Παρασκευή 28 Μαΐου 2021

τό ὕδωρ τό ζῶν

Κυριακή 30 Μαΐου 2021

Ο Ιησούς και η Σαμαρείτιδα γυναίκα στο πηγάδι

Κυριακή της Σαμαρείτιδος - Ι.Ν. Ζωοδόχου Πηγής, Λαρίσης 

ΚΥΡΙΑΚΗ ΠΕΜΠΤΗ:  ΤΗΣ ΣΑΜΑΡΕΙΤΙΔΟΣ

κ τοῦ κατά Ἰωάννην.  Κεφ. 4:5-42

Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, 

ἔρχεται ὁ ᾿Ιησοῦς εἰς πόλιν τῆς Σαμαρείας, λεγομένην Συχάρ, πλησίον τοῦ χωρίου ὃ ἔδωκεν ᾿Ιακὼβ ᾿Ιωσὴφ τῷ υἱῷ αὐτοῦ· ἦν δὲ ἐκεῖ πηγὴ τοῦ ᾿Ιακώβ.

Ὁ οὖν ᾿Ιησοῦς κεκοπιακὼς ἐκ τῆς ὁδοιπορίας, ἐκαθέζετο οὕτως ἐπὶ τῇ πηγῇ· ὧρα ἦν ὡσεὶ ἕκτη.

 Ἔρχεται γυνὴ ἐκ τῆς Σαμαρείας ἀντλῆσαι ὕδωρ.

Λέγει αὐτῇ ὁ ᾿Ιησοῦς·

Δός μοι πιεῖν.

Οἱ γὰρ Μαθηταὶ αὐτοῦ ἀπεληλύθεισαν εἰς τὴν πόλιν, ἵνα τροφὰς ἀγοράσωσι.

Λέγει οὖν αὐτῷ ἡ γυνὴ ἡ Σαμαρεῖτις·

Πῶς σὺ ᾿Ιουδαῖος ὢν, παρ᾿ ἐμοῦ πιεῖν αἰτεῖς, οὔσης γυναικὸς Σαμαρείτιδος;

Οὐ γὰρ συγχρῶνται ᾿Ιουδαῖοι Σαμαρείταις.

Ἀπεκρίθη ᾿Ιησοῦς καὶ εἶπεν αὐτῇ·

Εἰ ᾔδεις τὴν δωρεὰν τοῦ Θεοῦ, καὶ τίς ἐστιν ὁ λέγων σοι, δός μοι πιεῖν, σὺ ἂν ᾔτησας αὐτόν, καὶ ἔδωκεν ἄν σοι ὕδωρ ζῶν.

Λέγει αὐτῷ ἡ γυνή·

Κύριε, οὔτε ἄντλημα ἔχεις, καὶ τὸ φρέαρ ἐστὶ βαθύ·

πόθεν οὖν ἔχεις τὸ ὕδωρ τὸ ζῶν;

μὴ σὺ μείζων εἶ τοῦ πατρὸς ἡμῶν ᾿Ιακώβ, ὃς ἔδωκεν ἡμῖν τὸ φρέαρ, καὶ αὐτὸς ἐξ αὐτοῦ ἔπιε, καὶ οἱ υἱοὶ αὐτοῦ καὶ τὰ θρέμματα αὐτοῦ;

Ἀπεκρίθη ᾿Ιησοῦς καὶ εἶπεν αὐτῇ·

Πᾶς ὁ πίνων ἐκ τοῦ ὕδατος τούτου, διψήσει πάλιν·

ὃς δ᾿ ἂν πίῃ ἐκ τοῦ ὕδατος, οὗ ἐγὼ δώσω αὐτῷ, οὐ μὴ διψήσῃ εἰς τὸν αἰῶνα,

ἀλλὰ τὸ ὕδωρ ὃ δώσω αὐτῷ, γενήσεται ἐν αὐτῷ πηγὴ ὕδατος ἁλλομένου εἰς ζωὴν αἰώνιον.

Λέγει πρὸς αὐτὸν ἡ γυνή·

Κύριε, δός μοι τοῦτο τὸ ὕδωρ, ἵνα μὴ διψῶ μηδὲ ἔρχωμαι ἐνθάδε ἀντλεῖν.

Λέγει αὐτῇ ὁ ᾿Ιησοῦς·

Ὕπαγε φώνησον τὸν ἄνδρα σου καὶ ἐλθὲ ἐνθάδε.

 Ἀπεκρίθη ἡ γυνὴ καὶ εἶπεν·

Οὐκ ἔχω ἄνδρα.

Λέγει αὐτῇ ὁ ᾿Ιησοῦς·

Καλῶς εἶπας ὅτι ἄνδρα οὐκ ἔχω· πέντε γὰρ ἄνδρας ἔσχες, καὶ νῦν ὃν ἔχεις, οὐκ ἔστι σου ἀνήρ· τοῦτο ἀληθὲς εἴρηκας.

Λέγει αὐτῷ ἡ γυνή·

Κύριε, θεωρῶ ὅτι προφήτης εἶ σύ.

Οἱ πατέρες ἡμῶν ἐν τῷ ὄρει τούτῳ προσεκύνησαν·

καὶ ὑμεῖς λέγετε ὅτι ἐν ῾Ιεροσολύμοις ἐστὶν ὁ τόπος ὅπου δεῖ προσκυνεῖν.

Λέγει αὐτῇ ὁ ᾿Ιησοῦς·

Γύναι, πίστευσόν μοι, ὅτι ἔρχεται ὥρα, ὅτε οὔτε ἐν τῷ ὄρει τούτῳ οὔτε ἐν ῾Ιεροσολύμοις προσκυνήσετε τῷ Πατρί.

 Ὑμεῖς προσκυνεῖτε ὃ οὐκ οἴδατε, ἡμεῖς προσκυνοῦμεν, ὃ οἴδαμεν· ὅτι ἡ σωτηρία ἐκ τῶν ᾿Ιουδαίων ἐστίν.

Ἀλλ᾿ ἔρχεται ὥρα, καὶ νῦν ἐστιν, ὅτε οἱ ἀληθινοὶ προσκυνηταὶ προσκυνήσουσι τῷ Πατρὶ ἐν πνεύματι, καὶ ἀληθείᾳ·

καὶ γὰρ ὁ Πατὴρ τοιούτους ζητεῖ τοὺς προσκυνοῦντας αὐτόν.

Πνεῦμα ὁ Θεός, καὶ τοὺς προσκυνοῦντας αὐτὸν, ἐν πνεύματι καὶ ἀληθείᾳ δεῖ προσκυνεῖν.

Λέγει αὐτῷ ἡ γυνή·

Οἶδα ὅτι Μεσσίας ἔρχεται, ὁ λεγόμενος Χριστός·

ὅταν ἔλθῃ ἐκεῖνος, ἀναγγελεῖ ἡμῖν ἅπαντα.

Λέγει αὐτῇ ὁ ᾿Ιησοῦς·

Ἐγώ εἰμι, ὁ λαλῶν σοι.

Καὶ ἐπὶ τούτῳ ἦλθον οἱ Μαθηταὶ αὐτοῦ, καὶ ἐθαύμασαν ὅτι μετὰ γυναικὸς ἐλάλει·

οὐδεὶς μέντοι εἶπε·

Τί ζητεῖς; ἢ, τί λαλεῖς μετ᾿ αὐτῆς;

᾿Αφῆκεν οὖν τὴν ὑδρίαν αὐτῆς ἡ γυνὴ, καὶ ἀπῆλθεν εἰς τὴν πόλιν, καὶ λέγει τοῖς ἀνθρώποις·

Δεῦτε, ἴδετε ἄνθρωπον, ὃς εἶπέ μοι πάντα ὅσα ἐποίησα·

 μήτι οὗτός ἐστιν ὁ Χριστός;

Ἐξῆλθον οὖν ἐκ τῆς πόλεως, καὶ ἤρχοντο πρὸς αὐτόν.

᾿Εν δὲ τῷ μεταξὺ, ἠρώτων αὐτὸν οἱ Μαθηταὶ λέγοντες·

Ῥαββί, φάγε.

Ὁ δὲ εἶπεν αὐτοῖς·

Ἐγὼ βρῶσιν ἔχω φαγεῖν, ἣν ὑμεῖς οὐκ οἴδατε.

Ἔλεγον οὖν οἱ Μαθηταὶ πρὸς ἀλλήλους·

Μή τις ἤνεγκεν αὐτῷ φαγεῖν;

Λέγει αὐτοῖς ὁ ᾿Ιησοῦς·

Ἐμὸν βρῶμά ἐστιν, ἵνα ποιῶ τὸ θέλημα τοῦ πέμψαντός με, καί τελειώσω αὐτοῦ τὸ ἔργον.

Οὐχ ὑμεῖς λέγετε, ὅτι ἔτι τετράμηνός ἐστι, καὶ ὁ θερισμὸς ἔρχεται;

Ἰδοὺ, λέγω ὑμῖν, ἐπάρατε τοὺς ὀφθαλμοὺς ὑμῶν, καὶ θεάσασθε τὰς χώρας, ὅτι λευκαί εἰσι πρὸς θερισμὸν ἤδη.

 Καὶ ὁ θερίζων, μισθὸν λαμβάνει, καὶ συνάγει καρπὸν εἰς ζωὴν αἰώνιον, ἵνα καὶ ὁ σπείρων ὁμοῦ χαίρῃ, καὶ ὁ θερίζων.

Ἐν γὰρ τούτῳ ὁ λόγος ἐστὶν ὁ ἀληθινός,

ὅτι ἄλλος ἐστὶν ὁ σπείρων καὶ ἄλλος ὁ θερίζων.

 Ἐγὼ ἀπέστειλα ὑμᾶς θερίζειν, ὃ οὐχ ὑμεῖς κεκοπιάκατε·

 ἄλλοι κεκοπιάκασι, καὶ ὑμεῖς εἰς τὸν κόπον αὐτῶν εἰσεληλύθατε.

᾿Εκ δὲ τῆς πόλεως ἐκείνης πολλοὶ τῶν Σαμαρειτῶν ἐπίστευσαν εἰς αὐτὸν, διὰ τὸν λόγον τῆς γυναικός, μαρτυρούσης·

Ὅτι εἶπέ μοι πάντα ὅσα ἐποίησα.

 Ὡς οὖν ἦλθον πρὸς αὐτὸν οἱ Σαμαρεῖται, ἠρώτων αὐτὸν μεῖναι παρ᾿ αὐτοῖς·

καὶ ἔμεινεν ἐκεῖ δύο ἡμέρας.

Καὶ πολλῷ πλείους ἐπίστευσαν διὰ τὸν λόγον αὐτοῦ.

Τῇ τε γυναικὶ ἔλεγον·

Ὅτι οὐκέτι διὰ τὴν σὴν λαλιὰν πιστεύομεν·

αὐτοὶ γὰρ ἀκηκόαμεν, καὶ οἴδαμεν, ὅτι οὗτός ἐστιν ἀληθῶς ὁ Σωτὴρ τοῦ κόσμου, ὁ Χριστός.


Τὸ Εὐαγγέλιον christopherklitou.com

ΒΙΟΣ ΑΓΙΑΣ ΦΩΤΕΙΝΗΣ

Η Αγία Φωτεινή έζησε στα χρόνια του Χριστού. Ήταν Σαμαρείτιδα στην καταγωγή και διέμενε στην πόλη Συχάρ όπου ζούσε ένα έκλυτο βίο. Ο τρόπος ζωής της ήταν γνωστός στους συμπολίτες της και για αυτόν την είχαν στιγματίσει.

Εκείνο τον καιρό, ο Ιησούς περνούσε από την Συχάρ και στάθηκε στο πηγάδι του Ιακώβ για να πιει νερό. Εκεί συναντήθηκε με την Αγία Φωτεινή από την οποία ζήτησε να του δώσει νερό. Τότε οι Ιουδαίοι και οι Σαμαρείτες δεν είχαν επαφές και γι' αυτό παραξενεύτηκε η Αγία που ένας Ιουδαίος της απηύθυνε τον λόγο. Το είπε αυτό στον Ιησού και Εκείνος της αποκρίθηκε ότι αν ήξερε ποιος είναι θα του ζητούσε αυτή νερό που δεν τελειώνει ποτέ και όταν το πιει κάποιος δεν ξαναδιψά, εννοώντας φυσικά τον Χριστό, η Αγία Φωτεινή πίστεψε σε Αυτόν και κάλεσε τους συμπολίτες της να τρέξουν να Τον συναντήσουν. Ο Χριστός έμεινε δύο ημέρες στη Συχάρ και τους μετέδωσε τον Λόγο και την ευλογία Του.

Η Αγία Φωτεινή βαπτίστηκε από τους Αποστόλους την ημέρα της Πεντηκοστής μετά την Ανάσταση του Κυρίου. Μαζί της βαπτίστηκαν και οι δύο γιοί της καθώς και οι πέντε αδερφές της. Με την συνοδεία των γιών της και των αδερφών της κήρυξε τον λόγο του Χριστού στη Συρία, στην Φοινίκη, στην Παλαιστίνη, στην Αίγυπτο, στην Καρχηδόνα και τελικά στη Ρώμη. Η μεγάλη της αυτή αποστολική δράση είναι ο λόγος για τον οποίο η εκκλησία μας την ονομάζει Ισαπόστολο.

Τα χρόνια περνούσαν και η Αγία κήρυττε τον λόγο του Χριστού με θέρμη σε όσα μέρη την αξίωσε η χάρη Του να ταξιδέψει. Κάποια στιγμή έφτασε και στην Καρθαγένη στην Βόρεια Αφρική. Μαζί της ήταν πάντα οι πέντε αδερφές της ( Ανατολή, Φωτώ, Φωτίς, Παρασκευή και Κυριακή) και ο μικρός γιός της ο Ιωσήν. 

Ο μεγάλος της γιός Βίκτωρ ήταν στρατιώτης στον Ρωμαϊκό στρατό και έφερε το βαθμό του στρατηλάτη. Ρωμαίος αυτοκράτορας τότε ήταν ο Νέρων, ο οποίος μη γνωρίζοντας ότι ο Βίκτωρ ήταν χριστιανός, του ανέθεσε να διώξει τους Χριστιανούς στην Ιταλία. Ο Βίκτωρ πήγε στην Ιταλία αλλά φυσικά αρνήθηκε να φέρει σε πέρας τις εντολές που είχε λάβει. Ο δούκας Σεβαστιανός, φίλος του Βίκτωρα προσπάθησε να τον μεταπείσει αλλά αντί αυτού και με την χάρη του Ιησού Χριστού, μεταπείστηκε ο ίδιος και βαπτίστηκε χριστιανός.

Ο Νέρων πληροφορήθηκε τα γεγονότα αυτά και κάλεσε στην Ρώμη τόσο τον Βίκτωρα, που είχε εντωμεταξύ λάβει το χριστιανικό όνομα Φωτεινός, και τον Σεβαστιανό, όσο και την Αγία Φωτεινή με τις αδερφές της και τον μικρό της γιο.

Στην προσπάθεια του να τους κάνει να αλλάξουν πίστη, ο Νέρων χρησιμοποίησε όσα δόλια μέσα και όσα βασανιστήρια του ήταν γνωστά. Η Αγία Φωτεινή και οι υπόλοιποι μάρτυρες δεν λύγισαν ούτε στιγμή και συνεχώς δοξολογούσαν τον Ιησού Χριστό.

Κατά τη διάρκεια των φρικτών μαρτυρίων που υπέστησαν, πολλά θαύματα έλαβαν χώρα. Μετά από κάθε μαρτύριο, τόσο η Αγία όσο και οι υπόλοιποι μάρτυρες ήταν ανέπαφοι. Αυτό ήταν κάτι που πείσμωνε τον Νέρωνα αλλά ταυτόχρονα έκανε πολλούς από αυτούς που έβλεπαν τα θαύματα αυτά να πιστέψουν στον Χριστό και να βαπτισθούν χριστιανοί.

Μετά από ατελείωτα μαρτύρια που υπέστει η Αγία Φωτεινή φυλακίστηκε και μέσα στη φυλακή παρέδωσε την ψυχή της στο Κύριο.

Την μνήμη της Αγίας Φωτεινής της Σαμαρείτιδος την γιορτάζουμε στις 26 Φεβρουαρίου και την Κυριακή της Σαμαρείτιδος.

Διαβάστε ακόμα:

Η Αγία Φωτεινή της Σμύρνης και τα «παιδιά» της

Η Αγία Φωτεινή ήταν ο ωραιότερος κι ο πιο εντυπωσιακός ναός της Σμύρνης. Ξεχώριζε για το πανύψηλο καμπαναριό, τις φανταχτερές του καμπάνες, τις μεγαλοπρεπείς τοιχογραφίες και το χρυσό σταυρό, που έλαμπε στον ήλιο. Αποτελούσε τον Μητροπολιτικό Ναό της Σμύρνης και αφιερώθηκε στη Σαμαρείτιδα Αγία Φωτεινή, διότι κατά την παράδοση η μεγάλη Ισαπόστολος μετά τη συνάντηση με τον Κύριο, βαπτίσθηκε η ίδια και η οικογένειά της, κήρυξε τον Χριστιανισμό σε πολλές περιοχές και κατέληξε στη Σμύρνη όπου και μαρτύρησε. Οι Σμυρναίοι ευλαβούνταν πολύ την Αγία Φωτεινή και γι’ αυτό το όνομα Φωτεινή ήταν συχνό στις Σμυρναίες και εν γένει στις Μικρασιάτισσες.

mikrasiatwn.wordpress.com

Κυριακή της Σαμαρείτιδος

Ομιλία από Άγιο Νικόλαο Βελιμίροβιτς romfea.gr

Γυναίκα στο πηγάδι του Carl Heinrich Bloch

Samaritan woman at the well

Ο Ιησούς και η Σαμαρείτιδα γυναίκα στο πηγάδι

Στην εικαστική τέχνη  

en.wikipedia.org


Διαβάστε και την περσινή μας  ανάρτηση:

Η Κυριακή της Σαμαρείτιδος

 

 

 

Σάββατο 22 Μαΐου 2021

Στό δρόμο πρός τήν Ἐμμαούς

Κυριακή 23 Μαΐου 2021

Gang nach Emmaus - Robert Zund 1877, Kunstmuseum St. Gallen

«μεῖνον μεθ᾿ ἡμῶν»

Εἰς τόν Ὄρθρον: Τὸ Ε΄ Ἑωθινόν Εὐαγγέλιον

  Ἐκ τοῦ κατά Λουκᾶν  Κεφ.  24:12-35

Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, 

ὁ Πέτρος ἀναστὰς ἔδραμεν ἐπὶ τὸ μνημεῖον, καὶ παρακύψας βλέπει τὰ ὀθόνια κείμενα μόνα· καὶ ἀπῆλθε πρὸς ἑαυτόν, θαυμάζων τὸ γεγονός. 

Καὶ ἰδοὺ, δύο ἐξ αὐτῶν ἦσαν πορευόμενοι ἐν αὐτῇ τῇ ἡμέρᾳ εἰς κώμην, ἀπέχουσαν σταδίους ἑξήκοντα ἀπὸ ῾Ιερουσαλήμ, ᾗ ὄνομα ᾿Εμμαούς· 

καὶ αὐτοὶ ὡμίλουν πρὸς ἀλλήλους περὶ πάντων τῶν συμβεβηκότων τούτων. 

Καὶ ἐγένετο ἐν τῷ ὁμιλεῖν αὐτοὺς καὶ συζητεῖν, καὶ αὐτὸς ὁ ᾿Ιησοῦς ἐγγίσας, συνεπορεύετο αὐτοῖς· 

οἱ δὲ ὀφθαλμοὶ αὐτῶν ἐκρατοῦντο τοῦ μὴ ἐπιγνῶναι αὐτόν. 

Εἶπε δὲ πρὸς αὐτούς· 

Τίνες οἱ λόγοι οὗτοι οὓς ἀντιβάλλετε πρὸς ἀλλήλους περιπατοῦντες, καί ἐστε σκυθρωποί; 

Ἀποκριθεὶς δὲ ὁ εἷς, ᾧ ὄνομα Κλεόπας, εἶπε πρὸς αὐτόν· 

Σὺ μόνος παροικεῖς ἐν ῾Ιερουσαλὴμ καὶ οὐκ ἔγνως τὰ γενόμενα ἐν αὐτῇ ἐν ταῖς ἡμέραις ταύταις; 

Καὶ εἶπεν αὐτοῖς· 

Ποῖα; 

Οἱ δὲ εἶπον αὐτῷ· 

Τὰ περὶ ᾿Ιησοῦ τοῦ Ναζωραίου, ὃς ἐγένετο ἀνὴρ προφήτης δυνατὸς ἐν ἔργῳ καὶ λόγῳ ἐναντίον τοῦ Θεοῦ καὶ παντὸς τοῦ λαοῦ·

 ὅπως τε παρέδωκαν αὐτὸν οἱ Ἀρχιερεῖς καὶ οἱ ἄρχοντες ἡμῶν εἰς κρῖμα θανάτου καὶ ἐσταύρωσαν αὐτόν· 

ἡμεῖς δὲ ἠλπίζομεν, ὅτι αὐτός ἐστιν ὁ μέλλων λυτροῦσθαι τὸν ᾿Ισραήλ· 

ἀλλά γε σὺν πᾶσι τούτοις, τρίτην ταύτην ἡμέραν ἄγει σήμερον ἀφ᾿ οὗ ταῦτα ἐγένετο. 

Ἀλλὰ καὶ γυναῖκές τινες ἐξ ἡμῶν ἐξέστησαν ἡμᾶς, γενόμεναι ὄρθριαι ἐπὶ τὸ μνημεῖον· 

καὶ μὴ εὑροῦσαι τὸ σῶμα αὐτοῦ, ἦλθον, λέγουσαι καὶ ὀπτασίαν Ἀγγέλων ἑωρακέναι, οἳ λέγουσιν αὐτὸν ζῆν. 

Καὶ ἀπῆλθόν τινες τῶν σὺν ἡμῖν ἐπὶ τὸ μνημεῖον, 

καὶ εὗρον οὕτω καθὼς καὶ αἱ γυναῖκες εἶπον· 

αὐτὸν δὲ οὐκ εἶδον. 

Καὶ αὐτὸς εἶπε πρὸς αὐτούς· 

Ὦ ἀνόητοι καὶ βραδεῖς τῇ καρδίᾳ τοῦ πιστεύειν ἐπὶ πᾶσιν οἷς ἐλάλησαν οἱ Προφῆται. 

Οὐχὶ ταῦτα ἔδει παθεῖν τὸν Χριστὸν καὶ εἰσελθεῖν εἰς τὴν δόξαν αὐτοῦ; 

Καὶ ἀρξάμενος ἀπὸ Μωσέως καὶ ἀπὸ πάντων τῶν Προφητῶν διηρμήνευεν αὐτοῖς ἐν πάσαις ταῖς Γραφαῖς τὰ περὶ ἑαυτοῦ.

 Καὶ ἤγγισαν εἰς τὴν κώμην οὗ ἐπορεύοντο· 

καὶ αὐτὸς προσεποιεῖτο πορρωτέρω πορεύεσθαι. 

Καὶ παρεβιάσαντο αὐτὸν λέγοντες· 

μεῖνον μεθ᾿ ἡμῶν, ὅτι πρὸς ἑσπέραν ἐστὶ καὶ κέκλικεν ἡ ἡμέρα· 

Καὶ εἰσῆλθε τοῦ μεῖναι σὺν αὐτοῖς. 

Καὶ ἐγένετο ἐν τῷ κατακλιθῆναι αὐτὸν μετ᾿ αὐτῶν, λαβὼν τὸν ἄρτον, εὐλόγησε, καὶ κλάσας ἐπεδίδου αὐτοῖς. 

Αὐτῶν δὲ διηνοίχθησαν οἱ ὀφθαλμοί καὶ ἐπέγνωσαν αὐτόν· 

καὶ αὐτὸς ἄφαντος ἐγένετο ἀπ᾿ αὐτῶν. 

Καὶ εἶπον πρὸς ἀλλήλους· 

οὐχὶ ἡ καρδία ἡμῶν καιομένη ἦν ἐν ἡμῖν, ὡς ἐλάλει ἡμῖν ἐν τῇ ὁδῷ, καὶ ὡς διήνοιγεν ἡμῖν τὰς γραφάς; 

Καὶ ἀναστάντες αὐτῇ τῇ ὥρᾳ, ὑπέστρεψαν εἰς ῾Ιερουσαλήμ,

 καὶ εὗρον συνηθροισμένους τοὺς ἕνδεκα καὶ τοὺς σὺν αὐτοῖς, λέγοντας· 

Ὅτι ἠγέρθη ὁ Κύριος ὄντως καὶ ὤφθη Σίμωνι. 

Καὶ αὐτοὶ ἐξηγοῦντο τὰ ἐν τῇ ὁδῷ· 

καὶ ὡς ἐγνώσθη αὐτοῖς ἐν τῇ κλάσει τοῦ ἄρτου.

  ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΕΤΑΡΤΗ: ΤΟΥ ΠΑΡΑΛΥΤΟΥ 

«Ἔγειρε, ἆρον τὸν κράβαττόν σου καὶ περιπάτει»

Τὸ Εὐαγγέλιον 

Ἐκ τοῦ κατά Ἰωάννην Κεφ. 5:1-15

Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ,  

ἀνέβη ὁ ᾿Ιησοῦς εἰς ῾Ιεροσόλυμα. 

Ἔστι δὲ ἐν τοῖς ῾Ιεροσολύμοις ἐπὶ τῇ προβατικῇ κολυμβήθρα, ἡ ἐπιλεγομένη ῾Εβραῑστὶ Βηθεσδά, πέντε στοὰς ἔχουσα. 

Ἐν ταύταις κατέκειτο πλῆθος πολὺ τῶν ἀσθενούντων, τυφλῶν, χωλῶν, ξηρῶν, ἐκδεχομένων τὴν τοῦ ὕδατος κίνησιν. 

Ἄγγελος γὰρ κατὰ καιρὸν κατέβαινεν ἐν τῇ κολυμβήθρᾳ, καὶ ἐταράσσετο τὸ ὕδωρ· 

ὁ οὖν πρῶτος ἐμβὰς μετὰ τὴν ταραχὴν τοῦ ὕδατος ὑγιὴς ἐγίνετο ᾧ δήποτε κατείχετο νοσήματι. 

Ἦν δέ τις ἄνθρωπος ἐκεῖ τριάκοντα καὶ ὀκτὼ ἔτη ἔχων ἐν τῇ ἀσθενείᾳ. 

Τοῦτον ἰδὼν ὁ ᾿Ιησοῦς κατακείμενον, καὶ γνοὺς ὅτι πολὺν ἤδη χρόνον ἔχει, λέγει αὐτῷ· 

θέλεις ὑγιὴς γενέσθαι; 

Ἀπεκρίθη αὐτῷ ὁ ἀσθενῶν· 

Κύριε, ἄνθρωπον οὐκ ἔχω, ἵνα ὅταν ταραχθῇ τὸ ὕδωρ, βάλῃ με εἰς τὴν κολυμβήθραν· 

ἐν ᾧ δὲ ἔρχομαι ἐγώ, ἄλλος πρὸ ἐμοῦ καταβαίνει. 

Λέγει αὐτῷ ὁ ᾿Ιησοῦς· 

Ἔγειρε, ἆρον τὸν κράβαττόν σου καὶ περιπάτει. 

Καὶ εὐθέως ἐγένετο ὑγιὴς ὁ ἄνθρωπος καὶ ἦρε τὸν κράβαττον αὐτοῦ καὶ περιεπάτει. 

ἦν δὲ Σάββατον ἐν ἐκείνῃ τῇ ἡμέρᾳ. 

Ἔλεγον οὖν οἱ ᾿Ιουδαῖοι τῷ τεθεραπευμένῳ· 

Σάββατόν ἐστιν· 

οὐκ ἔξεστί σοι ἄραι τὸν κράββατον. 

Ἀπεκρίθη αὐτοῖς· 

Ὁ ποιήσας με ὑγιῆ, ἐκεῖνός μοι εἶπεν· 

Ἆρον τὸν κράβαττόν σου καὶ περιπάτει. 

Ἠρώτησαν οὖν αὐτόν· 

Τίς ἐστιν ὁ ἄνθρωπος ὁ εἰπών σοι· 

Ἆρον τὸν κράβαττόν σου καί περιπάτει; 

Ὁ δὲ ἰαθείς οὐκ ᾔδει τίς ἐστιν· 

ὁ γὰρ ᾿Ιησοῦς ἐξένευσεν ὄχλου ὄντος ἐν τῷ τόπῳ. 

Μετὰ ταῦτα εὑρίσκει αὐτὸν ὁ ᾿Ιησοῦς ἐν τῷ ἱερῷ, καί εἶπεν αὐτῶ· 

Ἴδε, ὑγιὴς γέγονας· 

μηκέτι ἁμάρτανε, ἵνα μὴ χεῖρόν σοί τι γένηται. 

