μετά τον θάνατό τους και αποτελεί
τεκμήριο της φιλίας τους και του θαυμασμού του Εμπειρίκου για τον Καραγάτση.
Ο Εμπειρίκος, η Νίκη Καραγάτση και ο Μ. Καραγάτσης -Από το αρχείο της Μαρίνας Καραγάτση
Προς το τέλος της ζωής του σχεδίαζε άλλη μια ενότητα τεσσάρων έργων, από την
οποία πρόλαβε να ξεκινήσει μόνο Το 10. Το έργο διαδραματίζεται σε
μια λαϊκή πολυκατοικία του Πειραιά. Μάλιστα ο συγγραφέας επισκεπτόταν κάθε πρωί
το λιμάνι και παρατηρούσε την κίνηση και τη ζωή εκεί για να αντλήσει υλικό. Το
ημιτελές μυθιστόρημά του εκδόθηκε μετά το θάνατό του.
Ο χαρακτηρισμός που απέδωσαν οι περισσότεροι κριτικοί της λογοτεχνίας στον
Καραγάτση ήταν «γεννημένος πεζογράφος». Όλοι αναγνώριζαν την αφηγηματική του
ευχέρεια και τη δημιουργική φαντασία του. Ειδικά η φαντασία του είναι αυτό που
τον ξεχωρίζει από τους περισσότερους πεζογράφους και όχι μόνο αυτούς της γενιάς
του ‘30. Πολλοί τον κατηγόρησαν ως προχειρογράφο, που δεν ενδιαφερόταν για
την επιμέλεια της μορφής των έργων του. Η αλήθεια είναι ότι τα χειρόγραφά του
δείχνουν ότι σπάνια έκανε αλλαγές στα έργα του, αλλά αυτό αποδεικνύει ακριβώς
την αφηγηματική ευχέρεια που έλειπε από πολλούς συγγραφείς της γενιάς του.
Εργογραφία
Μυθιστορήματα
·
1938:
«Γιούγκερμαν» – μυθιστόρημα. Πρώτη δημοσίευση στο περιοδικό «Νέα Εστία» σε
συνέχειες από τον Ιούλιο ως και τα Χριστούγεννα του 1938. Πρώτη έκδοση από τις
εκδόσεις του περιοδικού τον ίδιο χρόνο.
·
«Ο Γιούγκερμαν και τα στερνά του»*, 1941 -
·
«Η Μεγάλη Χίμαιρα»*, 1953 -
·
«Ο συνταγματάρχης Λιάπκιν»*, 1955 -
·
«Ο κοτζάμπασης του Καστρόπυργου» -
·
«Ο μεγάλος ύπνος» -
·
«Ένας χαμένος κόσμος» -
·
«Αίμα χαμένο και κερδισμένο» -
·
«Άμρι α Μούγκου, στο χέρι του Θεού» -
·
«Τα στερνά του Μίχαλου» -
·
«Ο θάνατος κι ο Θόδωρος» -
·
«Ο κίτρινος φάκελος» -
·
«Το Μυθιστόρημα των Τεσσάρων», μαζί με τους Ηλ.Βενέζη, Αγγ.
Τερζάκη, Στ. Μυριβήλη -
·
«Σέργιος και Βάκχος» -
·
«Η θαυμαστή ιστορία των αγίων Σέργιου και Βάκχου» (επιτομή του
μυθιστορήματος Σέργιος και Βάκχος) -
·
«Το 10» (ημιτελές)
-
Νουβέλες
·
«Ο συνταγματάρχης Λιάπκιν»*, 1933
·
«Χίμαιρα»*, 1936
-
·
«Λειτουργία σε λα ύφεσις» -
·
«To χαμένο νησί» -
· Λιάπκιν, Χίμαιρα και Γιούγκερμαν αποτελούν, με θέληση του συγγραφέα, την τριλογία «Εγκλιματισμός κάτω από το Φοίβο».
Δείτε επίσης
και ένα βίντεο για τη ζωή του Μ. Καραγάτση
Από τη
wikipedia.org, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Δείτε και την ιστοσελίδα karagatsis.webnode.gr που βρήκαμε το βίντεο και φωτογραφία της Γεωργικής Σχολής Λάρισας.
Άλλες φωτογραφίες στο rapsani.gr.
Διαβάστε στο bovary.gr "Η εξομολόγηση του Μ. Καραγάτση στην κόρη του Μαρίνα"
Προτομή του Μ. Καραγάτση στο προαύλιο της εκκλησίας του Αγίου Αθανασίου στη Ραψάνη,, έργο του Κώστα Νταή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου