Πέμπτη 31 Δεκεμβρίου 2020

Το Μοιρασμένο Φλουρί

Πρωτοχρονιάτικο διήγημα αναμνήσεων του Παύλου Νιρβάνα

Το Μοιρασμένο Φλουρί

Το πρώτο φλουρί της βασιλόπιτας που μου ’πεσε -ένα αληθινό φλουρί, γιατί ο πατέρας μου τον καιρό εκείνο, πριν φτωχύνει ακόμη, όπως φτώχυνε - στα υστερνά του, συνήθιζε να βάζει στη βασιλόπιτα του σπιτιού μας μια χρυσή εγγλέζικη λίρα- βγήκε μοιρασμένο.
Πώς έρχονται τα πράματα καμιά φορά!
Ο πατέρας μου, όρθιος μπροστά στο αγιοβασιλιάτικο τραπέζι, έκοβε την πίτα, ονοματίζοντας κάθε κομμάτι ξεχωριστά, πριν κατεβάσει το μεγάλο μαχαίρι του ψωμιού. Αφού έκοψε το κομμάτι του σπιτιού, των αγίων, το δικό του και της μητέρας μου, πριν αρχίσει τα κομμάτια των παιδιών, σταμάτησε, σα να θυμήθηκε κάτι.
«Ξεχάσαμε», είπε, «το κομμάτι του φτωχού. Αυτό έπρεπε να ’ρθει ύστερ’ από τους αγίους. Ας είναι όμως. Θα το κόψω τώρα και ύστερα θ’ αρχίσω τα παιδιά. Πρώτα ο φτωχός».
Κατέβασε το μαχαίρι.
«Του φτωχού...» ονομάτισε.
Έπειτα ερχότανε το δικό μου κομμάτι, που ήμουν ο μεγαλύτερος από τα παιδιά.


Καθώς τραβούσε όμως το κομμάτι του φτωχού, για να κόψει το δικό μου, το χρυσό φλουρί κύλησε απάνω στο τραπεζομάντιλο. Το κόψιμο της πίτας σταμάτησε. Κοιτάζαμε ο ένας τον άλλον, κι ο πατέρας όλους μας.

«Ποιανού είναι τώρα το φλουρί;» είπε η μητέρα μου. «Του ζητιάνου ή του Πέτρου; Εγώ λέω πως είναι του Πέτρου».
Η καημένη η μητέρα. Το είχε καημό να μου πέσει εμένα το φλουρί, γιατί ήμουν άτυχο παιδί. Ποτέ μου δεν είχα κερδίσει τίποτε.
«Ούτε του ζητιάνου είναι», είπε ο πατέρας μου, «ούτε του Πέτρου. Το σωστό σωστό. Το φλουρί μοιράστηκε. Ήτανε ανάμεσα στα δυο κομμάτια. Καθώς τα χώρισε το μαχαίρι, έπεσε κάτω. Το μισό είναι του ζητιάνου, το μισό του Πέτρου».
«Και τι θα γίνει τώρα;» ρώτησε στενοχωρημένη η μητέρα μου.
«Τι θα γίνει;...» συλλογιζόμαστε κι εμείς.
«Μην πονοκεφαλάτε...» είπε ο πατέρας.
Άνοιξε το πορτοφολάκι του, έβγαλε από μέσα δύο μισές χρυσές λίρες -το χρυσάφι τότε δεν είχε κρυφτεί ακόμα-και τις ακούμπησε στο τραπέζι:
«Να τι θα γίνει. Αυτή φυλάχτε τη να τη δώσετε στον πρώτο ζητιάνο που θα χτυπήσει την πόρτα μας. Είναι η τύχη του. Η άλλη μισή είναι του Πέτρου».
Και μου την έδωκε.
«Καλορίζικη! Και του χρόνου, παιδί μου. Είσαι ευχαριστημένος;»
Ήμουν και με το παραπάνω. Η ιδέα, μάλιστα, πως είχα συντροφέψει με το ζητιάνο με διασκέδαζε πολύ.
«Θα του τη δώσω εγώ, με το χέρι μου...» είπα.
Γελούσαμε όλοι με την παράξενη τύχη μου. Τα άλλα παιδιά με πειράζανε: «ο σύντροφος του ζητιάνου». Μονάχα ο πατέρας μου δε γελούσε. Εκείνος με τράβηξε κοντά του, με φίλησε και μου είπε:
«Μπράβο σου. Είσαι καλό παιδί».

Το άλλο πρωί, μόλις ξυπνήσαμε, χτύπησε η πόρτα. Κάτι μου ’λεγε πως ήταν ο ζητιάνος, που έφτανε βιαστικός να πάρει το μερίδιό του. Έτρεξα στην πόρτα, με τη μισή λίρα. Ήταν ένας γέρος ζητιάνος με κάτασπρη γενειάδα, γειρτός από τα χρόνια. Και μουρμούριζε ευχές τρέμοντας από το κρύο.
«Πάρε, παππού...» του είπα.
Ο γέρος που δεν έβλεπε καλά και που του είχε γυαλίσει φαίvεται, παράξενα από μακριά το χρυσό νόμισμα, το 'φερε κοντά στα μάτια του, για να το κοιτάξει καλύτερα. Δεν μπορούσε να πιστέψει πως κρατούσε χρυσάφι στα χέρια του τον καιρό εκείνο, που όλοι δίνανε στους ζητιάνους δίλεφτα και μονόλεφτα.
«Τι είν’ αυτό, παιδάκι μου;» με ρώτησε. «Δυάρα γυαλισμένη;»
«Μισή λίρα είναι, παππού...» του είπα. «Πάρ’ τηνε. Δικιά σου είναι».
Ο καημένος ο ζητιάνος δεν ήθελε να το πιστέψει:
«Μήπως έκανες λάθος, παιδάκι μου; Για ρώτησε τους γονιούς σου. Δεν έχω όρεξη να με παίρνουνε στις αστυνομίες για κλέφτη, μέρα που είναι».

Του εξήγησα με τι τρόπο είχαμε μοιρασθεί το φλουρί της βασιλόπιτας. Ο γέρος έτρεμε τώρα περισσότερο. Μα έτρεμε από τη χαρά του. Σήκωσε ψηλά τ’ αρρωστημένα του μάτια και είπε:
«Ο Θεός είναι μεγάλος. Να ζήσεις, παιδάκι μου, να σε χαίρονται οι γονείς σου. Και ο Θεός να σ’ αξιώσει να ’χεις πάντα όλα τα καλά, να τα μοιράζεις με τους φτωχούς και τους αδικημένους. Την ευχή μου να ’χεις».
Μου ’δώσε την ευχή του, σήκωσε πάλι ψηλά, κατά τον ουρανό, τα αρρωστημένα του μάτια και κατέβηκε, με το ραβδί του, τη σκάλα.
Έτσι τέλειωσε η ιστορία του φλουριού της βασιλόπιτας εκείνη τη χρονιά. Από τότε πέρασαν πολλά χρόνια. Μα από τότε, όσες φορές δίνω μια βοήθεια σ’ έναν φτωχό, συλλογίζομαι: Τάχα εγώ μοιράζω τα λεφτά μου με το φτωχό ή ο φτωχός μοιράζεται τα λεφτά του μ ’ εμένα; Αυτό δεν μπορούσα να καταλάβω ούτε τότε, που μοίρασα με τον παλιό ζητιάνο το φλουρί της βασιλόπιτας.


Πηγή: sansimera.gr 

Πρωτοχρονιάτικο διήγημα αναμνήσεων του συγγραφέα, ακαδημαϊκού και στρατιωτικού γιατρού Παύλου Νιρβάνα (φιλολογικό ψευδώνυμο του Πέτρου Αποστολίδη, 1866-1937).

ΠΑΥΛΟΣ ΝΙΡΒΑΝΑΣ - ΤΟ ΜΟΙΡΑΣΜΕΝΟ ΦΛΟΥΡΙ

Ακούστε ένα συγκινητικό σύντομο διήγημα του Παύλου Νιρβάνα (Πέτρου Αποστολίδη) με πρωταγωνιστή τον ίδιο τον συγγραφέα την ώρα της κοπής της πρωτοχρονιάτικης βασιλόπιτας, που μας μεταφέρει νοσταλγικά σε μια άλλη εποχή, με ήθη και έθιμα ανθρώπινα και με αγάπη για τον πλησίον. 

Το ουράνιο χριστουγεννιάτικο δέντρο

Διήγημα του Φιοντόρ Νοστογιέφσκι

Ο Χριστός έχει πάντα ένα χριστουγεννιάτικο δέντρο κάθε τέτοια μέρα, για τα μικρά παιδιά που δεν έχουν δικό τους…

«Το ουράνιο χριστουγεννιάτικο δέντρο»

Είμαι συγγραφέας και υποθέτω πως αυτή την ιστορία την έχω επινοήσει. Γράφω «υποθέτω», μολονότι δεν υπάρχει αμφιβολία πως την έχω επινοήσει, κι όμως θέλω να πιστεύω ότι πρέπει να έχει συμβεί κάπου, κάποτε· ότι πρέπει να έχει συμβεί μια παραμονή Χριστουγέννων, σε κάποια μεγάλη πόλη, μέσα στο κρύο και την παγωνιά.

Βλέπω μπροστά μου ένα αγόρι, ένα μικρό αγοράκι, έξι χρονών ή και μικρότερο. Αυτό το αγόρι ξύπνησε εκείνο το πρωί σ’ ένα παγωμένο, υγρό υπόγειο. Φορούσε ένα ρούχο σαν κοντή νυχτικιά και έτρεμε από το κρύο. Η αναπνοή του έβγαινε από το στόμα του σαν σύννεφο άσπρου ατμού· καθισμένο σ’ ένα κασόνι στη γωνιά, περνούσε την ώρα του χαζεύοντας τον αχνό, που ανέβαινε προς το ταβάνι και σιγά σιγά διαλυόταν. Όμως πεινούσε φοβερά. Εκείνο το πρωινό έφτασε πολλές φορές ως το σανιδένιο κρεβάτι, όπου κειτόταν η άρρωστη μάνα του πάνω σ’ ένα στρώμα λεπτό σαν τηγανίτα, μ’ ένα μάτσο άχυρα για προσκεφάλι. Πώς είχε βρεθεί εκεί; Πρέπει να είχε έρθει με το παιδί της από κάποια άλλη πόλη και ξαφνικά ν’ αρρώστησε. Πριν από δυο μέρες, είχαν οδηγήσει στο τμήμα τη σπιτονοικοκυρά που είχε μοιράσει το υπόγειο στα τέσσερα και νοίκιαζε τις γωνίες πλησίαζαν οι γιορτές και οι νοικάρηδες είχαν πάρει τους δρόμους· ο μόνος που είχε ξεμείνει, είχε προλάβει να γίνει σκνίπα πριν έρθουν τα Χριστούγεννα εδώ και είκοσι τέσσερις ώρες ήταν αναίσθητος από το μεθύσι. Σε μιαν άλλη γωνιά, μια άθλια γριά, γύρω στα ογδόντα, που κάποτε ήτανε νταντά ενός παιδιού αλλά τώρα την είχαν παρατήσει να πεθάνει αβοήθητη, αναστέναζε και βογκούσε από τους ρευματισμούς, βρίζοντας και αποπαίρνοντας το παιδί, κάνοντάς το να φοβάται να την πλησιάσει. Το παιδί είχε ανακουφίσει τη δίψα του με λίγο νερό που είχε ξεμείνει σε μια κανάτα· όσο κι αν έψαξε, όμως, δεν κατάφερε να βρει ούτε ένα ξεροκόμματο και πολλές φορές έφτασε ως το κρεβάτι της μητέρας του, με σκοπό να την ξυπνήσει. Στο τέλος, άρχισε να φοβάται μέσα στο σκοτάδι· είχε βραδιάσει από ώρα, αλλά ούτε ένα φως δεν είχε ανάψει. Άγγιξε το πρόσωπο της μητέρας του και είδε με έκπληξη πως έμεινε εντελώς ακίνητη και πως ήταν παγωμένη σαν τον τοίχο. «Κάνει πολύ κρύο εδώ», σκέφτηκε. Έμεινε έτσι για λίγο, με τα χέρια ακουμπισμένα στους ώμους της νεκρής γυναίκας, μετά χουχούλιασε τα δάχτυλά του για να τα ζεστάνει κι ύστερα έψαξε στα τυφλά πάνω στο κρεβάτι για το κασκέτο του και βγήκε απ’ το υπόγειο. Θα είχε φύγει νωρίτερα, αλλά φοβόταν το μεγάλο σκυλί που ούρλιαζε όλη μέρα έξω από την πόρτα του γείτονα, στο ισόγειο. Αλλά το σκυλί δεν ήταν τώρα εκεί και το παιδί βγήκε στον δρόμο.

Κύριε ελέησον, τι πόλη! Ποτέ του δεν είχε δει κάτι τέτοιο. Στην πόλη απ’ όπου είχε έρθει, το σκοτάδι ήταν τόσο μαύρο τη νύχτα! Υπήρχε μόνο ένα φανάρι για όλο το σοκάκι· στα μικρά, χαμηλά, ξύλινα σπίτια τα παραθυρόφυλλα ήταν σφαλιστά· κανένας δεν κυκλοφορούσε στο δρόμο· μόλις σουρούπωνε, όλοι κλείνονταν στα σπίτια τους και δεν ακουγόταν τίποτα, παρά μόνο τα ουρλιαχτά των σκύλων, εκατοντάδων, χιλιάδων σκύλων που γάβγιζαν και αλυχτούσαν όλη νύχτα. Αλλά εκεί ήταν τόσο ζεστά και του έδιναν φαγητό, ενώ εδώ - αχ, μανούλα μου, να είχε κάτι να φάει! Και τι φασαρία και οχλοβοή εδώ, τι φώτα και τι κόσμος, άλογα και αμάξια και τι κρύο... Οι παγωμένες ανάσες σχημάτιζαν συννεφάκια πάνω απ’ τ’ άλογα, πάνω απ’ τα στόματά τους που άχνιζαν· οι οπλές τους κροτάλιζαν στο χιονισμένο πλακόστρωτο κι όλα τους κάλπαζαν τόσο, και - αχ, μανούλα μου, πόσο λαχταρούσε μια μπουκιά φαΐ και πόσο δυστυχισμένος αισθάνθηκε ξαφνικά! Ένας αστυφύλακας πέρασε, στρίβοντας απότομα για ν’ αποφύγει το παιδί.

Να κι ένας άλλος δρόμος - ω, τι φαρδύς που ήταν, εδώ σίγουρα δεν θα τη γλίτωνε, θα τον ποδοπατούσαν. Πώς φώναζαν όλοι, πώς έτρεχαν πάνω κάτω, και το φως, το φως!... Και τι ήταν αυτό; Ένα πελώριο παράθυρο και πίσω από το τζάμι ένα δέντρο που υψωνόταν ίσαμε το ταβάνι, ήταν ένα έλατο και πάνω του κρέμονταν τόσα φώτα, χρυσόχαρτα και μήλα και κουκλίτσες κι αλογάκια· και μέσα στο δωμάτιο παιδιά, καθαρά και ντυμένα με τα καλά τους, έτρεχαν παντού. Κι ύστερα, ένα μικρό κοριτσάκι άρχισε να χορεύει μ’ ένα αγόρι, τι όμορφο κοριτσάκι! Κι έφτανε στ’ αυτιά του η μουσική μέσα απ’ το τζάμι. Το παιδί κοίταξε και θαύμασε και γέλασε, μ’ όλο που τα ποδαράκια του είχαν μουδιάσει από το κρύο και τα δάχτυλά του είχαν μελανιάσει και ξυλιάσει και το πονούσαν, όποτε έκανε να τα κουνήσει. Και ξαφνικά το παιδί θυμήθηκε πόσο το πονούσαν τα χέρια και τα πόδια του κι άρχισε να κλαίει και να τρέχει· και πάλι πίσω από ένα τζάμι είδε ένα άλλο χριστουγεννιάτικο δέντρο και σ’ ένα τραπέζι λιχουδιές κάθε λογής - αμυγδαλόψωμα, κόκκινα κουλουράκια και κίτρινα κουλουράκια και τρεις όμορφες νεαρές κυρίες κάθονταν εκεί κι έδιναν τα γλυκά σ’ όποιον ερχόταν κοντά τους και η πόρτα άνοιγε κάθε τόσο και πλήθος κύριοι και κυρίες έμπαιναν από το δρόμο. Το παιδί τρύπωσε μέσα, ανέβηκε τη σκάλα και, χωρίς να το πολυσκεφτεί, άνοιξε την πόρτα και μπήκε. Α, πώς του φώναξαν και το έδιωξαν ανεμίζοντας τα χέρια τους! Μια κυρία όρμησε πάνω του και γλιστρώντας ένα καπίκι στη χούφτα του, άνοιξε την πόρτα και το έβγαλε στο δρόμο. Πόσο φοβήθηκε! Και το καπίκι έπεσε και κατρακύλησε κουδουνίζοντας στα σκαλιά· δεν μπορούσε να λυγίσει τα μελανιασμένα του δάχτυλα για να το κρατήσει σφιχτά.

Το παιδί έφυγε τρέχοντας, χωρίς να ξέρει πού πήγαινε. Ήταν έτοιμο να βάλει τα κλάματα, αλλά φοβόταν κι έτρεχε όλο και πιο μακριά, χουχουλίζοντας τα δάχτυλά του. Και ήταν δυστυχισμένο γιατί αισθανόταν τόσο μόνο κι έρημο και, ξαφνικά, Κύριε ελέησον - τι ήταν αυτό πάλι; Πλήθος άνθρωποι στέκονταν ακίνητοι, θαυμάζοντας. Πίσω από μια βιτρίνα ήταν τρεις κουκλίτσες, ντυμένες με κόκκινα και πράσινα φορέματα κι έμοιαζαν τόσο, μα τόσο αληθινές! Η μία ήταν ένας μικρός γεράκος, που καθόταν κι έπαιζε ένα μεγάλο βιολί και δύο άλλοι στέκονταν κοντά του κι έπαιζαν μικρά βιολιά και κουνούσαν ρυθμικά τα κεφάλια τους και κοίταζε ο ένας τον άλλο και τα χείλη τους κουνιόνταν, μιλούσαν μεταξύ τους, μιλούσαν στ’ αλήθεια, μόνο που τα λόγια τους δεν ακούγονταν μέσα από το τζάμι. Και στην αρχή το παιδί νόμισε πως ήταν άνθρωποι ζωντανοί, κι όταν κατάλαβε πως ήταν κούκλες, γέλασε. Δεν είχε δει ποτέ του τέτοιες κούκλες, και δεν φανταζόταν πως υπήρχαν! Και ήθελε να κλάψει, αλλά χαιρόταν, χαιρόταν με τις κούκλες. Σε μια στιγμή ένιωσε πως κάποιος πίσω του είχε γραπώσει τη μπλούζα του: ένα απαίσιο μεγάλο αγόρι στεκόταν πλάι του και ξαφνικά τον χτύπησε στο κεφάλι, άρπαξε το κασκέτο του και τον έριξε κάτω. Το παιδί έπεσε στο σώμα ακούστηκε μια φωνή που έκανε το αίμα του να παγώσει, πήδησε πάνω κι άρχισε να τρέχει. Έτρεχε και χωρίς να ξέρει πού πηγαίνει, βρέθηκε στην αυλόπορτα κάποιου σπιτιού και κούρνιασε πίσω από μια στοίβα ξύλα: «Δεν θα με βρουν εδώ, έτσι κι αλλιώς είναι σκοτάδι!»

Έμεινε εκεί, κουβαριασμένο και ξέπνοο από τον τρόμο και, στη στιγμή, εντελώς ξαφνικά, ένιωσε τόσο ευτυχισμένο: τα χέρια και τα πόδια του δεν πονούσαν πια κι είχαν ζεσταθεί τόσο, σαν να’ χε χωθεί μέσα σε φούρνο· μετά τον διαπέρασε ένα ρίγος κι άνοιξε τα μάτια του, γιατί πρέπει να είχε αποκοιμηθεί για λίγο. Τι όμορφα που ήταν να κοιμάσαι εδώ! «Θα καθίσω εδώ λιγάκι και μετά θα πάω πάλι στις κούκλες» είπε το παιδί και χαμογέλασε μόλις τις σκέφτηκε. «Τόσο, μα τόσο ζωντανές!...» Και ξαφνικά, άκουσε τη μητέρα του να του τραγουδάει. «Μανούλα, με πήρε ο ύπνος· τι όμορφα που είναι να κοιμάσαι εδώ!».

«Έλα στο χριστουγεννιάτικο δέντρο μου, μικρούλη μου», του ψιθύρισε μια απαλή φωνή.

Νόμισε πως ήταν η μητέρα του, αλλά όχι, δεν ήταν εκείνη. Ποιος τον φώναζε δεν μπορούσε να δει, αλλά κάποιος έσκυψε και τον αγκάλιασε μέσα στο σκοτάδι· κι άπλωσε τα χέρια του σ’ αυτόν και ξαφνικά - ω, τι λαμπρό φως! Ω, τι χριστουγεννιάτικο δέντρο! Κι όμως, δεν ήταν έλατο, δεν είχε ξαναδεί δέντρο σαν κι αυτό! Πού βρισκόταν τώρα; Όλα έλαμπαν και άστραφταν και παντού γύρω του ήταν κούκλες, όμως όχι, δεν ήταν κούκλες, ήταν αγοράκια και κοριτσάκια, μόνο πιο λαμπερά κι αστραφτερά από τα κανονικά. Ήρθαν κοντά του πετώντας, κι όλα τον φίλησαν, τον πήραν μαζί τους και πετούσε κι ο ίδιος και είδε πως η μητέρα του τον κοίταζε και γελούσε χαρούμενα. «Μανούλα, μανούλα· α, πόσο όμορφα είναι εδώ, Μανούλα!» Και πάλι φίλησε τα παιδιά και ήθελε να τους πει αμέσως για κείνες τις κούκλες στη βιτρίνα. «Αγόρια, πώς σας λένε; Πώς σας λένε κοριτσάκια;» ρώτησε, γελώντας και θαυμάζοντάς τα.

«Είναι το χριστουγεννιάτικο δέντρο του Χριστού», απάντησαν. «Ο Χριστός έχει πάντα ένα χριστουγεννιάτικο δέντρο κάθε τέτοια μέρα, για τα μικρά παιδιά που δεν έχουν δικό τους...» Και κατάλαβε πως όλα εκείνα τα αγοράκια και τα κοριτσάκια ήταν παιδιά όπως κι εκείνος· πως άλλα, νεογέννητα ακόμη, είχαν παγώσει μέσα στα καλάθια που είχαν παρατήσει οι γονείς τους έξω απ’ τις πόρτες των πλουσίων της Πετρούπολης, άλλα τα είχαν στραγγαλίσει άκαρδες μαμές, άλλα είχαν σβήσει κρεμασμένα στα στήθη μητέρων που λιμοκτονούσαν (στο λιμό της Σαμάρα), άλλα είχαν πεθάνει από ασφυξία μέσα σε αποπνικτικά βαγόνια της τρίτης θέσης κι όμως, ήταν όλα εδώ, ήταν όλα σαν άγγελοι γύρω από τον Χριστό κι Εκείνος βρισκόταν ανάμεσά τους κι άπλωνε τα χέρια Του να τ’ αγγίξει και ευλογούσε - και αυτά και τις αμαρτωλές μητέρες τους... Και οι μητέρες αυτών των παιδιών στέκονταν σε μιαν άκρη κλαίγοντας η κάθε μια γνώριζε το δικό της παιδί. Και τα παιδιά πέταξαν προς το μέρος τους και τις φίλησαν και τους σκούπισαν τα δάκρυα με τα τρυφερά χεράκια τους και τις ικέτεψαν να πάψουν να κλαίνε, γιατί όλα τους ήταν τόσο ευτυχισμένα.

Κι όταν ξημέρωσε, ο κηπουρός βρήκε το μικρό νεκρό κορμάκι του παγωμένου παιδιού πάνω στα ξύλα, έψαξαν για τη μητέρα του... εκείνη είχε πεθάνει πριν από το παιδί. Και συναντήθηκαν μπροστά στον Κύριο, στους ουρανούς.

Γιατί επινόησα μια τέτοια ιστορία, τόσο αλλιώτικη απ’ όσα μπορεί να συναντήσει κανείς σ’ ένα ημερολόγιο και μάλιστα συγγραφέα; Και σας είχα υποσχεθεί δύο ιστορίες! Αλλά τι να γίνει; Θέλω να πιστεύω ότι όλα αυτά μπορεί να έχουν συμβεί στ’ αλήθεια - δηλαδή όσα έγιναν στο υπόγειο και πλάι στα ξύλα, όσο για τα άλλα, όρκο δεν παίρνω.


Πηγή: sansimera.gr


Το διήγημα του Φιοντόρ Νοστογιέφσκι «Το ουράνιο χριστουγεννιάτικο δέντρο», σε μετάφραση Κατερίνας Σχινά, περιλαμβάνεται στον τόμο «Χριστουγεννιάτικες ιστορίες», με χριστουγεννιάτικα διηγήματα διαφόρων συγγραφέων (εκδόσεις «Ερατώ», 2001). 

Προέρχεται από το βιβλίο του Ντοστογέφσκι «Το Ημερολόγιο ενός συγγραφέα, 1880-1881», μια συλλογή από άρθρα, δοκίμια, σχόλια και διηγήματα που δημοσιεύτηκαν στον ημερήσιο και περιοδικό Τύπο της Ρωσίας.

Βιβλιοέναυσμα #19: Χριστουγεννιάτικες Ιστορίες (Ερατώ)

Μέρες που είναι, είπα να πάρω μερικά βιβλία με Χριστουγεννιάτικη θεματική. Ένα από αυτά είναι οι Χριστουγεννιάτικες Ιστορίες (εκδ. Ερατώ, 2001, 7.67€), μία συλλογή οκτώ διηγημάτων από κλασικούς συγγραφείς τού 19ου αιώνα (Χανς Κρίστιαν Άντερσεν, Ναθάνιελ Χώθορν, και Φίοντορ Ντοστογιέφσκι) αλλά και του 20ου. Το βιβλίο διαβάζεται γρήγορα και εύκολα. Παρακάτω, λέω δύο λόγια για κάθε διήγημαkoiladatisgnosis.gr

Ακούστε το διήγημα στον youtu.be που ακολουθεί. Διαβάζει ο Ανδρέας Χατζηδήμου:

Χριστουγεννιάτικα Διηγήματα 

Το παιδί στο χριστουγεννιάτικο δένδρο του Χριστού 

Φίοντορ Ντοστογέφκσυ

Τετάρτη 30 Δεκεμβρίου 2020

«Φιλόστοργοι» – Διήγημα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη

Το διήγημα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη «Φιλόστοργοι» δημοσιεύτηκε στις 25 Δεκεμβρίου του 1895 στην εφημερίδα «Ακρόπολις». Ένα από τα αθηναϊκά διηγήματα του «κοσμοκαλόγερου» των ελληνικών γραμμάτων με κοινωνικό περιεχόμενο και ηθογραφικό συνθετικό περίγραμμα...

Φιλόστοργοι

    Μίαν πρωίαν προ τριών ετών - ήτο τας παραμονάς των Χριστουγέννων - η κυρά Πράπω η Σκαλιώτισσα, ψηλή, χονδρή γυναικάρα πενηνταοκτώ ετών, είχε σηκωθή να πάγη να επισκεφθή την νοννάν της εις τα Πατήσια. Είχε σπιτάκια με μεγάλην αυλήν, εις μίαν άκρην της πόλεως, όπου έτρεφε γίδες και προβατίνες και κότες και φραγκόκοτες και περιστέρια.
    Το γάλα το επώλει προς ογδόντα λεπτά με την οκάν την ιδική της. Τα περιστέρια, εκτάκτως μόνον, χωρίς ωρισμένον τιμολόγιον, αν της είχε πνίξει κανέν η γάττα, ή αν εύρισκε μουστερήδες Γάλλους ή Ιταλούς του θεάτρου. Τ’ αυγά προς 15 λεπτά το εν, την σαρακοστήν.
    Αυτή, αν ωρέγετο να φάγη αυγά, πράγμα σπάνιον, θα επήγαινεν εις την μεγάλην αγοράν να τα ψωνίση. Τα εύρισκε προς μίαν δεκάρα τα τρία, σπασμένα, αλλά φρέσκα, και με δοκιμήν. Πού να γελασθή αυτή!

    Την πρωίαν εκείνην είχε σηκωθή με απόφασιν να πάγη να επισκεφθή την νοννάν της, ήτις ήτο αρχόντισσα έχουσα οικίαν εις τα Πατήσια. Ηρχοντο Χριστούγεννα, επεθύμει να την φιλεύση κάτι τι. Τι άλλο από αυγά, εις την πραγματείαν των οποίων είχε ειδικότητα; Ηξευρεν, ότι θα εύρισκεν εκεί τον νοννόν της, τον υιόν της γραίας, όστις θα εφιλοτιμείτο να της πληρώση καλά το δώρον της. Εμέτρησε όσα αυγά  είχε, και τα εύρε δεκατέσσαρα.
    «Να τους τα πάη όλα; έχουμε και λέμε 14 αυγά, από μία δεκάρα, 14 δεκάρες, μία και σαράντα, κι από μια πεντάρα ακόμα, 14 πεντάρες, 7 δεκάρες, 70 λεπτά. 70 και 1,40 (εμέτρησεν επί των δακτύλων), δυο και δέκα. Τότε θα έχανε μια δεκάρα. Διότι, βέβαια, δεν θα της έδιδε παραπάν’ από δυό δραχμές, ο νοννός, διά το πεσκέσι της. Να τους τα πάη τα δεκατρία, έχουμε και λέμε όξου τα 15 λεπτά, 1,95 θα εκέρδιζε μια πεντάρα. Διότι πάντοτε δυό δραχμές θα της τα επλήρωνεν ο νοννός της. Ας είναι τα 13. Μα το 13 λένε πως δεν είναι καλό νούμερο. Να τους τα πάει τα δώδεκα;... Είπαμε πόσα; 1,90, τα δεκατρία; Πόσα είπαμε; 2,10 τα δεκατέσσαρα... Βγάλε τα 15, μένουν 1,95. Ναι, μια και 95. Βγάλε τα 15, κάνουν 1,80 τα δώδεκα. Ας τους πάει τα δώδεκα που είναι καλό νούμερο… Δεν θα της δώση παρακάτω από ένα δίδραχμο ο νοννός της, και ρέστα δεν θα καταδεχθή να πάρη, και πού να έχη αυτή ρέστα επάνω της; Ναι, τα δώδεκα θα τους πάη».
    Τα ετύλιξεν εις λευκόν, καθαρόν μανδήλιον, κι εξεκίνησε πεζή, κούτσα-κούτσα, διότι δεν ήτο τόσον γερή στα πόδια, διά τα Πατήσια. Είχεν υπολογίσει την ώραν οπού θα εύρισκεν εκεί τον νοννόν της, ελθόντα προ μικρού από το γραφείον του, πλην όχι αμέσως, αλλ' ολίγον ύστερα, ευθύς μετά το γεύμα, ότε θα τους εύρισκεν ευδιάθετους. Ποτέ δεν θα έπραττεν, αυτή, το σφάλμα να παρουσιασθή ακριβώς την ώραν του γεύματος.
    Η κυρα Πράπω επέτυχε με το παραπάνω. Εδέχθησαν τα αυγά (τα οποία ήσαν ομολογουμένως πρόσφατα), της τα επλήρωσεν ο νοννός της εν δίδραχμον, μετά μικρού μορφασμού της νοννάς, ήτις όμως δεν ημπόρεσε να μην την καλέση να καθίση εις την ιδίαν τράπεζάν της, διά να χορτάση από τα αποφάγια. Η κυρα Πράπω δεν ήτον εντελώς νηστική, αλλ’ είχε προγευματίσει εις τας δέκα. Έπειτα ο εξοχικός αήρ της είχεν ανοίξει την όρεξιν.
    Αφού έκαμε διαφόρους ομιλίας, όχι αδεξίως, ύστερα, μεταξύ λόγων, παρενέβαλεν ότι είχεν έλθει πεζή, και παρεπονέθη διά τους πόδας της... ώκτειρε και τα γεράματα του συζύγου της, του μπαρμπα-Πράπη, όστις δεν ήτο πλέον ικανός διά τίποτε. Ο νοννός, όστις είχε γίνει πολύ ευδιάθετος από τα δύο κύπελλα γενναίου οίνου και από μικρόν ποτήριον σαρτρέζ με τον καφέν, έβγαλε και της έδωκε δύο ή τρεις δεκάρες, δια να πληρώση το λεωφορείον εις την επιστροφήν. Νέος μορφασμός της νοννάς, ήτις εσυλλογίζετο ότι τα αυγά θα τα ηγόραζε προς μίαν δεκάραν το εν, φρεσκότατα, εις τα Πατήσια, και ότι τα πόδια της αναδεκτής κανείς δεν τα είχε προσκαλέσει να λάβουν τον κόπον να μεταφέρωσιν εις τα Πατήσια το χονδρόν σώμα της.

    Τελευταίον εμάζευσε με το θάρρος ολίγες πεπονόφλουδες, οπού είχαν μείνει επί της τραπέζης, διά την κατσίκαν της, τας ετύλιξεν εις το μανδήλι και απήλθεν. Είχε ξεκουρασθή πολύ και δεν έκρινεν επάναγκες ν’ ανέλθει εις το λεωφορείον. Εγύρισε πεζή.


    Επέρασεν από εν εξοχικόν σπιτάκι, όπου εκατοικούσε μιά περιβολάρισσα εξαδέλφη της, εφλυάρησεν αρκετά, εμάζευσε κι εκείθεν ό,τι εύρε χρήσιμον διά την κατσίκαν της, ενυκτώθη, κι επέστρεψεν εις την πόλιν κρατούσα μεγάλην αβασταγήν υπό την μασχάλην της.
    Είκοσι βήματα πριν φθάση εις την οικίαν της, την ώραν οπού είχαν ανάψει τον εκεί φανόν του αερίου, βλέπει μικρόν παιδάκι οπού έκλαιε μεμονωμένον.
    - Τι έχεις, παιδί μου;
    Το παιδίον εψέλλισε, ζητούν την μητέρα στο σπίτι.
    - Τίνος είσαι, μικρό μου;
    Το παιδίον δεν ήξευρε να πη τίνος ήτον.
    - Πώς την λένε την μάννα σου;
    - Μαμά.
    - Και τον πατέρα σου;
    - Μπαμπά.
    Η κυρα-Πράπω ήτο εις αμηχανίαν. Έλαβε το παιδίον από την χείρα και το ωδήγησε μέχρι της θύρας της μάνδρας όπου ήτο το σπίτι της. Εκεί εστάθη επ’ ολίγα λεπτά, εφώναξε με την οξυτραχή φωνήν της την κόρην της, την Μαρίναν, να την ξαλαφρώση, και εις ταύτην ελθούσαν παρέδωκε την δέσμην με τες φλούδες και τα εξώφυλλα των φυτών, όσα εκόμιζε, και είτα έμεινε διστάζουσα, ερωτώσα μεγαλοφώνως τες γειτόνισσες, αν καμμιά εξ αυτών εγνώριζε το παιδίον.
    Πολλαί το εκοίταξαν υπό το φως του αερίου, το έψαξαν, το εγύρισαν. Καμμιά δεν έτυχε να το γνωρίζη.

    Κατά τύχην, ως σύνηθες εις τα παραμύθια, συνέβη να περνώ απ' εκεί. Άλλως, ήμην γείτων, και ήτο η συνήθης ώρα ότε κατηρχόμην εις την συνοικίαν. 
    Η κυρα Πράπω με είδε και με έκραξεν:
    - Έλα... εσύ που έχεις γουρλίδικο χέρι, μου λέγει.
    Μου ενθύμισεν αμέσως ότι προ ολίγων μηνών συνέβη να χαθή έν παιδίον, κι εκείνο, κατά περίπτωσιν, είχε πέσει εις τας χείρας αυτής, την ιδίαν ώραν της εσπέρας· ότι εγώ, ιδών αυτό κλαίον εις τας χείρας της και ζητούν την μαμά του, του έδωκα μίαν δεκάραν διά να μερώση. Ότι κατ' ευτυχή συγκυρίαν, ευθύς μετά την δεκάραν, συνέβη να παρουσιασθή η μήτηρ του παιδίου, ήτις το ανεζήτει από ωρών, και να έλθει να το συμμαζεύση.
    Έσκυψα και εκοίταξα το παιδίον. Δεν του έδωκα δεκάραν, έκαμα κάτι καλύτερον. Το εγνώρισα.
    - Αυτό το παιδί είναι ο Γιώργος, του μαστρο-Δημήτρη του Χωριανού, είπα.

    Ο μαστρο-Δημήτρης ο Χωριανός ηγάπα τα δύο παιδιά του με τόσον ένθερμον αγάπην, όσον ολίγοι γονείς εις τον κόσμον. Τόσον, ώστε ο ίδιος τους έκαμνε την μητέρα, και τούτο όχι δι' έλλειψιν μητρός, οπότε το πράγμα θα ήτο ευεξήγητον, αλλά διότι η μήτηρ τούς έκαμνε... τον άγγελον της εστίας.
    Φαντάζομαι, μέλαθρον, χριστιανικήν οικίαν ελληνικήν ζωγραφισμένην με τας δύο κλίσεις της στέγης, ως δύο πτέρυγας αγγέλου-γυναικός τανυομένας επάνω της εστίας.
    Τοιαύτη μήτηρ ήτο η Γιακουμίνα, η φαμίλια του μαστρο-Δημήτρη του Χωριανού.
    Ήτο μια χαρά να βλέπη τις τον μαστρο-Δημήτρην να κρατά εις την αγκάλην τον τριετή υιόν του, και να σύρη από την χείρα το πενταετές θυγάτριον, να οδηγή τα δύο παιδιά εις το πλησίον μικρόν μπακάλικον, διά να τους αγοράση λιαλιά-κοκκά να τα φιλεύση.
    Τα δύο παιδιά ήστραπτον από καθαριότητα, και ήσαν ωραία και καλοθρεμμένα. Όλα τα αποτελέσματα ταύτα ήσαν έργο αγγέλου της εστίας, και ήσαν προιόν των κόπων και των μισθών του μαστρο-Δημήτρη, όστις ήτο ασπριστής ή χρωματιστής την τέχνην, και πράγμα σπάνιον, είχε κατορθώσει μόνον με την φιλοπονίαν και τα ημεροδούλια του να κτίση και ν' αποκτήση (ήτο και ολίγον κτίστης) ένα μικρόν σπιτάκι, κάτω εις την εσχατιάν της πόλεως, εκείθεν του Μεταξουργείου.
    Και η φαμίλια του στο σπίτι έπλυνε, κι εσφουγγάριζε, κι έρραπτε, κι εμβάλωνε, κι εζύμωνε, κι εμαγείρευε, και ήτο όλη χάρις και χαρά της εστίας.
    Ποτέ δεν είδαν οι γείτονες τόσο καμαρωμένον ανδρόγυνον. Φαντασθήτε, η Γιακουμίνα, ομοία με χελιδόνα μητέρα, να στρώνη, να συγυρίζη, να ετοιμάζη την φωλεάν, και ο πατήρ όμοιος με πελαργόν, φέροντα τα χελιδονάκια της ανοίξεως, να φέρη, να βαστάζη και να κουβαλή τα δύο παιδιά, τα οποία ωνόμαζε συνήθως  ψ έ μ α τ α, ήξευρεν αυτός διατί. Διότι, πριν αποκτήση τα δύο τοιαύτα παιδιά ήτο «χαροκαμένος». Του είχαν αποθάνει άλλα δύο. Τον Γιώργο τον ωνόμαζεν ένα  ψ έ μ α, διότι ήτο μικρός και τρυφερός. Και την Παρασκευήν την ωνόμαζεν  ψ ε υ τ ρ ο ύ, ίσως διότι ανήκεν εις το φύλον το πλέον ψεύτικον.

    Τα ηγάπα πράγματι ολοψύχως, τα ηγάπα πολύ - όχι όμως περισσότερον παρ' όσον ηγάπα ο μπαρμπα-Στέργιος ο Παρκιώτης τα ιδικά του πέντε ή εξ παιδιά, μισήν δωδεκάδα σωστήν. Και ο μεν Δημήτρης ο Χωριανός ήτο νέος και ακμαίος ακόμη, ο δε μπαρμπα-Στέργιος ήτο γέρων και ασθενής. Έπασχεν από την νόσον την οποίαν ιάτρευε κρυφά ο Νικόλας ο Μανάβης.