Ἀπῆλθεν ὁ ἄνθρωπος καὶ ἀνήγγειλε τοῖς ᾿Ιουδαίοις, ὅτι ᾿Ιησοῦς ἐστιν ὁ ποιήσας αὐτὸν ὑγιῆ.

Πηγή: christopherklitou.com

ΟΜΙΛΙΑ ΣΤΟ ΠΕΜΠΤΟ ΕΩΘΙΝΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ

«Οἱ δύο Μαθητές πρός Ἐμμαούς. Ποιός εἶναι αὐτὸς πού δὲν κατονομάζεται;» (Λουκ.κδ’, 12-13]

«Ὁ Πέτρος σηκώθηκε καὶ ἔτρεξε στὸ μνῆμα· καὶ ἀφοῦ ἔσκυψε εἶδε τά σάβανα μόνα τους (χωρὶς τὸ σῶμα) καὶ ἐπέστρεψε στὸ σπίτι του θαυμάζοντας τὸ γεγονός. Τὴν ἴδια ἡμέρα, δύο ἀπὸ αὐτοὺς (τοὺς μαθητὲς) πήγαιναν σὲ κάποιο χωριό, πού ἀπεῖχε ἕνδεκα περίπου χιλιόμετρα ἀπό τήν Ἱερουσαλὴμ καὶ λεγόταν Ἐμμαούς».

Ἡ ζωηφόρος ἀνάσταση τοῦ Κυρίου, δὲν ἀποδεικνύεται στοὺς ἐκλεκτοὺς μαθητές του ἀπὸ τὸ παραπάνω σημεῖο, ἀλλὰ πρῶτα ἀξιώθηκαν νὰ δοῦν αὐτὴν οἱ μαθήτριες πού μετέφεραν τὰ ἀρώματα. Ὕστερα δὲ ἀπὸ αὐτὲς οἱ μαθητὲς τῶν μαθητῶν, δύο ἀπό τούς ὁποίους ἦταν αὐτοὶ πού βάδιζαν πρὸς τὸ χωριὸ Ἐμμαούς τὴν ἴδια ἡμέρα, κατὰ τὴν ὁποίαν ἐνεργήθηκε τὸ μεγάλο μυστήριο τῆς ἀναστάσεως.

Τὸ γεγονὸς ὅτι ὁ εὐαγγελιστὴς ἀνέφερε τὸ ὄνομα τοῦ ἑνός, ἐνῶ ἀπέκρυψε τὸ ὄνομα τοῦ ἄλλου, ἔκανε πολλοὺς νὰ κάνουν διαφόρους συλλογισμοὺς γιὰ τὸ ὄνομα. Ἄλλοι ὑποστήριξαν μὲ βεβαιότητα ὅτι εἶναι ὁ Ναθαναὴλ ὁ Κανανίτης, ἄλλοι ὁ Σίμωνας καὶ ἄλλοι ἄλλος. Φαίνεται ὅμως ὡς πιὸ πιθανό, ὅτι εἶναι ὁ Λουκᾶς (τὸ πρόσωπο πού ἀποκρύβεται), ὁ συγγραφέας αὐτῶν. Γι’ αὐτὸ καὶ ἀπὸ συστολὴ ἀπέκρυψε τὸ ὄνομα. Καὶ γιὰ νὰ μὴ φανοῦμε ὅτι μαντεύουμε κάτι παράλογο, ἂς φέρουμε ἐδῶ ὡς ἀξιόπιστο μάρτυρα τὸν Συμεών, ὁ ὁποῖος συνέθεσε τὶς μεταφράσεις μὲ μεγάλη ἐπιτυχία. Αὐτὸς λοιπὸν ἀναφέρει αὐτὸ στὸ ὑπόμνημά του στὸν ἱερὸ Λουκᾶ.

«Οἱ δύο Μαθητές συζητοῦν λυπημένοι». (Λουκ. κδ’, 14)

Αὐτοὶ λοιπὸν βάδιζαν τὸ δρόμο πρὸς τὴν Ἐμμαούς. Ἦταν θορυβημένοι γι’ αὐτὸ πού εἶχε συμβεῖ στὸν Κύριο, γεμάτοι ἀνήσυχες σκέψεις καὶ βυθισμένοι στὴ λύπη. Συνηθίζει δέ, σὲ παρόμοιες περιστάσεις, ἡ διήγηση ὅσων ἔχουν συμβεῖ νὰ καταπραύνει τὴ σφοδρότητα τῆς λύπης, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ φυγαδεύεται (ἡ λύπη) κάπως, ὅταν φέρνουμε στὴ μνήμη καὶ διηγούμαστε αὐτὰ πού ἔχουν συμβεῖ, πράγμα πού καὶ αὐτοὶ ἔκαναν καθὼς βάδιζαν, ζωντανεύοντας τὰ γεγονότα στὴ μνήμη τους καὶ μετριάζοντας τὸ βάρος τῆς λύπης συζητώντας γι’ αὐτά. «Καί αὐτοί», λέει, «μιλοῦσαν μεταξύ τους, γιὰ ὅλα αὐτὰ πού εἶχαν συμβεῖ».

«Ὁ Ἰησοῦς πλησιάζει τους δύο Μαθητὲς καὶ συνομιλεῖ μαζί τους» (Λουκ.κδ’, 15· 16· 17· 18)

Ἀλλ’ αὐτὸς πού βρίσκεται παντοῦ πορευόταν συγχρόνως μαζὶ μὲ αὐτοὺς χωρὶς νὰ φαίνεται, ἀκούγοντας προσεκτικὰ τὰ λόγια πού προέρχονταν ἀπὸ ὀλιγοψυχία. Ἔπειτα ἀποκαλύπτει σ’ αὐτοὺς τὸν ἑαυτό του μὲ τὸ νὰ γίνει θεατός. Δὲν ἀποκαλύφθηκε, βέβαια, ὥστε νὰ τὸν γνωρίζουν ποιὸς ἀκριβῶς ἦταν, ἀλλ’ ἀφοῦ πλησίασε σὰν κάποιος ξένος ὁδοιπόρος βάδιζε μαζί τους ἀπὸ κοντά. «Καὶ ὁ ἴδιος ὁ Ἰησοῦς τοὺς πλησίασε καὶ βάδιζε μαζί τους», καὶ, σὰν νὰ ἀγνοοῦσε, ζητοῦσε νὰ μάθει τὴν αἰτία τῆς λύπης.

«Τί εἶναι αὐτὰ τά λόγια πού συζητᾶτε μεταξύ σας περπατώντας καί γιατί εἶστε περίλυποι»; Ἐκεῖνοι, ὅμως, νομίζοντας ἀπὸ τὴ φωνὴ καὶ τὴν ἐξωτερικὴ ἐμφάνιση ὅτι βλέπουν κάποιον ἄνδρα ἀπὸ τὰ Ἱεροσόλυμα, τὸν ἐπιτιμοῦν, γιατί εἶναι τόσο ἀνόητος, ἐπειδὴ ἀγνοοῦσε αὐτὰ πού ἦταν σὲ ὅλους προφανῆ καὶ γνωστά. Ὁ ἄλλος, ὅμως, ἀπὸ αὐτούς, ὁ Κλεόπας, τὸν ὁποῖο τὰ Πανάρια τοῦ Ἐπιφανίου ἀναφέρουν ὡς ἀνηψιὸ τοῦ Κυρίου, τὸν ἐπιτίμησε. Αὐτός, λοιπόν, ρίχνοντάς του ἕνα βλοσυρὸ βλέμμα (τοῦ εἶπε)· «Ἐσύ εἶσαι ὁ μόνος πού κατοικεῖ στήν Ἱερουσαλήμ καί δέν ἔμαθες αὐτά πού ἔγιναν σ’ αὐτήν αὐτές τίς ἡμέρες;». Δὲν λέει αὐτό, ὅτι εἶσαι προσωρινὸς κάτοικος πού ἦλθες ἀπὸ ξένα μέρη καὶ διαμένεις στὴν πόλη. Διότι ὑποψιαζόταν ὅτι δὲν εἶναι προσωρινός, ἀλλά μόνιμος πολίτης.

Ἡ λέξη ἔχει τὴν ἑξῆς ἔννοια· «Σύ εἶσαι ὁ μόνος πού κατοικεῖς στὴν Ἱερουσαλήμ, καὶ δὲν ἔμαθες αὐτὰ πού ἔγιναν σ’ αὐτήν;». Βέβαια, ἦταν προσωρινὸς κάτοικος, πού ἀντάλλαξε τὴν γήινη προσωρινὴ κατοικία του μὲ τὴν οὐράνια κατοικία, γιὰ νὰ ἐπαναφέρει στὴν οὐράνια πατρίδα τὴν ἀνθρώπινη φύση, πού ἀπέλαβε τὴν γήϊνη πατρίδα μετὰ τὴν πτώση, καὶ πού γι’ αὐτὸ θρηνεῖ μαζὶ μὲ τὸν Δαυίδ, λέγοντας: «Ἀλλοίμονο. Γιατί ἡ παραμονή μου στὴν ξένη γῆ παρατάθηκε γιὰ πολύ».

«Διαψεύδονται οἱ ἀντιλήψεις τῶν Μαθητῶν περὶ κοσμικοῦ Μεσσία-ἐλευθερωτῆ» (Λουκ.κδ’, 19, 20, 21).

