Οδηγός: Αυτά είναι τα πανέμορφα χωριά της Λάρισας
– Από το πιο μικρό μέχρι το μεγαλύτερο
Ο πλούτος του νομού Λάρισας είναι τα ίδια τα χωριά της. Τα
ζωντανά αυτά μικρά κύτταρα που όλα μαζί συνθέτουν το υπέροχο σκηνικό της περιφέρειας
μας.
Αλλά γνωστά και άλλα λιγότερο, άλλα μικρά και άλλα
κεφαλοχώρια, όλα έχουν την δίκη τους ομορφιά.
Δείτε ποια είναι κατά αλφαβητική σειρά:
Το πρώτο μέρος στο blog-post.1
Μαγούλα
Ο οικισμός Μαγούλα είναι χτισμένος σε υψόμετρο 150 μέτρων. Οι κάτοικοι του χωριού ασχολούνται με τη γεωργία (κυρίως καλλιέργεια καπνού) και την κτηνοτροφία. (Πηγή πληροφοριών: Δήμος Ελασσόνας)
Μακρυχώρι
Βρίσκεται χτισμένο απέναντι ακριβώς από την κορυφή του
Κισσάβου, στους πρόποδες της ανατολικής πλευράς του βουνού Καρακόπετρα και σε
υψόμετρο 110 μέτρων. Το χωριό ήταν κοντά στα ελληνοτουρκικά σύνορα πριν
τους Βαλκανικούς πολέμους, κατά τους οποίους και αποτέλεσε πέρασμα ανεφοδιασμού
του ελληνικού στρατού. Κατά την διάρκεια της Οθωμανικής κατοχής, ανατολικά και
νότια της σημερινής θέσης του οικισμού υπήρχαν μκροί οικισμοί τα ερείπια των
οποίων υπάρχουν μέχρι και σήμερα. Οι οικισμοί αυτοί ήταν: το Προσήλιο, το
Βερνέρι, το Ραχμάνι και το Καρασλάρ.. Το 1786 στη Θεσσαλία εισήλθε ο Αλή πασάς.
Κατά τη διάρκεια της εξουσίας του απέκτησε μεγάλη περιουσία η οποία
αποτελούνται από 935 τσιφλίκια, ανάμεσα τους και το Μακρυχώρι. Το ελληνικό
στοιχείο δεν ήταν έντονο στην περιοχή κατά τη διάρκεια της οθωμανικής κατοχής.
Οι Έλληνες έρχονταν από ορεινά χωριά για να υπηρετήσουν ως χουσμικιάρηδες
(υπηρέτες) δηλαδή στους Τούρκους, καθώς οι Τούρκοι δεν ασχολούνταν με αυτά τα
επαγγέλματα. Ο πόλεμος του 1897, οι συγκρούσεις που ακολούθησαν, η υποχώρηση
του ελληνικού στρατού και τελικά η επαναπροσάρτηση της περιοχής στην Ελλάδα,
είχε σαν αποτέλεσμα οι Τούρκοι κάτοικοι της περιοχής να την εγκαταλείπουν με
γοργούς ρυθμούς και να πουλάνε τις περιουσίες τους στους «χουσμικιάρηδες». Την
εποχή αυτή, πολλοί Τούρκοι είχαν εγκατασταθεί στην άλλη πλευρά των συνόρων,
ωστόσο περνούσαν τα σύνορα και έρχονταν στην περιοχή για να πουλήσουν τις
περιουσίες τους. Το Μακρυχώρι ήταν από τα τελευταία ελληνικά χωριά της περιοχής
μέχρι το 1912. Πάνω στην κορυφογραμμή της Καρακόπετρας υπάρχουν παλιά
οχυρωματικά έργα, στρατώνες, πολυβολεία και δρόμοι από τους οποίους Στρατός
ανέβαζε τ’ άρματα, ιδιαίτερα κατά τους Βαλκανικούς πολέμους, επειδή βόρεια του
χωριού, στην νότια πλευρά του Ολύμπου, ήταν τα ελληνοτουρκικά σύνορα από το
1881 μέχρι το 1912. Τέλος τα τελευταία χρόνια με τα μεγάλα έργα οδοποιίας της
περιοχής αποκαλύφτηκε από τους Αρχαιολόγους δίπλα από τον κόμβο Μακρυχωρίου,
μία διπλή αμυντική τάφρος λαξευμένη στην περιφέρεια προϊστορικής τούμπας, εύρημα
και αυτό της Νεολιθικής περιόδου. (Πηγή πληροφοριών: Βικιπαίδεια)
Μεγάλο
Ελευθεροχώρι
Το Μεγάλο Ελευθεροχώρι είναι χτισμένο σε υψόμετρο 420 μέτρων,
στις πλαγιές των ορέων του Ζάρκου. Κοντά στο Μεγάλο Ελευθεροχώρι εικάζεται ότι
βρισκόταν ο αρχαίος οικισμός της Περραιβίας Ερεικίνιο. Ο σημερινός οικισμός
οφείλεται το όνομά του στην εξής παράδοση: στην περιοχή κατά τους βυζαντινούς
χρόνους βρίσκονταν καλλιεργητές που δεν ήταν καταχωρημένοι στα φορολογικά
κατάστοιχα και στα πρακτικά των γαιοκτημόνων και έτσι αναφέρονταν ως
«ελεύθεροι». Το χωριό ήταν το πρώτο που προσαρτήθηκε από την Ελλάδα κατά τους
Βαλκανικούς Πολέμους, στις 5 Οκτωβρίου 1912. Σήμερα οι κάτοικοι του χωριού
ασχολούνται με τη γεωργία, κυρίως καπνού, και την κτηνοτροφία. Στην περιοχή
βρίσκονται ο ναός του Αγίου Νικολάου, με ξυλόγλυπτο τέμπλο του 1776, και η μονή
Παναγίας Τσούμας, η οποία χτίστηκε το 1765. Στο χωριό βρίσκονται η Κάτω Βρύση
και η Βρύση του Χαρίση. Γύρω από το χωριό σώζονται ερείπια των οριοθετικών
σταθμών, από όταν στην περιοχή βρίσκονταν το 1881 τα σύνορα Ελλάδας-Οθωμανικής
Αυτοκρατορίας. Στην περιοχή Κούτρα βρίσκεται σπήλαιο και επίσης ενδιαφέρον
παρουσιάζει το δάσος του Άη Λια. (Πηγή πληροφοριών: Βικιπαίδεια)
Μεγάλο
Μοναστήρι
Το Μεγάλο Μοναστήρι είναι χτισμένο σε υψόμετρο 120 μέτρων και
μέχρι το 1911 ονομαζόταν Σαρασλάρ. Στην περιοχή γύρω από το Μεγάλο Μοναστήρι
εντοπίστηκε σε διάφορες θέσεις αριθμός παλαιολιθικών λίθινων εργαλείων και
απολεπίσματα, τα οποία δημιουργήθηκαν κατά τη διάρκεια κατασκευής των
εργαλείων. Τα ευρήματα χρονολογήθηκαν ότι φτιάχτηκαν 200.000 με 400.000 χρόνια
πριν. Πιθανόν στην περιοχή να υπήρχε εργαστήριο παραγωγής τέτοιων εργαλείων.
(Πηγή πληροφοριών: Βικιπαίδεια)
Μεσοχώρι
Το Μεσοχώρι στο παρελθόν ονομαζόταν Μυλόγουστα. Το όνομα
αναφέρεται στην παρουσία νερόμυλων, οι οποίοι ανήκαν στην Ρωμαία Αυγούστα.
Υπολείμματα των μύλων σώζονται ανάμεσα στο Δομένικο και στο Μεσοχώρι. Στις 16
Φεβρουαρίου 1943, 12 άντρες από το Μεσοχώρι, μαζί με 118 από το Δομένικο και 5
από το Δαμάσι εκτελέστηκαν ομαδικώς από τα ιταλικά στρατεύματα κατοχής. Σήμερα
οι κάτοικοι του χωριού ασχολούνται με τη γεωργία, κυρίως καπνού και την
κτηνοτροφία. Ο κεντρικός ναός του χωριού είναι αφιερωμένος στον Άγιο Δημήτριο.
Ο ναός εμφάνισε σημαντικές ρωγμές από το σεισμό του 2021 που έπληξε την
περιοχή. Άλλοι ναοί του χωριού είναι ο ναός του Αγίου Νικολάου, του 1830, ο
ναός της Αγίας Σοφίας και ο ναός της Αγίας Τριάδας. Στο χωριό διεξάγεται
πανηγύρι της Αγίας Τριάδας. Στη θέση Βρυζόστι βρίσκονται νερόμυλοι. Η γέφυρα
που ενώνει το Μεσοχώρι με το Βλαχογιάννι χτίστηκε επί γερμανικής κατοχής. (Πηγή
πληροφοριών: Βικιπαίδεια)
Μηλέα
Ο οικισμός Μηλέα είναι χτισμένος σε υψόμετρο 590 μέτρων. Οι
κάτοικοι του οικισμού ασχολούνται κυρίως με τη γεωργία, όμως υπάρχουν και
κάποιες πρωτοποριακές βιολογικές καλλιέργειες, από τις οποίες παράγονται
εξαίρετα προϊόντα όπως τα βιολογικά κρασιά (τα οποία αποτελούν πόλο έλξης
επισκεπτών και αγοραστών). Αξιόλογος χώρος επίσκεψης και αναψυχής είναι το
άλσος Μπιτουράχη, το οποίο διαθέτει τρεις βρύσες και απλόχερη θέα προς τον
Όλυμπο, όπως και η πέτρινη βρύση με το γάργαρο νερό στη θέση Γκιλιαβέλης. Επίσης,
στη θέση Γκάτα υπάρχει επισκέψιμος προϊστορικός χώρος. (Πηγή πληροφοριών: Δήμος
Ελασσόνας)
Μικρό
Ελευθεροχώρι
Το Μικρό Ελευθεροχώρι (παλιά ονομασία Λευτεροχωράκι) βρίσκεται
βορειοανατολικά της Ελασσόνας και είναι χτισμένος σε υψόμετρο 500 μέτρων. Οι
κάτοικοι του οικισμού ασχολούνται με τη γεωργία και την κτηνοτροφία. Αξίζει να
επισκεφτεί κανείς τον Ενοριακό Ναό της Αγίας Παρασκευής (1855) και το μικρό
ξωκλήσι του Αγίου Αθανασίου, καθώς και το πανέμορφο πευκοδάσος 35 στρεμμάτων,
στη θέση Τούμπανος. (Πηγή πληροφοριών: Δήμος Ελασσόνας)
Νάματα
Τα Νάματα πρωτοκατοικήθηκαν το 1880 από Έλληνες. Οφείλει την
ονομασία του στην αρχαία λέξη νάμα που σήμαινε καθαρό νερό, καθώς το υδραγωγείο
του χωριού ήταν φημισμένο για την καλή ποιότητα νερού που παρείχε. Σήμερα δεν
λειτουργεί, για διάφορους λόγους. Παλαιότερα τα Νάματα βρεχόντουσαν από τη
λίμνη Κάρλα με τα μεγάλα ψάρια της τα οποία ονομαζόταν καρλίσια ή ζαζάνια. Η
περιοχή που βρεχόταν από τη λίμνη Κάρλα αποξηράνθηκε το έτος 1955 και οι
γεωργικές εκτάσεις που βρίσκονται σήμερα στα εδάφη της παλιάς λίμνης
παρουσιάζουν μεγάλη περιεκτικότητα σε αλάτι. Στην περιοχή γύρω από το χωριό
υπήρχε αεροδρόμιο των Άγγλων όπου στάθμευαν και μικρά στρατεύματα και πήγαιναν
όπου χρειαζόταν βοήθεια στις γύρω περιοχές. Το 1940 ήρθαν οι Γερμανοί μαζί με
τους συμμάχους τους, τους Ιταλούς και κατέλαβαν το αεροδρόμιο. Το 1943 οι
Άγγλοι ξαναγύρισαν και συμμάχησαν με το αντάρτικο σώμα της περιοχής. Το 1944 οι
Γερμανοί και οι Ιταλοί έφυγαν από την περιοχή. Ακόμη όμως και σήμερα, μετά από
τόσα χρόνια από τη λήξη του πολέμου, υπάρχουν θαμμένες μέσα στα χωράφια
γερμανικές βόμβες. Στο κέντρο του χωριού υπάρχει μια μικρή πλατεία η οποία
κυρίως το καλοκαίρι, όταν αρκετοί κάτοικοι επιστρέφουν στο χωριό, γεμίζει
κόσμο. Το Πάσχα, στη γιορτή του Αγίου Γεωργίου, προστάτη του χωριού, πολλοί είναι
οι κάτοικοι των διπλανών χωριών αλλά και παλαιότεροι κάτοικοι των Ναμάτων που
δε μένουν πια στο χωριό που έρχονται να τιμήσουν τον Άγιο ο οποίος λέγεται ότι
είναι θαυματουργός. Υπάρχουν δύο εκκλησίες του Αγίου Γεωργίου. Η παλαιότερη και
πιο μικρή δε γνωρίζουμε πότε ακριβώς κατασκευάστηκε – φημολογείται το έτος
1512- αλλά υπολογίζεται γύρω στην περίοδο της τουρκοκρατίας ενώ η πιο καινούρια
χτίστηκε μέσα στην τελευταία εικοσαετία. Γύρω από το χωριό, μέσα στα χωράφια,
υπάρχει μια μικρή πέτρινη γέφυρα με δύο καμάρες και ένα παλιό πηγάδι ενώ
υπάρχουν αρχαιολογικά ευρήματα όπως κεραμικά σκεύη και άλλα. Οι κάτοικοι των
Ναμάτων έχουν ως κύρια απασχόληση τους την καλλιέργεια μεγάλων φυτών όπως είναι
το βαμβάκι, σε μεγάλη κλίμακα, αλλά και πολλών άλλων φυτών όπως είναι τα
ζαχαρότευτλα, το καλαμπόκι, το τριφύλλι, το σιτάρι και σε μικρότερη κλίμακα
φυτά όπως η τομάτα, οι πατάτες και τα μπιζέλια. Παράλληλα με την καλλιέργεια
των παραπάνω φυτών, κάποιοι από τους κατοίκους ασχολούνται επίσης και με την
κτηνοτροφία. Για τις αρδευτικές ανάγκες των χωραφιών υπάρχουν σήμερα δύο
μεγάλες τεχνητές λίμνες. Η μία υπάρχει εδώ και πάρα πολλά χρόνια ενώ η δεύτερη
κατασκευάστηκε πρόσφατα. Την άνοιξη, όταν δηλαδή οι λίμνες είναι ακόμη γεμάτες
με νερό, καθώς οι αρδευτικές ανάγκες δεν είναι ακόμη τουλάχιστον σχετικά
μεγάλες και εξαιτίας των συχνών ανέμων που πνέουν στην περιοχή, αποτελούν πόλο
έλξης, για λιγοστούς λάτρεις της ιστιοπλοΐας. (Πηγή πληροφοριών: Βικιπαίδεια)
Νέσσωνας
Ο Νέσσωνας βρίσκεται βορειοανατολικά από τη Λάρισα, σε
υψόμετρο 95 μέτρα. Κοντά και νότια του χωριού είναι η γνωστή από την αρχαιότητα
λίμνη Νεσσωνίς (η λεγόμενη Μαυρολίμνη ή Καρατσαΐρ) και η αρχαία πόλη Νέσσων,
από την οποία πήρε το όνομα ο πρώην Δήμος της περιοχής. Ο Νέσσων ήταν γιος του
Θεσσαλού, απ’ όπου και η ονομασία της Θεσσαλίας ως Νεσσωνίς. Αναφέρεται
επίσημα, μετά την ένωση της Θεσσαλίας, με το παλιό του όνομα από την
τουρκοκρατία ως Τζαμί (λόγω της ύπαρξης ενός τζαμιού). Το 1932 μετονομάστηκε σε
Νέσσων. (Πηγή πληροφοριών: Βικιπαίδεια)
Ομόλιο
Το Ομόλιο είναι ένα απο τα πιο αρχαία χωριά της Θεσσαλίας.
Το Ομόλιο βρίσκεται στην Βόρεια έξοδο της κοιλάδας των Τεμπών.
Απέχει 34 χλμ. ΒΑ. από την Λάρισα ενώ στην Βόρεια πλευρά του ακριβώς δίπλα του
περνάει ο Πηνειός. Είναι ιδανικός προορισμός για εναλλακτικές μορφές τουρισμού
λόγω της ποικιλομορφίας της φύσης που το περιβάλει.
Το όνομα του προέρχεται από το αρχαίο Ομόλιον ή Ομόλη , που
ήταν η βορειότερη πόλη -προπύργιο για την αρχαία Μαγνησία. Η πρώτη γραπτή
αναφορά για το Ομόλιον βρίσκεται στα Αργοναυτικά του Ορφέα όπου οι Αργοναύτες
μεταξύ 1600 πχ και 1800 πχ ,φεύγοντας από την Ιωλκό (σημερινός Βόλος)
συνάντησαν το Ομόλιον με τα πολλά σπήλαια και τον Άναυρο να πέφτει με ορμή στο
Αιγαίο. Η δεύτερη γραπτή αναφορά βρίσκεται στα Γεωγραφικά του Στράβωνα η οποία
είναι και η πιο επίσημη. Ο Περσικός στόλος εξώκειλε λόγω καταιγίδας στην
περιοχή απ’ το σημερινό Ομόλιο μέχρι και την ανατολική πλευρά της Μαγνησίας
.(Στράβωνως Γεωγραφικά)
Οι περιοχές προφήτης Ηλίας και Προχώματα έχουν κηρυχθεί ως τα
όρια της αρχαίας πόλης Ομόλιον ο οποίος περικλύει αρχαιολογικές θέσεις και
οικιστικά σύνολα.
Κατά καιρούς στο Ομόλιο έχουν βρεθεί αρχαία πολύτιμα ευρήματα
όπως χρυσά στεφάνια, χρυσά νομίσματα, δαχτυλίδια, αρχαία όπλα κλπ. Κάποια από
αυτά βρίσκονται μέχρι σήμερα στο Αρχαιολογικό Μουσείο Βόλου.
Στο χωριό αναπαύεται ο Έλληνας πρώιμος σοσιαλιστής Μαρίνος
Αντύπας.
Αναφέρεται, μετά την Ένωση της Θεσσαλίας με την Ελλάδα, το 1883 στο ΦΕΚ 126Α - 02/04/1883 με την παλιά του ονομασία από την Τουρκοκρατία ως Λασποχώρι να προσαρτάται στον τότε δήμο Αμπελακίων και το 1912 στο ΦΕΚ 262Α - 31/08/1912 να ορίζεται έδρα της ομώνυμης νεοϊδρυθείσας κοινότητας. Το 1915 με το ΦΕΚ 90Α - 07/03/1915 μετονομάστηκε σε Ομόλιον. Σύμφωνα με το πρόγραμμα Καλλικράτης, αποτελεί κοινότητα που υπάγεται στη Δημοτική Ενότητα Ευρυμενών του Δήμου Αγιάς και σύμφωνα με την απογραφή 2011 απογράφησαν 606 κάτοικοι. wikipedia.org
Ομορφοχώρι
Το Ομορφοχώρι Λάρισας είναι οικισμός που ανήκει στη Δημοτική Ενότητα Πλατυκάμπου, στο Δήμο Κιλελέρ, σύμφωνα με τη διοικητική διαίρεση όπως διαμορφώθηκε από το πρόγραμμα "Καλλικράτης". Το χωριό γνωστό και ως Νέχαλη, αποτελούταν αρχικά από το τσιφλίκι του Σκαλιόρα με το κονάκι και τα χαμόσπιτα των κολίγων, σε μια σχετικά άγονη και ανθυγιεινή περιοχή. Μετά το 1923 εγκαταστάθηκαν Έλληνες πρόσφυγες από την περιοχή της Καππαδοκίας (Νεβσεχίρ, Τζαλέλα και Ποτάμια), πολλοί από τους οποίους πέθαναν λόγω της ελονοσίας. Η ονομασία του χωριού οφείλεται σε μετάφραση της ονομασίας του χωριού Τζελέλα ή Τζεμήλ στα ελληνικά. wikipedia.org
Όσσα
Πάρκα με πεύκα συμπληρώνουν το ήδη καταπράσινο σκηνικό του χωριού
που βρίσκεται στους πρόποδες του Κισσάβου. Δύο πύργοι από την εποχή της
τουρκοκρατίας «κούλια» υπογραμμίζουν την προέλευση της τουρκικής ονοματοδοσίας
του μικρού χωριού που σήμαινε «φρούριο του στρατοπέδου». Φρουροί και στην
είσοδο της Όσσας, δύο μεγαλοπρεπή υπεραιωνόβια κυπαρίσσια, ως σήμα κατατεθέν.
(Πηγή πληροφοριών: Δήμος Τεμπών)
Η Όσσα είναι ένα χωριό που βρίσκεται βορειοανατολικά της πόλης
της Λάρισας. Απέχει από την πόλη 18 χλμ. και είναι χτισμένο σε υψόμετρο 122
μέτρων. Το 1997 με το “σχέδιο Καποδίστριας” αποτελεί ένα από τα 7 Δημοτικά
διαμερίσματα του Δήμου Νέσσωνος .
Κατοικείται από 700 περίπου κατοίκους . Οι περισσότεροι απ’
αυτούς είναι υπάλληλοι ή γεωργοί και ελάχιστοι κτηνοτρόφοι. Το τουρκικό όνομά
του “Ασαρλίκ Ορντί” σημαίνει “φρούριο του στρατοπέδου” από το λόφο Ισάρ ή Ασάρ
που βρίσκεται στη βόρεια πλευρά του χωριού .Στα σύνορα με το Συκούριο κυλά ο
χείμαρρος “Μπαρτσιάς”, του οποίου τα νερά κατηφορίζουν από τις πλαγιές του
Κισσάβου (Όσσας) και χύνονται σε λίμνη (πρώην “Νεσσωνίς”) κοντά στο χωριό
Νέσσων.
Στην είσοδο του χωριού – μετά τη γέφυρα αριστερά – βρίσκεται ο
Ναός των Αγίων Αναργύρων , που θεμελιώθηκε το 1978 και πανηγυρίζει δυο φορές το
χρόνο , (1η Ιουλίου και 1η Νοεμβρίου). Στην είσοδο του χωριού , αλλά και κατά
μήκος του κεντρικού δρόμου του οικισμού συναντάμε το καταπράσινο πάρκο με πεύκα
όπου υπάρχει και το Ηρώο για τους πεσόντες στους Εθνικούς Αγώνες.
Προς το κέντρο του χωριού συναντάμε το Δημοτικό Σχολείο
(χτισμένο στις αρχές του αιώνα , δωρεά του Ιδρύματος Συγγρού) , το Νηπιαγωγείο
, το Κοινοτικό γραφείο , το Αγροτικό Ιατρείο και την εκκλησία του Αγίου
Αντωνίου , με το ψηλό πετρόχτιστο καμπαναριό που χτίστηκε στα τέλη του 19ου
αιώνα . Η εκκλησία πανηγυρίζει δυο φορές το χρόνο , στις 17 Ιανουαρίου και την
1η Σεπτεμβρίου . Στ’ αριστερά βρίσκεται η πανέμορφη και αρκετά μεγάλη πλατεία
“Αντωνίου Κ. Νταφούλη”.
Στη συνοικία “Κοκκινόχωμα” σώζεται σε πολύ καλή κατάσταση
πύργος “κούλια” που ανήκει στον Κων/νο Γκουντή ,ενώ στα ανατολικά σώζεται η
“κούλια” του Κ. Γκόλαντα , μοναδικά απομεινάρια από την εποχή της Τουρκοκρατίας
στην περιοχή του Δήμου Νέσσωνος.