    Ο Νικόλας ο Μανάβης είχε την δικαιοδοσίαν του εκτεινομένην τριγύρω εις του Ψυρρή, εις του Τάτση την Βρύσιν, εις του Τριγκέτα, εις τον Αι-Θανάσην, μέχρι της πλατείας Κουμουνδούρου. Ήτον σχεδόν τόσον κρυφός εις το εμπόριον, όσον και εις την ιατρικήν. Αυτός και ο γάιδαρός του δεν έβγαζαν ποτέ λέξιν ούτε φωνήν. Είναι ο μόνος μανάβης, όστις διατρέχει τακτικά, κάθε πρωί και μεσημέρι και βράδυ, με το γαϊδουράκι του, όλους αυτούς τους δρόμους και τους δρομίσκους, χωρίς να εξέρχεται γρυ από το στόμα του. Κάποτε μουρμουρίζει ή μασά κάτι τι - λάχανα, σέλινα ή κουνουπίδια - αλλά τόσον χαμηλά, ώστε μόνος αυτός τ' ακούει.
    Και το γαϊδουράκι του ποτέ δεν ηκούσθη να βγάλει ογκανισμόν. Ορμεμφύτως μιμείται τον αφέντην του. Καμμίαν φοράν, ο Νικόλας, ενώ διατρέχει τους δρόμους, περιμένων να τον ιδεί καμμία πτωχή οικοκυρά να τον κράξει, διά να σταματήσει (ίσως έχει τακτικούς μουστερήδες, κρυφούς όσον και αυτός, έχοντας πεποίθησιν ότι δεν πωλεί ξίκικα), το απομεσήμερον, ή το βράδυ-βράδυ, βάλλει τον μικρόν τριετή υιόν του εις τα κάπουλα, ανάποδα βλέποντα προς την ουράν, ακουμβώντα τα νώτα επί των καλάθων, και του λέγει να κρατή την ουράν του γαϊδάρου, αλλ’ ο μικρός δεν έχει την ικανότητα, όθεν ο πατήρ αναγκάζεται να βαδίζη σιμά-σιμά, κρατών αυτός την ουράν του ζώου, διά να μη γλιστρήση και πέσει ο υιός του.
    Αυτό και μόνον το θέαμα θα με καθίστα ένθουν, εάν είχα λεπτά διαθέσιμα, ώστε ν’ αποφασίσω ν' αγοράσω, όχι μόνον όλα τα λαχανικά του Νικόλα, μαζί με τα κοφίνια, αλλά και αυτόν τον γάιδαρόν του.
    Πλην δεν είμαι βέβαιος αν τον πωλεί, διότι πού να εύρη άλλο γαϊδουράκι τόσον κρυφόν, βωβόν και διακριτικόν, ικανόν να μιμείται τον αφέντην του, όστις είναι τόσον κρυφός, ώστε μόνον κατά συγκυρίαν συνέβη να μάθω την ιατρικήν ειδικότητα, την οποίαν έχει εις το να θεραπεύη κρυφήν νόσον;

    Νόσον εξ ης έπασχεν ο μπαρμα-Στέργιος ο Παρκιώτης, όστις ανέτρεφε μισήν δωδεκάδα παιδιά με την καλήν του προαίρεσιν. Και η εργασία του συνίστατο, τον χειμώνα εις το να μαζεύη και κουβαλή αγριολάχανα-ραδίκια, ζοχάρια, πικραλίδες, βρούβες, βλαστάρια (τα οποία ήξευρεν όλα τα χλοώδη και απάτητα μέρη διά ν' ανέρχεται να τα μαζεύη), και το καλοκαίρι, εις το να κουβαλή τα κληματόφυλλα, τα οποία επώλει εις τα μπακάλικα προς είκοσι λεπτά την οκάν. Οι δε αμπελοκτήμονες της Αττικής πεδιάδος όχι μόνον του επέτρεπαν να μαζεύη κληματόφυλλα από τ' αμπέλια των, αλλά τον επαρακαλούσαν να το κάμνει, διότι τους εγλύτωνεν από τα έξοδα και τα μεροκάματα. Ήτο τεχνίτης και ήξευρε να «αγρολογά» και να ξεφυλλίζη καλώς, απαλλάττων τα κλήματα από όλα τα περιττά φύλλα. Αγαθοποιός και όχι κακοποιός, εργάτης και όχι κηφήν, χριστιανός, όχι απάνθρωπος.
    Ήτο συγκινητικόν να τον βλέπη τις, ως ζυγαριάν έμψυχον, φορτωμένον ένα σάκκον γεμάτον λάχανα ή φύλλα εις την πλάτην όπισθεν, και να φέρη, αχώριστον από το σώμα του, άλλον ογκώδη σάκκον κρεμασμένον έμπροσθεν εις την πολύπτυχον βράκαν του. Ήτο αυτή η νόσος, την οποίαν εθεράπευε κρυφά ο Νικόλας ο Μανάβης.

    Έζησεν εν ιδρώτι του προσώπου του, και ανέθρεψε πέντε ή εξ παιδιά, τα οποία... δεν ήσαν ιδικά του. Απέθανεν, ο πτωχός, προ τεσσάρων ή πέντε ετών, και εύρεν ανάπαυσιν των κόπων του. Το σώμα του, το αποκαμωμένον και βασανισμένον, το κυρτωθέν από το σκύψιμον και από το φόρτωμα, ίσαξε και έγινεν ευθύ επί της νεκρικής κλίνης.
    Ελπίζω και πιστεύω ότι θα επήγεν εις τον άλλον κόσμον, ο πτωχός, πολύ σιμά εις τον πτωχόν Λάζαρον. Ναι, σιμά, πολύ σιμά.

    Δεν ήσαν ιδικά του. Δεν είχεν αποκτήσει ποτέ παιδιά, από την φαμίλια του. Είχε πάρει από το Νηπιακόν Ορφανοτροφείον (ίσως είναι πολλοί οπού φοβούνται να διέλθωσιν έξωθεν του ιδρύματος εκείνου, και δεν ηξεύρουν πού των Αθηνών κείται), είχε πάρει εν έκθετον κατ' αρχάς, είτα δεύτερον και τρίτον, είτα τέταρτον και πέμπτον.
    Μέχρι του τρίτου ορφανού, του έδιδαν, διά το καθέν, τας κανονισμένας 15 δραχμάς τον μήνα. Όταν εζήτησεν να πάρη τέταρτον και πέμπτον, του τας είχαν κόψει τας 45 δραχμάς, αλλ’ αυτός εδήλωσεν ότι του ήρκουν αι 30, τας οποίας ελάμβανε διά τα δύο τελευταία. Δεν είχαν μεγαλώσει ακόμη αρκετά τα τρία πρώτα, ώστε να είναι χρήσιμα. Ήταν από 6 έως 8 ετών. Πλην ήτο ευχαριστημένος. Και η φαμίλια του τα είχε πονέσει, και τα υπερηγάπα, και δεν ήθελε ν' αποχωρισθεί απ' αυτά.
    Τον καιρόν εκείνον ήτο επόπτης ή σύμβουλος, δεν ηξεύρω τι, του ιδρύματος εκείνου, εις κύριος άγαμος, με γυαλιά, με ασημένια δόντια, με παγωμένον μειδίαμα. Ούτος ηγάπα τα ορφανά ως να ήσαν ιδικά του. Και τις ηξεύρει αν δεν ήσαν! Επροστάτευε τα εσωτερικά, και δεν ήθελε να δώσει παραπάνω από 25 δραχμάς εις τον μπαρμπα-Στέργιον. Τέλος επείσθη να δώσει τας 30. Ο άγαμος κύριος με τα γυαλιά δεν έλειπε ποτέ από τα φιλανθρωπικά, και ήτο πάντοτε μέσα εις διαχειρίσεις και επιμελητείας, και εις όλας τας ονομασίας τα εμπεριεχούσας χείρα και μέλι. Τοιούτοι αυστηροί άνθρωποι χρειάζονται πράγματι εις τα ευαγή καθιδρύματα.

    Τα δύο παιδία του μαστρο-Δημήτρη του Χωριανού ήσαν τόσον ιδικά του, όσον και η μισή δωδεκάς ήτο του μπαρμπα-Στέργιου, του Παρκιώτη. Και οι δύο από το εκθετοτροφείον τα είχον λάβει. Η μόνη διαφορά ήτον ότι ο μαστρο-Δημήτρης ήτο «χαροκαμένος», και τα ηγάπα με αγάπην διπλήν αυτός και η Γιακουμίνα, η φαμίλια του.
    Την εσπέραν λοιπόν εκείνην, καθώς είπα εν αρχή, ανεγνώρισα τον Γιώργον εις τας χείρας της κυρα-Πράπως, και είπα·
    - Αυτό το παιδί είναι του μαστρο-Δημήτρη του Χωριανού.
    - Α! μπασταρδέλι; μου λέγει η κυρα-Πράπω.
    - Δεν ξέρω, μ π ά σ τα ... της λέγω μασήσας το ήμισυ της λέξεως. Μα το σπίτι του ανθρώπου είναι όχι πολύ μακριά, εδώ κάτω, πέρα απ’ το Μεταξουργείο...
    Την στιγμήν οπού επρόσφερα την μισήν εκείνην λέξιν, ακουσίως ενθυμήθην ότι η κυρα-Πράπω είχε συχνά ιταλίδες νοικάρισσες, εις τα δωμάτια του σπιτιού της, αλλ' όμως δεν είχε κατορθώσει ποτέ να μάθει άλλην λέξιν από το στόμα των ειμή π ά ν ε και ν τ α ν ά ρ ο και α μ ό ρ ε και ήτο πολύ μακράν του να γνωρίζη, και ρωμέικα ακόμη, τι σημαίνει μ π ά σ τα ...
    Ευθύς ύστερον ευρέθη εις καλός χριστιανός, όστις εγνώριζε τον πατέρα και την οικίαν, αλλ' όχι το παιδίον, πρόθυμος να οδηγήση τον μικρόν πλησίον των θετών γονέων του. Καθησύχασα και απήλθον.

    Την επαύριον ήλθε και μ' εύρεν ο Δημήτρης ο Χωριανός, με το πρόσωπον ακτινοβόλον.
    Μου διηγήθη διά μακρών, και με πολλάς αφελείς ταυτολογίας και επαναλήψεις, τον πόνον και τον καημόν και τον φόβον και την τρεμούλαν της καρδιάς, οπού είχαν λάβει, αυτός και η φαμίλια του, η Γιακουμίνα, την προτεραίαν το απομεσήμερον, όταν εκ λυπηράς απροσεξίας της μητρός είχεν εξέλθει και είχεν αποπλανηθή το παιδίον· καθώς και την χαράν και αγαλλίασιν και το ξαναγέννημα οπού ησθάνθησαν, τώρα που έρχονται τα Γεννητούρια του Χριστού μας, οπού εκαταδέχθη να γεννηθή ως παιδίον, και αγαπά και φυλάγει και μαζώνει πλησίον του όλα τα παιδία, οπού ησθάνθησαν, λέγω, χύνοντες δάκρυα ακράτητα, κλαίοντες ως μικρά παιδία, άμα ανευρέθη το μικρόν, οι δύο τους, με την Γιακουμίναν, την φαμίλια του.
    Ο άνθρωπος μ’ εγέμισε και μ’ εφόρτωσεν ευχαριστήρια, όσα δεν ημπορούσα να σηκώσω ούτε να χωρέσω, με την συνείδησιν ότι μόνον κατά τύχην είχα κάμει το απλούστερον κοινωνικόν χρέος.
    Κι η κυρα-Πράπω, θαρρώ πως επήρε τα βρεθίκια της.