Καὶ αὐτὸς τοὺς εἶπε• «Ποῖα;» Καί ἐκεῖνοι Τοῦ ἀπάντησαν· «Τά σχετικά μέ τὸν Ἰησοῦ τόν Ναζωραῖο, ὁ ὁποῖος ἦταν προφήτης». Αὐτὸς ὅμως προσποιούμενος ἀκόμα ἄγνοια ἀντέταξε· «Ποιά;» Τότε ὁ Κλεόπας ἀρχίζει νὰ διηγεῖται καὶ νὰ ἀπαριθμεῖ ὅλα, σύμφωνα μὲ τὴν ἀντίληψη πού εἶχαν (γι’ αὐτά). «Προφήτης», γιατί αὐτὸ νόμιζαν, ἐπειδὴ δὲν ἔφταναν σὲ ὑψηλότερη γνώμη (γιὰ τὸν Χριστὸ). «Δυνατὸς στὰ ἔργα καὶ στὰ λόγια». Ἐδῶ ἀναφέρεται στὴν παρρησία τῆς διδασκαλίας καὶ στὴ δύναμη τῶν θαυμάτων. Γιατί τὰ λόγια τοῦ Χριστοῦ τὰ χαρακτήριζε μιὰ γλυκειά πειστικότητα, ἡ ὁποία ἀπὸ τὴ μιὰ μεριὰ ἔλεγχε τοὺς Γραμματεῖς καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλη σαγήνευε τοὺς ὄχλους, ὥστε καὶ οἱ ἀντίθετοι νὰ φτάνουν στὸ συμπέρασμα· «Ποτὲ στὸ παρελθὸν δὲν μίλησε ἔτσι ἄνθρωπος».

Τὰ ἔργα, ἐπίσης, τὰ ἀκολουθοῦσε κάποια θεϊκὴ δύναμη, ἡ ὁποία θεράπευε τὶς ἀσθένειες μόνο μὲ ἕνα νεῦμα καὶ μὲ τὴ σφοδρότητα τῆς θελήσεως, ὥστε πάλι νὰ ἀναβοοῦν οἱ ὄχλοι· «Ποτὲ δὲν εἴδαμε τέτοια πράγματα». Καὶ τὸ «ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ καὶ ὁλόκληρου τοῦ λαοῦ», σημαίνει ὅτι ἀγαθοὶ θεωροῦνται πολλὲς φορὲς αὐτοὶ πού δείχνουν ὑποκριτικὰ μιὰ ἐξαιρετικὴ διαγωγή, εἶναι ὅμως μισητοὶ ἀπέναντι στὸν Θεό. Τὸ νὰ ἔχει ὅμως κάποιος καὶ τὴ μαρτυρία τοῦ Θεοῦ καὶ τὴ μαρτυρία τοῦ λαοῦ, εἶναι χαρακτηριστικὸ μόνο τῶν τελείων.

Η Σταύρωση, El Greco, 1600. Ελαιογραφία σε μουσαμά, το έργο του Ελ Γκρέκο Crucifixion σήμερα στο Prado της Μαδρίτης.

Ἔπειτα, διηγεῖται τὴν παράδοση (τοῦ Χριστοῦ) στὸν ἡγεμόνα καὶ τέλος τὸ σταυρικὸ θάνατο καὶ ὅτι διαψεύσθηκαν οἱ πολὺ μεγάλες ἐλπίδες πού εἶχαν. «Ἔμεῖς, ὅμως», λέει, «ἐλπίζαμε ὅτι αὐτὸς εἶναι (ὁ Μεσσίας) πού πρόκειται νά ἐλευθερώσει τὸν λαὸ τοῦ Ἰσραήλ». Γιατί πρὶν ἀπὸ τὸ πάθος διαφορετικὲς ἀντιλήψεις εἶχαν σχετικὰ μὲ τὸν Χριστὸ· νόμιζαν, δηλαδή, ὅτι θὰ βασίλευε σὲ μιὰ ἐπίγεια βασιλεία καὶ ὅτι ὁ λαὸς τοῦ Ἰσραὴλ θὰ ἀνέτρεπε τὴν ἐπικράτεια τῶν Ρωμαίων. Γι’ αὐτὸ καὶ ἔλεγαν ὅτι, «Ἐλπίζαμε ὅτι αὐτὸς εἶναι ὁ (ὁ Μεσσίας) πού πρόκειται νὰ ἐλευθερώσει τό λαό τοῦ Ισραήλ». Ὅταν ὅμως, εἶδαν αὐτὸν νὰ ἒχει καταδικαστεῖ κατὰ ἀτιμωτικὸ τρόπο καὶ νὰ δέχεται ἕναν ἐπονείδιστο θάνατο, ἔφταναν σὲ διαφορετικὰ συμπεράσματα καὶ αὐτὸ εἶχε σὰν συνέπεια νὰ κατηγοροῦν τοὺς ἑαυτούς τους ὅτι στὸ παρελθὸν εἶχαν ξεγελαστεῖ ἀπὸ μάταιες ἐλπίδες.

Οἱ δύο Μαθητές δυσπιστοῦν στὴ μαρτυρία τῶν γυναικῶν γιά τήν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ» (Λουκ. κδ’, 21• 22• 23• 24).

«Ὅμως σήμερα εἶναι ἡ τρίτη ἡμέρα ἀπὸ τότε πού ἔγιναν αὐτά». Σχεδὸν ἰσχυρίζεται αὐτό, ὅτι χάθηκε γιὰ μᾶς κάθε ἐλπίδα· γιατί ἡ αὐτὴ εἶναι ἡ τρίτη ἡμέρα ἀπὸ τότε πού σταυρώθηκε καὶ θὰ πρέπει νὰ ἔχει ἀρχίσει κιόλας ἡ σήψη τοῦ σώματος. Ἔπειτα, ἀναφέρει καὶ τὶς ὀπτασίες τῶν γυναικῶν, διηγώντας τες χωρὶς λεπτομέρειες.

The Resurrection of Christ, Paolo Veronese, 1570. Παρά το σφραγισμένο τάφο του που επιπροσθέτως φρουρούνταν από στρατιώτες, την τρίτη ημέρα μετά τη σταύρωσή του ο Ιησούς ανασταίνεται.

«Ἀλλά καί μερικές γυναῖκες ἀπό τόν κύκλο μας μᾶς ξάφνιασαν, γιατί, ὅταν πῆγαν πολὺ νωρὶς τὸ πρωὶ στὸν τάφο καὶ δὲν βρῆκαν τὸ σῶμα του, ἦρθαν καὶ εἶπαν ὅτι εἶδαν καὶ μιὰ ὀπτασία ἀγγέλων, οἱ ὁποῖοι ἔλεγαν ὅτι αὐτὸς ζεῖ». Ὀνομάζει «ἔκσταση» τὸ εὐχάριστο ἄγγελμα, σὰν κάποιο θέαμα φανταστικὸ πού προξενεῖ ταραχή. «Μερικοὶ ἀπό τούς δικοὺς μας πῆγαν (στό μνημεῖο) καί βρῆκαν τά πράγματα ἔτσι». Ἐδῶ ὑποδηλώνει τὸν Πέτρο καὶ τὸν Ἰωάννη, οἱ ὁποῖοι εἶδαν βέβαια τὰ σάβανα, αὐτὸν ὅμως δὲν τὸν εἶδαν.

«Ὁ Κύριος ἐπιτιμᾶ τοὺς δύο Μαθητές».(Λουκ.κδ’ 25, 26·27·28).

 Ἀπαλλάσσοντας αὐτοὺς ὁ Σωτήρας ἀπὸ τέτοιου εἴδους σκέψεις, τοὺς ἐπιτιμᾶ ἔντονα καὶ τοὺς ψέγει μὲ δριμύτητα ὡς βραδύνοες καὶ ἀνόητους ἀνθρώπους πού τοὺς εἶχε νικήσει ἡ νωθρότητα καὶ ἀγνοοῦσαν καὶ τοὺς νόμους καὶ τοὺς προφῆτες καὶ τοὺς λέει· «Ὢ ἀνόητοι (ἀστόχαστοι), πού ἡ καρδιὰ σας εἶναι βραδυκίνητη (νωθρὴ) καί άργεῖ νὰ πιστέψει ὅλα ὅσα εἶπαν οἱ προφῆτες». Ἔπειτα ἀποσαφηνίζει ὅσα ἔχουν προφητεύσει οἱ θεολόγοι σχετικὰ μὲ αὐτὸν καὶ ἀποδεικνύει, ὅτι ἔπρεπε νὰ ὑπομείνει σταυρικὸ θάνατο μὲ σκοπὸ νὰ εὐεργετηθεῖ ἡ ἀνθρώπινη φύση. Ἀφοῦ καθάρισε μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο τὸ κάλυμμα τῶν νοητῶν ὀφθαλμῶν καὶ ἀφοῦ διέλυσε τὶς ἀνόητες σκέψεις πού τοὺς κυρίευαν καὶ ἐνῶ ἡ μέρα τελείωνε, ὅταν πλησίασε στὸ χωριό, προσποιήθηκε ὅτι πηγαίνει πιὸ μακριά.

«Ὁ Κύριος δειπνεῖ μὲ τοὺς δύο μαθητές». (Λουκ.κδ’, 29, 30· 31·32)

Ἀλλ’ ὁ Κλεόπας ὅμως καὶ ὁ ἄλλος μαθητὴς πού ἦταν μαζί του, ἐπειδὴ εἶχαν ζεσταθεῖ οἱ ψυχές τους ἀπὸ τὴ φωτιὰ τῆς διδασκαλίας καὶ εἶχαν ἐνισχύσει τὸ νοῦ τους ἀπὸ τὴν ἱερή πειστικότητα, ἔφερναν ἐμπόδια στὴν ἀπομάκρυνση τοῦ Κυρίου, καὶ τὸν πίεζαν νὰ διανυκτερεύσει μαζί τους, προβάλλοντας ὡς δικαιολογία τὴν περασμένη ὥρα. «Μεῖνε μαζί μας, γιατί πλησιάζει τὸ βράδυ καὶ ἡ μέρα ἤδη τελειώνει». Κι ἐκεῖνος δεχόταν μὲ τὴ θέληση του τὴν ἧττα, ἔχοντας ὡς σκοπὸ νὰ τοὺς εἰσάγει σὲ πιὸ ὁλοκληρωμένη γνώση. Ἐκεῖ τοῦ παραθέτουν τρὰπεζα μαζὶ μὲ ἄζυμο ψωμί. Διότι ἦταν ἡ Τρίτη μέρα ἀπὸ τὸ ἰουδαϊκὸ Πάσχα, περίοδος πού ἀπαγορευόταν ἡ χρήση ἔνζυμου ἄρτου.