Οι κάτοικοι είναι απόγονοι γηγενών αλλά και Σπηλιωτών και Αμπελακιωτών που εγκαταστάθηκαν στην Όσσα στις αρχές του αιώνα μαζί με οικογένειες Σαρακατσάνων . Τη δεύτερη ημέρα του Πάσχα χορεύεται στην πλατεία του χωριού το “Ζεμπέλι”,χορό που έφεραν μαζί τους οι Σπηλιώτες και αναφέρεται σε απελευθερωτικούς αγώνες και μάχες των κατοίκων με τους Τούρκους. onlarissa.gr
Παλαιόκαστρο
Ο οικισμός του Παλαιοκάστρου βρίσκεται νοτιοδυτικά της
Ελασσόνας και αναπτύσσεται σε υψόμετρο 210 μέτρων. Οι κάτοικοι ασχολούνται
κυρίως με την γεωργία (καλλιέργεια ελιάς) και την κτηνοτροφία. Σύμφωνα με τους
νεότερους ιστορικούς, το Παλαιόκαστρο είναι χτισμένο στα ερείπια της αρχαίας
πόλης Μονδαία. Τα ερείπια των δύο μεγάλων κάστρων που σώζονται μέχρι σήμερα,
μαρτυρούν την ιστορικότητα του Παλαιόκαστρου. Η συγκεκριμένη περιοχή έχει
χαρακτηριστεί και επίσημα ως αρχαιολογικός χώρος. Το 1995 στην περιοχή του Παλαιόκαστρου
(προς το Κεφαλόβρυσο) ανακαλύφτηκε σπηλαιοβάραθρο, πλούσιο σε σταλακτίτες και
σταλαγμίτες και έτοιμο για διερεύνηση από σπηλαιολόγους, με σκοπό τη μελλοντική
αξιοποίησή του προς όφελος της περιοχής. Φτάνοντας στο χωριό, μπορεί κανείς να
θαυμάσει τις εκκλησίες και τα ξωκλήσια του (19ου αι.), ενώ ιδιαίτερου
ενδιαφέροντος είναι και το ξωκλήσι του Αγίου Αθανασίου σε απόσταση 1,5 έως 2
χλμ. από τον οικισμό, άξιο προς ανακατασκευή και προβολή. Ακόμα, μπορεί κανείς
να χαρεί έναν φυσιολατρικό περίπατο, δεδομένου ότι το χωριό είναι χτισμένο στη
συμβολή των ποταμών Τιταρήσιου και Ξηριά. (Πηγή πληροφοριών: Δήμος Ελασσόνας)
Παλαιόμυλος
Ο Παλαιόμυλος είναι χτισμένος σε υψόμετρο 245 μέτρων. Μέχρι το
1927, ονομαζόταν Ιναλί. Ο Παλαιόμυλος αποτελεί το τελευταίο χωριό του Νομού
Λάρισας προς την ανατολική του πλευρά, μόλις 1 χλμ. από τα όριά του με το Νομό
Μαγνησίας. Ασχολίες των κατοίκων του χωριού, είναι κυρίως η γεωργία και η
κτηνοτροφία. Το χωριό διάθετει πάρα πολύ πράσινο, όπως ιτιές, βελανιδιές και
πεύκα. Η περιοχή έχει χαρακτηριστεί από το Υπουργείο Περιβάλλοντος, NATURA.
Σημαντικό αξιοθέατο στον Παλαιόμυλο, θεωρείται το ερειπωμένο «κονάκι του
Βασιλείου», δηλαδή η κατοικία του τσιφλικά και ιδιοκτήτη των αγροτικών εκτάσεων
της περιοχής επί Τουρκοκρατίας. Έχει κηρυχθεί διατηρητέο μνημείο και αποτελεί
αξιόλογο αντιπροσωπευτικό δείγμα της αρχιτεκτονικής των τσιφλικόσπιτων, των
αρχών του 20ου αιώνα στη Θεσσαλία. (Πηγή πληροφοριών: Βικιπαίδεια)
Παλαιόπυργος
Ο Παλαιόπυργος βρίσκεται προς τα όρια με την Περιφερειακή
Ενότητα Πιερίας, βόρεια του Πηνειού ποταμού. Απέχει περίπου 44 χλμ. ΒΑ.
από την Λάρισα, 50 χλμ. Ν.-ΝΑ. από την Κατερίνη. Νότια και ανατολικά
περνάει ο Πηνειός ποταμός ενώ βόρεια είναι ο οικισμός της Κουλούρας. Ενοριακός
ναός του χωριού είναι η εκκλησία των Ἁγίων
Κωνσταντίνου καί Ἑλένης που βρίσκεται στην κεντρικά
πλατεία και πανηγυρίζει 21 Μαΐου και 9 Νοεμβρίου.