Κάλαντα, πίνακας του Νικηφόρου Λύτρα (1872, ιδιωτική συλλογή).

Το διήγημα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη Φιλόστοργοι δημοσιεύτηκε στις 25 Δεκεμβρίου του 1895 στην εφημερίδα Ακρόπολις. 

Ένα από τα αθηναϊκά διηγήματα του «κοσμοκαλόγερου» των ελληνικών γραμμάτων με κοινωνικό περιεχόμενο και ηθογραφικό συνθετικό περίγραμμα. 

Ένας από τους ήρωες του διηγήματος, ο φιλόστοργος Νικόλας ο Μανάβης, υπήρξε υπαρκτό πρόσωπο. Λεγόταν Νικόλας Καράμπελας και ήταν φίλος και συμπότης του Παπαδιαμάντη στου Ψυρρή.

Πηγή: sansimera.gr 


Μπορείτε να διαβάσετε και άλλα Χριστουγεννιάτικα Διηγήματα  του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη για παιδιά και νέους (Εκδόσεις Άγκυρα), στο anavaseis.blogspot.com




Επίσης στην Ελεύθερη Ψηφιακή Βιβλιοθήκη ebooks4greeks.gr, που είναι ένας τόπος ανοιχτής πρόσβασης που προσφέρει νόμιμα ελληνικά δωρεάν βιβλία (free ebooks) και audiobooks τα οποία παραχωρούνται από τους συγγραφείς ή τους εκδότες τους.

Τρίτη 29 Δεκεμβρίου 2020

Μια πρωτοχρονιάτικη γιορτή κι ένας γάμος

Ρώσικες Χριστουγεννιάτικες ιστορίες

Μια πρωτοχρονιάτικη γιορτή κι ένας γάμος

Από τις σημειώσεις ενός αγνώστου

Τούτες τις μέρες παραβρέθηκα σε ένα γάμο... Αλλά όχι! Καλύτερα να σας πω για την

πρωτοχρονιάτικη γιορτή. Ο γάμος ήταν καλός. Μου άρεσε πολύ, το άλλο περιστατικό όμως ήταν

καλύτερο. Δεν ξέρω γιατί, αλλά, παρακολουθώντας το γάμο αυτό, θυμήθηκα εκείνη τη γιορτή. Να

πώς έγινε. Πριν από πέντε χρόνια ακριβώς, παραμονή του νέου έτους, με κάλεσαν σε μια παιδική

γιορτή... Το πρόσωπο που με καλούσε ήταν ένας άνθρωπος των επιχειρήσεων, διάσημος, με

διασυνδέσεις, γνωριμίες, ίντριγκες, σε τέτοιο βαθμό μάλιστα, που μπορούσες να σκεφτείς ότι αυτή

η παιδική γιορτή ήταν μια πρόφαση για τους γονείς να συγκεντρωθούν και να συζητήσουν άλλα

ενδιαφέροντα θέματα, με αθώο, τυχαίο, απρομελέτητο τρόπο. Εγώ ήμουν άσχετος με όλα αυτά. Οι

δουλειές δε με απασχολούσαν, γι' αυτό και πέρασα το βράδυ αρκετά ανεξάρτητος. Παρευρισκόταν

κι ένας άλλος κύριος, που, νομίζω, δεν ήταν ούτε διάσημης καταγωγής ούτε από τζάκι, και ο οποίος,

όπως εγώ, έδειχνε, μέσα σε τούτη την οικογενειακή ευτυχία, κάπως σαν παρείσακτος... Τον πρόσεξα

πρώτον απ' όλους. Ήταν ένας ψηλός, αδύνατος άντρας, αρκετά σοβαρός και καλοντυμένος. Ωστόσο,

ήταν καταφανές ότι δεν είχε μυαλό για χαρές και οικογενειακή ευτυχία. Με το που απομακρυνόταν

σε κάποια γωνιά, σταματούσε αμέσως να χαμογελάει και σούφρωνε τα δασιά, μαύρα φρύδια του.

Γνωστούς, εκτός του οικοδεσπότη, στη χοροεσπερίδα αυτή δεν είχε ούτε έναν. Φαινόταν ότι

έπληττε τρομερά, αλλά έπαιζε γενναία και μέχρι τέλους το ρόλο του ευτυχισμένου ανθρώπου που

διασκεδάζει αφάνταστα. Αργότερα έμαθα ότι επρόκειτο για έναν κύριο από την επαρχία, ο οποίος

είχε να λύσει κάποια σημαντική, μπερδεμένη υπόθεση στην πρωτεύουσα, κι ο οποίος έφερνε στον

οικοδεσπότη μας μια συστατική επιστολή. Ο οικοδεσπότης μας τον είχε υπό την προστασία του

κάθε άλλο παρά con amore  και τον είχε προσκαλέσει στον παιδικό χορό για καθαρά

υπολογιστικούς λόγους. Χαρτιά δεν παίξανε, πούρα δεν του προσφέρανε, κουβέντα δεν έπιασε

κανείς μαζί του, ίσως γιατί κατάλαβαν το ποιόν του ανθρώπου εξ αποστάσεως, και έτσι ο ήρωάς

μου ήταν υποχρεωμένος να σκοτώνει την ώρα μόνος του, χαϊδεύοντας τις φαβορίτες του όλο το

βράδυ. Οι φαβορίτες του ήταν πράγματι αρκετά όμορφες. Αλλά τις χάιδευε με τέτοια αφοσίωση

που, κοιτώντας τον, μπορούσες να σκεφτείς δικαίως ότι εν αρχή ήρθαν στο φως οι φαβορίτες κι

έπειτα προστέθηκε σ' αυτές ο κάτοχός τους, για να τις χαϊδεύει.

Εκτός από αυτό το άτομο, που συμμετείχε με αυτό τον τρόπο, στην οικογενειακή ευτυχία του

οικοδεσπότη, ο οποίος είχε πέντε θρεμμένους γιους, μου άρεσε κι ένας άλλος κύριος, αλλά εντελώς

διαφορετικού στιλ. Ήταν το πρόσωπο της βραδιάς. Τον έλεγαν Γιούλιαν Μαστακόβιτς. Από την

πρώτη ματιά μπορούσες να δεις ότι ήταν επίτιμος καλεσμένος και φερόταν στον οικοδεσπότη όπως

ακριβώς ο οικοδεσπότης προς τον κύριο που χάιδευε τις φαβορίτες του. Ο οικοδεσπότης και η

οικοδέσποινα του έκαναν άφθονες ρεβεράντζες, ήταν όλο ευγένειες μαζί του, τον φρόντιζαν

συνεχώς, τον κερνούσαν ποτά, τον κολάκευαν, έφερναν εκεί που καθόταν τους επισκέπτες τους να

τους συστήσουν, αλλά τον ίδιο δεν τον υπέβαλλαν στην ταλαιπωρία να πηγαινοέρχεται.

Παρατήρησα ότι ένα δάκρυ λαμπύρισε στο μάτι του οικοδεσπότη, όταν ο Γιούλιαν Μαστακόβιτς

εξέφρασε την άποψή του για τη βραδιά αυτή, λέγοντας πως σπάνια έχει περάσει τόσο ευχάριστα

την ώρα του. Ένιωσα κάπως δυσάρεστα με την παρουσία αυτού του ατόμου, και γι' αυτό, αφού

χάζεψα λίγο τα παιδιά, αποσύρθηκα στο μικρό σαλόνι που ήταν εντελώς άδειο, και πέρασα στη

λουλουδιασμένη κλειστή βεράντα της οικοδέσποινας που καταλάμβανε το μισό σχεδόν δωμάτιο.

Τα παιδιά ήταν όλα απίστευτα χαριτωμένα και δεν ήθελαν με κανέναν τρόπο να μοιάζουν με

μεγάλα, παρά τις νουθεσίες των νταντάδων και των μαμάδων τους. Άδειασαν στο λεπτό το

χριστουγεννιάτικο δέντρο, εξαφανίζοντας και το τελευταίο καλούδι, και πρόλαβαν να σπάσουν τα

μισά από τα παιχνίδια, πριν καν μάθουν ποιο προοριζόταν για ποιον. Ιδιαίτερα γλυκό ήταν ένα

αγοράκι, μαυρομάτικο, με κατσαρά μαλλιά, το οποίο όλο ήθελε να με πυροβολήσει με το ξύλινο

τουφέκι του. Αλλά περισσότερο απ' όλα τραβούσε την προσοχή η αδελφή του, μια κοπελίτσα

έντεκα χρονών, υπέροχη, σαν μικρός έρωτας, ήρεμη, σοβαρή, χλομή, με μεγάλα στοχαστικά

ολοστρόγγυλα μάτια. Την είχαν πειράξει τα παιδιά και κατέφυγε στο μικρό εκείνο σαλονάκι, όπου

καθόμουν κι εγώ, και ασχολήθηκε, καθισμένη στη γωνιά, με την κούκλα της. Οι επισκέπτες με

σεβασμό έδειχναν έναν πλούσιο φορομπήχτη, τον πατέρα της, και κάποιοι σιγοψιθύριζαν ότι ήδη η

κληρονομιά που την περιμένει φτάνει στις τριακόσιες χιλιάδες ρούβλια. Γύρισα να κοιτάξω τους

ενδιαφερόμενους για την περίπτωση αυτή και η ματιά μου έπεσε στον Γιούλιαν Μαστακόβιτς, ο

οποίος, με τα χέρια πίσω και γερμένο ελαφρώς το κεφάλι στο πλάι, άκουγε, υπερβολικά προσεχτικά

μάλλον, τη συζήτηση των αργόσχολων αυτών κυρίων. Επιπλέον, δεν μπορούσα να μη θαυμάσω τη

σοφία με την οποία μοίρασαν οι οικοδεσπότες τα δώρα. Η κοπελίτσα, που διέθετε ήδη μια

περιουσία από τριακόσιες χιλιάδες ρούβλια, πήρε μια πολύ ακριβή κούκλα. Ακολουθούσαν τα

φτηνότερα δώρα, ανάλογα με τη βαθμίδα ευημερίας και κοινωνικής θέσης των γονιών αυτών των

ευτυχισμένων παιδιών. Στο τέλος έμεινε ένα αγοράκι δέκα χρονών, αδυνατούλικο, μικρούλικο,

κοκκινομάλλικο, με φακίδες, που πήρε μόνο ένα βιβλίο με διηγήματα, τα οποία πραγματεύονταν το

μεγαλείο της φύσης, τα δάκρυα της μετάνοιας και λοιπά, χωρίς εικόνες και μάλιστα χωρίς τίτλο.