«Το Δείπνο στους Εμμαούς» Michelangelo Merisi da Caravaggio

Καὶ τότε, ἐπειδὴ ἀναγνωρίστηκε κατὰ τὸν τεμαχισμὸ τοῦ ἄρτου φανερώνει τὸν ἑαυτό Του, καὶ ἀφοῦ φανερώθηκε πάλι κρυβόταν. Καὶ ἕνα παράδοξο πάθος εἶχε καταλάβει τοὺς μαθητές, πού μοιραζόταν ἀνάμεσα στὴ χαρὰ καὶ στὰ δάκρυα. Διότι αὐτὸν πού ζητοῦσαν, τὸν εἶχαν καὶ ταυτόχρονα αὐτὸν πού εἶχαν, τὸν ἀγνοοῦσαν, καὶ αὐτὸν πού βρῆκαν τὸν ἔχασαν. Χαίρονταν γιατί τὸν εἶδαν, καὶ ἔκλαιγαν ἔπειδὴ τὸν στερήθηκαν. Στενοχωροῦνταν ἐπειδὴ δὲν τὸν ἀναγνώρισαν, μετάνιωναν γιὰ ὅσα ἀσυλλόγιστα τοῦ ἒλεγαν. Ὅπως ἦταν φύσικό, κατηγοροῦσαν τοὺς ἑαυτούς τους γιὰ τὴ νωθρότητα πού ἐπέδειξαν, γιατί οὔτε ἡ χάρη ἀπὸ τὴ διδασκαλία τοῦ Κυρίου τοὺς ὁδήγησε στὴν ἀναγνώρισή Του. «Ἡ καρδιά μας δὲν ἔκαιγε μέσα μας, καθὼς μᾶς μιλοῦσε στὸ δρὸμο καὶ μᾶς ἑρμήνευε τίς Γραφές;»

Πῶς ἑρμηνεύεται αὐτό; Τὰ λόγια τοῦ Σωτήρα τὰ συνὸδευε κάποια ἀνέκφραστη καὶ φλογερὴ δύναμη, πού ζέσταινε τὸ νοῦ τῶν ἀκροατῶν καὶ ἐναπέθετε κάποια ἐρωτικὴ σπίθα πειστικότητας. Ἀπὸ αὐτὸ βέβαια καὶ τότε, καθὼς Ἐκεῖνος τοὺς ἑρμήνευε τὶς Γραφές, συνήθως ἔνιωθαν μιὰν ἐσωτερικὴ θερμότητα, γοητευμένοι ἀπὸ τὴ θεϊκὴ ἕλξη πού ἐξασκοῦσε. Ἦταν, λοιπόν, μετανιωμένοι, ἐπειδὴ δὲν κατόρθωσαν νὰ τὸν ἀναγνωρίσουν ἀπὸ αὐτὸ τὸ συνηθισμένο σῆμεῖο.  

 Οἱ Μαθητές διασταυρώνουν τίς πληροφορίες γιὰ τὴν ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ. Ἡ μαρτυρία τοῦ ἀποστόλου Παύλου» (Λουκ.κδ’, 33·34).

«Καὶ ἀφοῦ σηκώθηκαν τὴν ἴδια ὥρα γύρισαν στὴν Ἱερουσαλήμ καί βρῆκαν συγκεντρωμένους τοὺς ἕνδεκα (μαθητὲς) καί τούς ἄλλους πού ἦταν μαζί τους, πού τούς ἔλεγαν ὅτι, πραγματικά, ὁ Κύριος ἀναστήθηκε καὶ ὅτι φανερώθηκε στό Σίμωνα». Ἡ φωτιὰ τοῦ πόθου δὲν τοὺς ἄφησε νὰ ἠρεμήσουν, οὔτε νὰ περιμένουν τὴν ἑπόμενη μέρα· ἀλλά ἀφοῦ σηκώθηκαν τήν ἴδια ὥρα, καὶ ἐνῶ τὸ λαμπρὸ φῶς τῆς σελήνης φώτιζε τὰ πάντα (διότι ἦταν τρίτη μέρα μετὰ τὴν πανσέληνο), ἔτρεχαν μὲ ὅλες τους τὶς δυνάμεις, ἐπειδὴ μετέφεραν μηνύματα χαρᾶς.

Ἀλλά τούς προφθάνει στὴν ταχύτητα ὁ Χριστός, καὶ ἐμφανίζεται στὸν Σίμωνα, ἐπειδὴ θέλει νὰ πιστέψουν οἱ ἄλλοι ἐξ αἰτίας τοῦ μεγαλύτερου ἀξιώματος πού εἶχε μεταξὺ τῶν μαθητῶν. Ἐπειδὴ δηλαδὴ θεώρησαν ὅτι ἡ μαρτυρία τῶν γυναικῶν ἦταν ἀνόητο πράγμα, φανερώνεται στὸν Πέτρο. Ἂν καὶ βέβαια οἱ εὐαγγελιστὲς ἀποσιωποῦν καὶ τὸ γεγονὸς καὶ τὸν τόπο καὶ τὸν τρόπο πού φανερώθηκε στὸν Σίμωνα ὁ Κύριος, ὅμως ἒχουμε τὴν ἀξιόπιστη μαρτυρία τοῦ μεγάλου Παύλου σχετικὰ μὲ τὴ φανέρωση αὐτή, ἡ φωνὴ τοῦ ὁποίου μᾶς λέγει· «Ὅτι ὁ Χριστὸς πέθανε γιὰ τὶς ἁμαρτίες μας, καί ὅτι ἐτάφη καὶ ὅτι ἀναστήθηκε τὴν τρίτη μέρα καὶ ὅτι ἐμφανίσθηκε στὸν Κηφᾶ (Πέτρο)».

Ἐπίλογος: «Ἡ ἐπιδίωξη τῆς ἀρετῆς καὶ ἡ συμπαράσταση τοῦ Λόγου».

Ἑπομένως καὶ ἐμεῖς, φιλόθεη σύναξη, ἂς μιμηθοῦμε τὴ δυάδα αὐτὴ τῶν μαθητῶν καὶ ἐγκαταλείποντας τὴν Ἱερουσαλὴμ ἐκείνη πού φόνευσε πρῶτα τούς προφῆτες καὶ ὕστερα τὸν Χριστό, τὴν ὁποίαν ἐλεεινολογεῖ καὶ ὁ ἴδιος ὁ Χριστός, ὡς φόνισσα τῶν προφητῶν, καὶ ὡς ἐκείνην πού λιθοβολοῦσε τοὺς ἀποστόλους. Ἂς εἶναι, λοιπόν, αὐτὴ ἡ κακία ἡ ἀντίθετη τῆς ἀρετῆς, αὐτὴ πού σταύρωσε τὸν Κύριο τῆς ἀληθείας, αὐτὴ πού ἀπωθεῖ τὰ προφητικὰ καὶ ἀποστολικὰ λόγια. Αὐτήν, λοιπόν, τὴν κακία ἀποφεύγοντας, ἂς προσπαθήσουμε μὲ προθυμία νὰ φτάσουμε στὸ χωριὸ Ἐμμαούς, δηλαδὴ στὴν πρακτικὴ ἀρετή, πού ἀπέχει ἑξήντα στάδια.

 Ὁ ἀριθμὸς ἑξήντα δηλώνει τὴν δεκαπλάσια ἑξάδα τῶν ἐντολῶν, μὲ τὶς ὁποῖες οἱ δίκαιοι κληρονομοῦν τὴ βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Διότι ἡ πρακτικὴ ἀρετή, ὅταν πολλαπλασιαστεῖ μὲ τὴν ἐργασία, αὐξάνεται σὲ ἑξήντα, ὅπως μάθαμε καὶ στὴν παραβολὴ τοῦ σπόρου. Αὐτήν, λοιπόν, ἀφοῦ διανύσουμε σὰν τὴν πορεία τῶν ἑξήντα σταδίων, θὰ δοῦμε τὸν Κύριο σὰν νὰ πορεύεται μαζί μας νοερὰ καὶ νὰ διαλέγεται μαζί μας. Διότι στὸν ἄνθρωπο, πού ἀγωνίζεται γιὰ τὴν ἀπόκτηση τῶν ἀρετῶν, ἔρχεται ὁ Λόγος ὡς συναγωνιστής, διώχνοντας τὴν ὀκνηρία καὶ παρέχοντας τὴ δική του δύναμη, χωρὶς τὴν ὁποία δὲν μπορεῖ νὰ κατορθωθεῖ κανένα θεάρεστο ἔργο.

Στὴν ἀρχή ὁ Λόγος πλησιάζει καὶ κάνει αἰσθητὴ τὴν παρουσία του ἀμυδρά, ἀργότερα ὅμως φανερώνεται πιὸ καθαρά. Διότι οἱ ψυχὲς τῶν ἐνάρετων, ὅσο περισσότερο καθαρίζονται, τόσο περισσότερο γνωρίζουν καὶ τὸν Θεό. Περισσότερο μάλιστα ἀποκαλύπτεται σ’ αὐτοὺς κατὰ τὸν τεμαχισμὸ τοῦ ἄρτου, στὴ μετάληψη δηλαδὴ τῶν φρικτῶν Μυστηρίων. Καὶ μὴν ἀπορήσεις, ἐάν, ἐνῶ φανερώνεται στοὺς μαθητές, ἀμέσως γίνεται ἄφαντος. Γιατί τέτοιο εἶναι τὸ Θεῖο κάλλος. Ἀπὸ τὴ μιὰ φωτίζει τὸ νοῦ αὐτῶν πού ἒχουν καθαριστεῖ, καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλη ὑποχωρεῖ ἀμέσως σὰν ἀστραπὴ καὶ γὶνεται ἄπιαστο. Αὐτὸ (τὸ Θεῖο κάλλος) ὅταν καταλαμβάνει τὴν ψυχὴ πού ἀγαπᾶ, τῆς δημιουργεῖ ἕνα πόθο καὶ τὴν προσελκύει σὲ κὰτι ἀνώτερο.

Εὔχομαι νὰ ἀνυψωθεῖτε πρὸς τὶς θεῖες ἀναβάσεις, καὶ νὰ ποθήσετε μὲ ἐσωτερικὴ θέρμη τὸν κατ’ ἐξοχὴν ἥμερο, τὴν αἰώνια ἐπιθυμία, τὴν μία φύση, τὴν μακαρία θεὸτητα· στὴν Ὁποία ἀνήκει ἡ τιμή, ἡ κάθε εἴδους δόξα καὶ ὕμνος καὶ μεγαλοπρέπεια, τώρα καὶ πάντοτε, καὶ σὲ ὅλους τούς αἰῶνες. Ἀμήν.

Θεοφάνους Κεραμέως 

Ἀπό τό βιβλίο: ΤΑ ΕΝΔΕΚΑ ΕΩΘΙΝΑ ΕΥΑΓΓΕΛΙΑ, π.Σ.Τρικαλιώτη. Ἐκδόσεις ΤΗΝΟΣ

πηγή: imaik.gr

Διαβάστε ακόμα:

Η πορεία προς Εμμαούς (συλλογή εικόνων)

Συλλογή δώδεκα εικόνων με θέμα την πορεία του αναστημένου Χριστού προς Εμμαούς μαζί με τους μαθητές Του και την απόδοση της σκηνής στην τέχνη.  photodentro.edu.gr

«Το Δείπνο στους Εμμαούς» - Michelangelo Merisi da Caravaggio

«Το Δείπνο στους Εμμαούς» (1601) είναι ένας από 15 πίνακες που εκτίθενται στην Εθνική Πινακοθήκη του Λονδίνου.  nationalgallery.org.uk

Ο ΑΝΑΣΤΗΜΕΝΟΣ ΙΗΣΟΥΣ ΣΤΟΥ ΕΜΜΑΟΥΣ

angelitosalumnos.blogspot.com

Η ΠΟΡΕΙΑ ΠΡΟΣ ΕΜΜΑΟΥΣ 

antexoume.wordpress.com

Ακολουθούμε τους μαθητές στη διαδρομή τους προς Εμμαούς

megalipanagiathivon.gr

Ρόμπερτ Τσιντ (Robert Zünd) 

el.wikipedia.org

Κυριακή 16 Μαΐου 2021

Γιατί στις μυροφόρες το πρώτο «Χριστός Ανέστη»;

Κυριακή 16 Μαΐου 2021

  ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΡΙΤΗ, ΤΩΝ ΜΥΡΟΦΟΡΩΝ 

κ τοῦ κατά Μάρκον. Κεφ. 15:43-47, 16:1-8

Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ,

ἐλθὼν ᾿Ιωσὴφ ὁ ἀπὸ ᾿Αριμαθαίας, εὐσχήμων βουλευτής, ὃς καὶ αὐτὸς ἦν προσδεχόμενος τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ, τολμήσας εἰσῆλθε πρὸς Πιλᾶτον καὶ ᾐτήσατο τὸ σῶμα τοῦ ᾿Ιησοῦ.   

Ὁ δὲ Πιλᾶτος ἐθαύμασεν, εἰ ἤδη τέθνηκε·

καὶ προσκαλεσάμενος τὸν Κεντυρίωνα, ἐπηρώτησεν αὐτὸν εἰ πάλαι ἀπέθανε.

Καὶ γνοὺς  ἀπὸ τοῦ Κεντυρίωνος, ἐδωρήσατο τὸ σῶμα τῷ ᾿Ιωσήφ. 

Καὶ ἀγοράσας σινδόνα, καὶ καθελὼν αὐτὸν, ἐνείλησε τῇ σινδόνι, καὶ κατέθηκεν αὐτὸν ἐν μνημείῳ, ὃ ἦν λελατομημένον ἐκ πέτρας, καὶ προσεκύλισε λίθον ἐπὶ τὴν θύραν τοῦ μημείου.

Ἡ δὲ Μαρία ἡ Μαγδαληνὴ, καὶ Μαρία ᾿Ιωσῆ ἐθεώρουν ποῦ τίθεται.

Καὶ διαγενομένου τοῦ Σαββάτου, Μαρία ἡ Μαγδαληνὴ, καὶ Μαρία ἡ τοῦ ᾿Ιακώβου, καὶ Σαλώμη, ἠγόρασαν ἀρώματα, ἵνα ἐλθοῦσαι ἀλείψωσιν αὐτόν.

Καὶ λίαν πρωῒ τῆς μιᾶς Σαββάτων, ἔρχονται ἐπὶ τὸ μνημεῖον, ἀνατείλαντος τοῦ ἡλίου· 

καὶ ἔλεγον πρὸς ἑαυτάς·

Τίς ἀποκυλίσει ἡμῖν τὸν λίθον ἐκ τῆς θύρας τοῦ μνημείου;

Καὶ ἀναβλέψασαι θεωροῦσιν, ὅτι ἀποκεκύλισται ὁ λίθος· ἦν γὰρ μέγας σφόδρα.

Καὶ εἰσελθοῦσαι εἰς τὸ μνημεῖον, εἶδον νεανίσκον καθήμενον ἐν τοῖς δεξιοῖς, περιβεβλημένον στολὴν λευκήν, καὶ ἐξεθαμβήθησαν. 

Ὁ δὲ λέγει αὐταῖς·

Μὴ ἐκθαμβεῖσθε·

᾿Ιησοῦν ζητεῖτε τὸν Ναζαρηνὸν τὸν ἐσταυρωμένον·

 ἠγέρθη, οὐκ ἔστιν ὧδε· ἴδε ὁ τόπος ὅπου ἔθηκαν αὐτόν. 

Ἀλλ᾿ ὑπάγετε  εἴπατε τοῖς μαθηταῖς αὐτοῦ καὶ τῷ Πέτρῳ ὅτι προάγει ὑμᾶς εἰς τὴν Γαλιλαίαν·

ἐκεῖ αὐτὸν ὄψεσθε, καθὼς εἶπεν ὑμῖν. 

Καὶ ἐξελθοῦσαι ταχύ, ἔφυγον ἀπὸ τοῦ μνημείου· εἶχε δὲ αὐτὰς τρόμος καὶ ἔκστασις, καὶ οὐδενὶ οὐδὲν εἶπον· ἐφοβοῦντο γάρ.

Τὸ Εὐαγγέλιον christopherklitou.com

Κυριακή των Μυροφόρων

Γιατί στις μυροφόρες το πρώτο «Χριστός Ανέστη»;

Απομαγνητοφωνημένη ομιλία του Μακαριστού Επισκόπου Αυγουστίνου Ν. Καντιώτη

Εξακολουθούμε, αγαπητοί μου, να εορτάζουμε το μέγα, το κοσμοσωτήριο γεγονός της αναστάσεως του Σωτήρος Χριστού. Οι περισσότεροι ύμνοι πού ψάλλονται την περίοδο αυτή ως θέμα έχουν την ανάσταση του Χριστού. Άλλα και αυτή ή θεία λειτουργία, πού γίνεται τις Κυριακές αυτές του ΠΕΝΤΗΚΟΣΤΑΡΙΟΥ, διαφέρει από τη θεία λειτουργία του υπολοίπου εκκλησιαστικού έτους, διότι αμέσως μετά το «Ευλογημένη ή βασιλεία...» δέ λέμε αμέσως τα ειρηνικά, δέ' λέμε τις αιτήσεις «Εν ειρήνη του Κυρίου δεηθώμεν...», άλλα ό ιερεύς θυμιάζει την αγία τράπεζα άπ' όλες τις πλευρές καθώς και όλο το ναό και ψάλλει μαζί με τους ψάλτες κατ' επανάληψιν, δέκα φορές, το «Χριστός ανέστη».

Το «Χριστός ανέστη» ακούγεται όλες τις Κυριακές άλλα και όλες τις ήμερες μέχρι της Αναλήψεως. Το «Χριστός ανέστη» είναι, αδελφοί μου ό γλυκύτερος χαιρετισμός, χαιρετισμός πού μεταφέρει από στόμα σε στόμα, από γενεά σε γενεά το μέγα μήνυμα, την πιο χαρμόσυνη είδηση, ότι ό Κύριος νίκησε το θάνατο. Χιλιάδες φορές - αμέτρητες ακούστηκε, και ακούγεται, και θα εξακολούθηση ν' ακούγεται το «Χριστός ανέστη». Άλλα πότε ελέχθη για πρώτη φορά; ποια αυτιά το πρωτοάκουσαν; ποιος είναι εκείνος πού άκουσε για πρώτη φορά το «Χριστός ανέστη»;

Όπως τη γέννηση του Χριστού δεν την έμαθαν πρώτοι οι μεγάλοι και ισχυροί και πλούσιοι, αλλά οί ταπεινοί και φτωχοί βοσκοί πού έβοσκαν τα ποίμνια τους στα βοσκοτόπια της Βηθλεέμ, έτσι και την ανάσταση του Χριστού, το γεγονός ότι ό Ιησούς σύντριψε τις πύλες του άδου, δεν το άκουσαν πρώτοι οί επιφανείς και αξιωματούχοι, δεν το άκουσαν οί ισχυροί άνδρες, δεν το άκουσαν ούτε και αυτοί οι μαθηταί του Χριστού, το μήνυμα της αναστάσεως του Κυρίου το άκουσαν πρώτες άπ' όλους οί γυναίκες, οί μυροφόρες γυναίκες και προς τιμήν αυτών των γυναικών είναι αφιερωμένη ή σημερινή Κυριακή, τρίτη Κυριακή από το Πάσχα.