Ήταν ο γιος της γκουβερνάντας των παιδιών του οικοδεσπότη, μιας φτωχής χήρας, ένα παιδί άκρως

παραμελημένο και φοβισμένο. Φορούσε ένα μπλουζάκι από φτηνό τσίτι. Αφού πήρε το δώρο του,

τριγύρισε αρκετή ώρα κοντά στα άλλα παιχνίδια. Ήθελε φοβερά να παίξει με τα υπόλοιπα παιδιά,

αλλά δεν τολμούσε. Ήταν φανερό ότι ήξερε ήδη και καταλάβαινε τη θέση του.

Μου αρέσει πολύ να παρατηρώ τα παιδιά. Είναι εξαιρετικά ενδιαφέρουσα η πρώτη τους αυτόνομη

εκδήλωση στη ζωή. Πρόσεξα ότι ο κοκκινομάλλης μικρός γοητεύτηκε σε τέτοιο βαθμό από τα

πλούσια παιχνίδια των άλλων παιδιών, ιδίως από το κουκλοθέατρο, στο οποίο ήθελε οπωσδήποτε

να αναλάβει κάποιο ρόλο, που αποτόλμησε να τα κολακέψει. Χαμογελούσε και υποκρινόταν

απέναντι στα άλλα παιδιά, χάρισε το μήλο του σε ένα μπουκωμένο αγοράκι, που κρατούσε μια

πετσετούλα γεμάτη γλυκίσματα, μέχρι που αποφάσισε ακόμη και να κουβαλήσει κάποιο στην πλάτη

του, για να μην το διώξουν από το θέατρο. Όμως, ένα λεπτό αργότερα κάποιος καβγατζής του είχε

ρίξει μια γερή κλοτσιά. Το παιδάκι δεν τόλμησε να κλάψει. Εμφανίστηκε τότε η γκουβερνάντα, η

μανούλα του, και το πρόσταξε να μην ενοχλεί τα άλλα παιδιά στο παιχνίδι τους. Το παιδί μπήκε στο

σαλονάκι που βρισκόταν και η κοπελίτσα. Εκείνη το άφησε να πάει κοντά της και βάλθηκαν και τα

δυο, με μεγάλη αφοσίωση, να στολίζουν την πανάκριβη κούκλα.

Καθόμουν ήδη πάνω από ένα μισάωρο στη βεράντα με τους κατιφέδες και λαγοκοιμόμουν,

ακούγοντας τη σιγανή κουβέντα του μικρού κοκκινομάλλη και της πεντάμορφης με τις τριακόσιες

χιλιάδες ρούβλια προίκα, που έπαιζαν με την κούκλα, όταν ξάφνου στο δωμάτιο μπήκε ο Γιούλιαν

Μαστακόβιτς. Εκμεταλλεύτηκε μια θορυβώδη στιγμή τσακωμού των παιδιών και βγήκε κλεφτά από

την αίθουσα. Πρόσεξα ότι ένα λεπτό πριν μιλούσε αρκετά θερμά με τον πατέρα της μέλλουσας

πλούσιας νύφης, με τον οποίο είχε μόλις γνωριστεί, για τα προτερήματα μιας υπηρεσίας έναντι μιας

άλλης. Τώρα στεκόταν συλλογισμένος και σαν να μετρούσε με τα δάχτυλά του.

«Τριακόσια... τριακόσια», μουρμούριζε. «Έντεκα... δώδεκα... δεκατρία και ούτω καθεξής. Δεκαέξι —

πέντε χρόνια! Ας πούμε τέσσερα τοις εκατό, 12 επί πέντε =60, και σε αυτά τα 60... να, ας πούμε,

σύνολο σε πέντε χρόνια θα είναι τετρακόσια... Μάλιστα! Μα δεν κρατάει τέσσερα τοις εκατό, ο

απατεώνας! Ίσως οχτώ ή δέκα τοις εκατό παίρνει. Δηλαδή, ας πούμε πεντακόσιες, πεντακόσιες

χιλιάδες, αυτό τουλάχιστον είναι σίγουρο. Ε, τα επιπλέον για ρούχα, χμ...»

Τέλειωσε τους συλλογισμούς του, φύσηξε τη μύτη του στο μαντίλι κι ετοιμαζόταν να βγει από το

δωμάτιο, όταν ξάφνου το μάτι του έπεσε στην κοπελίτσα και σταμάτησε. Δε με είχε δει πίσω από τις

γλάστρες με την πρασινάδα. Μου φάνηκε πολύ ταραγμένος. Ή τον είχαν επηρεάσει οι υπολογισμοί

του, ή κάτι άλλο, σκούπιζε τα χέρια του και δεν μπορούσε να σταθεί σε ένα μέρος. Η ταραχή είχε

φτάσει στο plus ultra, όταν σταμάτησε κι έριξε ένα δεύτερο αποφασιστικό βλέμμα στη μέλλουσα

νύφη. Ύστερα, ακροποδητί, σαν να ένιωθε ένοχος, άρχισε να πλησιάζει τη μικρή. Πλησίασε

χαμογελώντας, έσκυψε και τη φίλησε στο κεφάλι. Εκείνη, που δεν περίμενε τέτοια επίθεση,

κραύγασε τρομαγμένη.

«Τι κάνετε εδώ, γλυκό μου παιδί;» ρώτησε ψιθυριστά, κοιτώντας γύρω κλεφτά και τσιμπώντας το

μάγουλο της κοπελίτσας.

«Παίζουμε...»

«Α! Μ' αυτόν;» ο Γιούλιαν Μαστακόβιτς στραβοκοίταξε τον μικρό.

«Κι εσύ, ψυχούλα μου, δεν πας στο σαλόνι καλύτερα;» του είπε.

Ο μικρός σιωπούσε, κοιτώντας τον κατάματα. Ο Γιούλιαν Μαστακόβιτς κοίταξε πάλι ένα γύρο και

ξανάσκυψε πάνω από το κοριτσάκι.

«Τι είναι αυτό, γλυκιά μου, κούκλα;» ρώτησε.

«Κούκλα», απαντούσε η κοπελίτσα, συνοφρυωμένη και δισταχτική.

«Κούκλα... Μήπως ξέρετε, γλυκιά μου, από τι έχει φτιαχτεί η κούκλα σας;»

«Δεν ξέρω...» απαντούσε η κοπελίτσα ψιθυριστά και έχοντας σκύψει εντελώς το κεφάλι.

«Μα, από κουρελάκια, ψυχούλα μου. Εσύ, μικρέ, πήγαινε στο σαλόνι, στα παιδιά της ηλικίας σου»,

είπε ο Γιούλιαν Μαστακόβιτς, κοιτάζοντας αυστηρά το παιδί.

Η κοπελίτσα και το αγοράκι συνοφρυώθηκαν και πιάστηκαν χέρι χέρι. Δεν ήθελαν να χωρίσουν.

«Ξέρετε γιατί σας χάρισαν αυτή την κούκλα;» ρώτησε ο Γιούλιαν Μαστακόβιτς, χαμηλώνοντας όλο

και περισσότερο τη φωνή του.

«Δεν ξέρω».

«Γιατί ήσασταν γλυκό και καλό παιδί όλη τη βδομάδα».

Στο σημείο αυτό ο Γιούλιαν Μαστακόβιτς, ταραγμένος όσο δεν παίρνει άλλο, κοίταξε ένα γύρο, και

χαμηλώνοντας ακόμα τη φωνή του ρώτησε τελικά, ψιθυριστά, με σχεδόν σβησμένη από την ταραχή

και την ανυπομονησία φωνή:

«Θα με αγαπάτε, γλυκό μου κοριτσάκι, όταν θα έρθω να επισκεφτώ τους γονείς σας;»

Λέγοντας αυτό, ο Γιούλιαν Μαστακόβιτς θέλησε για μια ακόμη φορά να φιλήσει το γλυκό κοριτσάκι,

αλλά ο κοκκινομάλλης μικρός, βλέποντας ότι εκείνη είναι έτοιμη να βάλει τα κλάματα, την άρπαξε

από τα χέρια και άρχισε να κλαίει για συμπαράσταση προς τη μικρή. Ο Γιούλιαν Μαστακόβιτς

θύμωσε για τα καλά.

«Φύγε, φύγε από δω, φύγε!» έλεγε στο αγοράκι. «Πήγαινε στο σαλόνι! Πήγαινε με τα παιδιά της

ηλικίας σου!»

«Όχι, δεν είναι ανάγκη, δε χρειάζεται! Φύγετε από εδώ», είπε η κοπελίτσα, «αφήστε τον, αφήστε

τον!» έλεγε κλαίγοντας σχεδόν πια.

Κάποιος ακούστηκε στη μεσόπορτα, ο Γιούλιαν Μαστακόβιτς ανασήκωσε στη στιγμή το σεβαστό

όγκο του ταραγμένος. Αλλά ο μικρός κοκκινομάλλης φοβήθηκε περισσότερο από τον Γιούλιαν

Μαστακόβιτς, άφησε την κοπελίτσα, και σιγανά, τοίχο τοίχο, πέρασε από το σαλόνι στην

τραπεζαρία. Για να μην προκαλέσει υποψίες, ο Γιούλιαν Μαστακόβιτς κίνησε κι εκείνος για την

τραπεζαρία. Ήταν κατακόκκινος σαν αστακός και, ρίχνοντας μια ματιά στον καθρέφτη, φάνηκε να

ντράπηκε. Ίσως να τον ενόχλησε τελικά το πάθος που έδειξε και η ανυπομονησία του. Ίσως, στην

αρχή, να τον εντυπωσίασε σε τέτοιο βαθμό ο υπολογισμός με τα δάχτυλα, να τον γοήτευσε και να

τον ενέπνευσε τόσο, που, παρά τη σοβαρότητα και τη σπουδαιότητά του, αποφάσισε να ενεργήσει

σαν παιδάκι, και να προσεγγίσει κατευθείαν το αντικείμενό του, παραβλέποντας το γεγονός ότι το

αντικείμενο θα μπορούσε να είναι όντως αντικείμενο έπειτα από πέντε τουλάχιστον χρόνια.

Ακολούθησα και εγώ τον αξιότιμο κύριο στην τραπεζαρία και βρέθηκα μπροστά σε μια παράξενη

σκηνή. Ο Γιούλιαν Μαστακόβιτς, κατακόκκινος από την απογοήτευση και την κακία, τρομοκρατούσε

το μικρό κοκκινομάλλη, ο οποίος, φεύγοντας όλο και πιο μακριά του, δεν ήξερε πού να τρέξει να

κρυφτεί.

«Φύγε, τι κάνεις εδώ, χάσου, χαμένε, δίνε του! Κλέβεις φρούτα, εδώ μέσα, ε; Κλέβεις φρούτα; Δίνε

του, χαμένε, δίνε του, μυξιάρικο, πήγαινε με τ' άλλα της ηλικίας σου!»

Τρομαγμένος ο μικρός, αποφασισμένος να γλιτώσει, δοκίμασε να μπει κάτω από το τραπέζι. Τότε ο

διώκτης του, εκνευρισμένος όσο δεν παίρνει άλλο, έβγαλε το μεγάλο βατιστένιο μαντίλι του και

άρχισε να μαστιγώνει με αυτό, κάτω από το τραπέζι, το αγοράκι που είχε ζαρώσει. Πρέπει να

υπογραμμίσω ότι ο Γιούλιαν Μαστακόβιτς ήταν λίγο χοντρούλης. Ήταν ένας άντρας καλοθρεμμένος,

ροδομάγουλος, στιβαρός, με κοιλίτσα, με τα παχάκια του, αυτό που με μια λέξη λέμε χοντρός,

στρογγυλός σαν καρύδα. Ίδρωνε, ξεφυσούσε και κοκκίνιζε φοβερά. Στο τέλος, τον έπιασε σχεδόν

υστερία, τόσο μεγάλο ήταν μέσα του το αίσθημα της αγανάκτησης και (ποιος ξέρει) ίσως και της

ζήλιας. Τότε είναι που έσκασα στα γέλια. Ο Γιούλιαν Μαστακόβιτς στράφηκε και, παρά τη

σπουδαιότητά του, τα έχασε εντελώς. Τη στιγμή εκείνη, από την απέναντι πόρτα μπήκε ο

οικοδεσπότης. Το αγόρι βγήκε κάτω από το τραπέζι σκουπίζοντας τα γόνατα και τους αγκώνες του.

Ο Γιούλιαν Μαστακόβιτς βιάστηκε να φέρει το μαντίλι, που κρατούσε από τη μια άκρη, στη μύτη

του.

Ο οικοδεσπότης μάς κοίταξε και τους τρεις μας με έκπληξη, αλλά, σαν άνθρωπος που ξέρει τη ζωή

και την αντιμετωπίζει σοβαρά, εκμεταλλεύτηκε αμέσως το γεγονός ότι βρήκε μονάχο τον επισκέπτη

του.

«Να, ο μικρός», είπε δείχνοντας τον κοκκινομάλλη, «για τον οποίο είχα την τιμή να σας ζητήσω...»

«Τι;» αποκρινόταν ο Γιούλιαν Μαστακόβιτς, που δεν είχε συνέλθει ακόμα εντελώς.

«Ο γιος της γκουβερνάντας των παιδιών μου», συνέχιζε ο οικοδεσπότης με παρακλητική φωνή, «η

φτωχή γυναίκα είναι χήρα, σύζυγος ενός τίμιου υπαλλήλου. Και γι' αυτό... Γιούλιαν Μαστακόβιτς,

αν είναι δυνατόν...»

 «Αχ, όχι, όχι», φώναξε τότε ο Γιούλιαν Μαστακόβιτς, «όχι, συγχωρέστε με, Φιλίπ Αλεξέγεβιτς, δε

γίνεται επ' ουδενί. Πληροφορήθηκα ότι δεν υπάρχουν θέσεις, αλλά κι αν ακόμα υπήρχε κάποια, θα

τη διεκδικούσαν ήδη δέκα υποψήφιοι, που έχουν πολύ μεγαλύτερο δικαίωμα απ' ό,τι αυτός...

Λυπάμαι πολύ, λυπάμαι πολύ...»

«Λυπάμαι», επανέλαβε κι ο οικοδεσπότης, «ο μικρός είναι τόσο ήσυχος, τόσο σεμνός...»

«Σκανταλιάρης μεγάλος, απ' ό,τι πρόσεξα», απαντούσε ο Γιούλιαν Μαστακόβιτς, στραβώνοντας

υστερικά το στόμα. «Πήγαινε μικρέ, τι στέκεσαι, πήγαινε με τα παιδιά της ηλικίας σου!» είπε

απευθυνόμενος στο παιδί.

Στο σημείο αυτό, φαίνεται, δεν μπόρεσε να κρατηθεί και μου έριξε μια λοξή ματιά. Ούτε εγώ

κρατήθηκα και του γέλασα κατάμουτρα. Ο Γιούλιαν Μαστακόβιτς στράφηκε στη στιγμή και με

περισσή φαρμακερή ειρωνεία ρώτησε τον οικοδεσπότη ποιος είναι αυτός ο περίεργος νεαρός.

Ψιθύρισαν κάτι μεταξύ τους και βγήκαν από το δωμάτιο. Έπειτα είδα τον Γιούλιαν Μαστακόβιτς,

ακούγοντας τον οικοδεσπότη, να κουνάει δύσπιστα το κεφάλι του.

Γελώντας με την ψυχή μου, επέστρεψα στο σαλόνι. Εκεί, ο σπουδαίος γαμπρός, περικυκλωμένος

από τους πατεράδες και τις μανάδες της ομήγυρης, την οικοδέσποινα και τον οικοδεσπότη,

συζητούσε έντονα με μια κυρία, στην οποία τον είχαν μόλις συστήσει. Η κυρία κρατούσε από το χέρι

το κοριτσάκι με το οποίο δέκα λεπτά νωρίτερα ο Γιούλιαν Μαστακόβιτς είχε αυτή τη σκηνή στο

σαλονάκι. Τώρα είχε αναλυθεί σε παινέματα και εκθειασμούς της ομορφιάς, των ταλέντων, της

χάρης και της καλής ανατροφής του γλυκού παιδιού. Είχε ξεδιάντροπα μετατραπεί σε κόλακα

μπροστά στην κυρία μαμά. Η μητέρα τον άκουγε περίπου με δάκρυα ενθουσιασμού στα μάτια. Τα

χείλη του πατέρα χαμογελούσαν. Ο οικοδεσπότης χαιρόταν για τη γενική ικανοποίηση. Ακόμη και οι

υπόλοιποι επισκέπτες τούς συμμερίζονταν, ακόμη και τα παιχνίδια των παιδιών σταμάτησαν, για να

μην ενοχλούν τη συζήτηση αυτή. Η ατμόσφαιρα ήταν άκρως ευλαβική. Άκουσα στη συνέχεια πόσο

συγκινημένη ως τα βάθη της ψυχής της ήταν η κυρία μαμά της ενδιαφέρουσας κοπελίτσας και με

πόσο προσεχτικά διαλεγμένες εκφράσεις ζήτησε από τον Γιούλιαν Μαστακόβιτς να της κάνει την

ξεχωριστή τιμή, να τιμήσει το σπιτικό τους με την πολύτιμη γνωριμία του, άκουσα με πόσο

ενθουσιασμό, καθόλου προσποιητό, δέχτηκε την πρόσκληση ο Γιούλιαν Μαστακόβιτς, και άκουσα

τους επισκέπτες, καθώς διασκορπίζονταν, όπως η ευγένεια απαιτούσε, προς διάφορες

κατευθύνσεις, να παινεύουν δουλικά ο ένας στον άλλο τον φορομπήχτη, την κυρία φορομπήχτη, την

κοπελίτσα και κυρίως τον Γιούλιαν Μαστακόβιτς.

«Είναι παντρεμένος αυτός ο κύριος;» ρώτησα, σχεδόν φωναχτά, έναν από τους γνωστούς μου, που

στεκόταν πλησιέστερα από όλους στον Γιούλιαν Μαστακόβιτς.

Ο Γιούλιαν Μαστακόβιτς μου έριξε μια ερωτηματική και κακιωμένη ματιά.

«Όχι!» μου απαντούσε ο γνωστός μου, στενοχωρημένος ως τα βάθη της ψυχής του από την

αδεξιότητά μου, την οποία ωστόσο διέπραττα επί τούτου...

Πριν από λίγο καιρό περνούσα έξω από την εκκλησία Τ... Το πλήθος του κόσμου και οι αναρίθμητες

άμαξες τράβηξαν την προσοχή μου. Γύρω μιλούσαν για το γάμο. Η μέρα ήταν κάπως σκοτεινή,

άρχιζε να ψιχαλίζει. Άνοιξα δρόμο ανάμεσα στο πλήθος και μπήκα στην εκκλησία. Εκεί είδα το

γαμπρό. Ήταν ένας κοντός, παχουλός, καλοθρεμμένος άντρας με κοιλίτσα και στολισμένος

επιδεικτικά. Έτρεχε πέρα δώθε ταραγμένος και έδινε προσταγές. Τελικά, ακούστηκε ότι ερχόταν η

νύφη. Στριμώχτηκα μέσα στο πλήθος και είδα μια υπέροχη καλλονή, στο πρώτο άνθος της ηλικίας

της. Αλλά η καλλονή ήταν χλομή και θλιμμένη. Κοιτούσε σαν χαμένη γύρω της. Μου φάνηκε,

μάλιστα, ότι τα μάτια της ήταν κόκκινα από πρόσφατα δάκρυα. Η αυστηρότητα των

χαρακτηριστικών του προσώπου της έδινε βάρος και επισημότητα στην ομορφιά της. Αλλά μέσα

από αυτή την αυστηρότητα και βαρύτητα, μέσα από αυτή τη θλίψη αχνόφεγγε ακόμα η πρώτη,

παιδική, αθώα έκφρασή της. Πάνω της υπήρχε κάτι το αφελές, το ακαθόριστο και νεανικό, κάτι που,

θα έλεγε κανείς, ότι εκλιπαρούσε απερίφραστα για έλεος.

Έλεγαν ότι είχε μόλις μπει στα δεκαέξι. Κοιτώντας προσεχτικά το γαμπρό, αναγνώρισα ξαφνικά σ'

αυτόν τον Γιούλιαν Μαστακόβιτς, που είχα να τον δω πέντε χρόνια ακριβώς. Κοίταξα και εκείνην...

Ω, Θεέ μου... Άρχισα να σπρώχνω για να βγω. Ο κόσμος έλεγε ότι η νύφη είναι πλούσια, ότι η νύφη

έχει κληρονομιά πεντακόσιες χιλιάδες ρούβλια... και κάμποσα προικιά...

«Πάντως οι υπολογισμοί ήταν σωστοί!» σκέφτηκα, βγαίνοντας επιτέλους στο δρόμο...__

 

ΦΙΟΝΤΟΡ ΝΤΟΣΤΟΓΙΕΦΣΚΙ (1821 - 1881) 

Ρώσικες Χριστουγεννιάτικες ιστορίες 

Το βιβλίο υπάρχει στο dimadam.files.wordpress  και στο  e-didaskalia.blogspot