Άλλα γιατί το μήνυμα της Αναστάσεως το άκουσαν πρώτες άπ' όλους οί μυροφόρες; Γιατί ή πρώτη εμφάνισης του αναστάντος Κυρίου να γίνει σ' αυτές; Μήπως ό Χριστός στην περίπτωση αυτή ενήργησε μεροληπτικός;.

Mεροληπτικός σε καμία στιγμή της ζωής του δεν συμπεριφέρθηκε ό Κύριος. Ήταν δίκαιος, και συνεπώς, εάν τώρα όχι οί άντρες, όχι οί απόστολοι, όχι ό Πέτρος και ό Ιωάννης, αλλά οι γυναίκες άκουσαν το χαρμόσυνο μήνυμα, υπάρχει λόγος, λόγος όχι κάποιας ιδιαιτέρας συμπαθείας, αλλά λόγος δικαιοσύνης. Ό Χριστός αγαπά όλα τα παιδιά του και αμείβει το καθένα χωρίς να μεροληπτεί εις βάρος άλλου. Άκουσαν πρώτες οί μυροφόρες γυναίκες το «Χριστός ανέστη», διότι τους άξιζε πράγματι να το ακούσουν. Kαι τους άξιζε, διότι αυτές έδειξαν αρετές πού δεν έδειξαν ούτε οί μαθηταί του Κυρίου. Ποιες αρετές έδειξαν;

Από την πρώτη μέρα πού γνώρισαν τον Κύριο στη Γαλιλαία, έγιναν πιστές μαθήτριες του, τον ακολουθούσαν και δαπανούσαν από τα υπάρχοντα τους για τη συντήρηση εκείνου καθώς και του ομίλου των μαθητών του «ότε ην εν τη Γαλιλαία ηκολούθουν αυτώ» (Μάρκ. 15,41) και «διηκόνουν αύτω εκ των υπαρχόντων αυταίς» (Λουκ. 8,3). και μόνο τότε;

Την ώρα της θυσίας του, ενώ όλοι είχαν εγκαταλείψει τον Κύριο, ενώ ό μεν Ιούδας τον πρόδωσε για τριάκοντα αργύρια, ενώ ό Πέτρος τον αρνήθηκε εμπρός σε μια υπηρέτρια και μάλιστα με όρκο, ενώ οι άλλοι μαθηταί πλην του Ιωάννου «πάντες αφέντες αυτόν έφυγαν» (Ματθ. 26,56), ενώ όλοι όσους είχε ευεργετήσει καθ' όλο το διάστημα της δημοσίας δράσεως του πήγαν και ενώθηκαν μαζί με τους εχθρούς και φώναζαν «Άρον άρον, σταύρωσον αυτόν» (Ίωάν. 19,15), μέσα στη γενική αυτή εγκατάλειψη οι μυροφόρες έμειναν πιστές και αφοσιωμένες στον Κύριο. Έμειναν κοντά στον Διδάσκαλο, ζώντας το δράμα από απόσταση τόση όση τους επέτρεπαν οι συνθήκες. ούτε ένα λεπτό δεν αποχωρίσθηκαν από αυτόν. «Ήσαν δε εκεί και γυναίκες πολλαί από μακρόθεν θεωρούσαι, αίτινες ηκολούθησαν τω Ιησού από της Γαλιλαίος διακονούσαι αυτώ, εν αίς ην Μαρία ή Μαγδαληνή, και Μαρία ή του Ιακώβου και Ιωσή μήτηρ, και ή μήτηρ των υιών Ζεβεδαίου» (Ματθ. 27,55-56) «και Σαλώμη, αι...και διηκόνουν αυτώ, και άλλαι πολλαί αϊ συναναβάσαι αυτώ είς Ιεροσόλυμα» (Μάρκ. 15,40-41). Βρήκαν το ψυχικό σθένος να μείνουν εκεί, στο Γολγοθά. Είδαν το φρικτό θέαμα. Άκουσαν όλους τους λόγους, πού είπε ό Χριστός επάνω στο σταυρό, άκουσαν και το «Τετέλεσται» Ιωαν. 19,30).

Άλλα και μετά το θάνατο του δεν αναχώρησαν. Έμειναν θρηνώντας κοντά στο σταυρό. Και μόλις παρουσιάστηκε ό Ιωσήφ ό από Αριμαθαίας και ό Νικόδημος με την άδεια του ενταφιασμού, αυτές έτρεξαν, τους βοήθησαν, τους συνόδευσαν στο μνημείο, και δεν έφυγαν από 'κει παρά μόνο όταν ό ήλιος της δραματικωτέρας αυτής ημέρας έριξε πάνω στη γη τις τελευταίες του ακτίνες.

Την αγάπη τους όμως, την ανδρεία τους, τη μεγάλη ψυχή τους την έδειξαν κατ' εξοχήν τη νύχτα της Αναστάσεως, «τη μια των σαββάτων» (Λουκ. 24,1). Τότε, ενώ ήξεραν ότι το μνήμα είναι σφραγισμένο, ότι λίθος μεγάλος και βαρύς φράζει την είσοδο του, ότι ένοπλοι Ρωμαίοι στρατιώτες φρουρούν τον τάφο κ' έχουν εντολή να χτυπήσουν καθένα πού θα τολμούσε να πλησίαση εκεί, εν τούτοις οι μυροφόρες γυναίκες «λίαν πρωί» (Μάρκ. 16,2), «όρθρου βαθέος» (Λουκ. 24,1), πριν ακόμη ανατείλει ό ήλιος, ξεκινούν να έρθουν στο μνήμα φέρνοντας μαζί τους αρώματα, τα όποια είχαν ετοιμάσει, για να μυρώσουν το σώμα του Χριστού. Κανένας φόβος και καμιά δυσκολία δεν στάθηκαν ικανά να τις εμποδίσουν. Το μόνο πού τις απασχολούσε ήταν, πώς θ' αποκυλίσουν τον τεράστιο και ασήκωτο εκείνο λίθο από το άνοιγμα του μνημείου.

Μία τέτοια αγάπη, μία τέτοια αφοσίωση, μία τέτοια ανδρεία ήταν δυνατόν να μη δη, να μην εκτιμήσει, να μη βραβεύσει ό Κύριος; Αμοιβή λοιπόν της αγάπης τους ήταν το ότι πρώτες αυτές άκουσαν τη μεγάλη είδηση, το άγγελμα της Αναστάσεως, το «Χριστός ανέστη», από άγγελο Κυρίου. Και εν συνεχεία, ότι πρώτες αυτές βλέπουν τον αναστάντα Κύριο και παίρνουν εντολή, να μεταδώσουν το μήνυμα αυτό στους μαθητάς και στις άλλες μαθήτριες. Κ' εμείς σήμερα, αγαπητοί μου, πού εορτάζουμε τη μνήμη των αγίων μυροφόρων γυναικών, άντρες και γυναίκες ας μιμηθούμε των μυροφόρων τις αρετές, ιδίως την αγάπη πού είχαν στον Κύριο.

Είναι αλήθεια, ότι και μέχρι σήμερα οι γυναίκες αγαπούν το Θεό περισσότερο από τους άντρες. Αυτές εκκλησιάζονται περισσότερο. Αυτές έρχονται στους ναούς «όρθρου βαθέος». Αυτές μελετούν το Ευαγγέλιο και άλλα εκκλησιαστικά βιβλία. Αυτές τρέχουν στο κήρυγμα, όπου ακούγεται λόγος Θεού. Αυτές είναι προθυμότερες στην άσκηση της φιλανθρωπίας και ελεημοσύνης. Αυτές... Ώ, πόσα δεν οφείλει ή Εκκλησία στις γυναίκες τις θερμές!

Σήμερα όμως, στους χρόνους αυτούς της απιστίας και της διαφθοράς, και οι γυναίκες αρχίζουν να κλονίζονται, να χάνουν το άρωμα της πίστεως και της ευσέβειας. Οι πειρασμοί είναι μεγάλοι. Τα κακά παραδείγματα, τα θέατρα, οι κινηματογράφοι, τα αισχρά περιοδικά, ή μόδα, όλα μαζί σπρώχνουν τη γυναίκα να λησμονήσει τον προορισμό της, την αποστολή της, να προδώσει την πίστη και την ηθική.

Άλλ' όχι! Οι γυναίκες, όσες τουλάχιστον κατοικούν στη γωνία αυτή της γης, ας μη παρασύρονται από τα απατηλά συνθήματα, ας μη θαμπώνονται από φανταχτερές εικόνες και άλλα είδωλα, ας κλείσουν τα αυτιά στις εισηγήσεις του όφεως. Ας μη μιμηθούν την Εύα, πού άκουσε τη συμβουλή του εωσφόρου και απολεσθεί• ας μιμηθούν τις μυροφόρες, τις άγιες πού αγάπησαν τον Κύριον. Να είσθε δε βέβαιοι, ότι τότε θα έχουν και στην παρούσα ζωή την ευλογία του Κυρίου και θ' αξιωθούν και αυτές ως μυροφόρες της βασιλείας των ουρανών αμήν.

† Επσκοπος Αυγουστίνος

Απομαγνητοφωνημένη ομιλία Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Καντιώτου, η οποία έγινε στον Ιερό ναό Ζωοδόχου Πηγής Δάφνης - Αθηνών την 5-5-1957. Καταγραφή και διόρθωσης 15-5-2005.

Την ομιλία την βρήκαμε στις ιστοσελίδες:

Κυριακή των Μυροφόρων. Γιατί στις μυροφόρες το πρώτο «Χριστός Ανέστη»;

armenisths.blogspot.com

Κυριακή των Μυροφόρων

Ιερός Ναός Αγίας Βαρβάρας Δάφνης agiabarbaradafnis.gr


Διαβάστε και την περσινή μας ανάρτηση:

Κυριακή των Μυροφόρων