Αναφέρεται, μετά την Ένωση της Θεσσαλίας με την Ελλάδα, το 1883 στο ΦΕΚ 126Α - 02/04/1883 με την παλιά του ονομασία από την Τουρκοκρατία ως Νυκτερέμ να προσαρτάται στον τότε δήμο Ολύμπου και το 1912 στο ΦΕΚ 262Α - 31/08/1912 να ορίζεται έδρα της ομώνυμης νεοϊδρυθείσας κοινότητας. Το 1925 με το ΦΕΚ 142Α - 09/06/1925 μετονομάστηκε σε Παληόπυργος για να διορθωθεί το 1940 σε Παλαιόπυργος. Σύμφωνα με το πρόγραμμα Καλλικράτης, μαζί με την Αλεξανδρινή και τον Στρίντζιο αποτελούν την κοινότητα Παλαιοπύργου που υπάγεται στη Δημοτική Ενότητα Ευρυμενών του Δήμου Αγιάς και σύμφωνα με την απογραφή 2011 απογράφησαν 161 κάτοικοι el.wikipedia.org
Ο Παλαιόπυργος, στα πόδια του Ολύμπου, αγκαλιασμένος από ένα
παρακλάδι του Πηνειού και στη μέση μιας εύφορης κοιλάδας, αφήνεται στην ηρεμία
του χρόνου και του περιβάλλοντος. Πριν αρκετά χρόνια, αποτέλεσε το σκηνικό για
το γνωστό διήγημα του Α. Καρκαβίτσα “Ο ζητιάνος”.
Σήμερα αποτελεί τη γαλήνια επιλογή όσων θέλουν, μακριά από την
πολυκοσμία, να χαρούν τη θάλασσα και το φρέσκο ψάρι.
Ο δρόμος που οδηγεί στον οικισμό του Παλαιοπύργου, μαγεύει τον
επισκέπτη, καθώς ξετυλίγεται δίπλα στο ποτάμι και αντικρίζει του ψαράδες να
οδηγούν τις βάρκες τους στις απάνεμες όχθες του. Στην κεντρική πλατεία του
οικισμού, δεσπόζει από την τουρκοκρατία η εκκλησία του Αγίου Κωνσταντίνου, ενώ
τα γλέντια που γίνονται κάθε χρόνο στις 21 Μαΐου και στις 9 Νοεμβρίου, μένουν
αξέχαστα.
Όσο για τους περιπατητές, οι διαδρομές δίπλα στη θάλασσα και
το ποτάμι είναι μαγευτικές, όπως και στο δασύλλιο που βρίσκεται στην τοποθεσία
Καρατοπράκι.
Παραπόταμος
Όπως το λέει και το όνομά του, ο Παραπόταμος βρίσκεται δίπλα
στο ποτάμι αφουγκράζονται τις μεταβολές του. Έως το 1912, είχε ταχθεί να φυλάει
«Θερμοπύλες» ως το τελευταίο ελληνικό χωριό στα σύνορα με την Τουρκία. Με το
πέρασμα του χρόνου, το όνομά του άλλαξε, όπως και των περισσοτέρων στην
περιοχή. Στην ειδυλλιακή τοποθεσία, άπλωναν οι κτηνοτρόφοι τα κοπάδια τους και
οι φωνές αλλά και τα καμπανάκια των ζώων χρωμάτιζαν τη σιωπή της φύσης σε
χαρούμενους τόνους. Οι κάτοικοι εκτός από την κτηνοτροφία, καλλιεργούν τη γη
και εισπράττουν καρπούς όπως τις ελιές, ξεχωριστής νοστιμιάς. (Πηγή
πληροφοριών: Δήμος Τεμπών)
Πετρωτό
Ο οικισμός Πετρωτό είναι χτισμένος σε υψόμετρο 530 μέτρων.
Είναι σχετικά αραιοκατοικημένος μικρός αγροτικός οικισμός, του οποίου οι
κάτοικοι ασχολούνται κυρίως με τη γεωργία και την κτηνοτροφία. (Πηγή
πληροφοριών: Δήμος Ελασσόνας)
Πλατανούλια
Τα Πλατανούλια (παλιά ονομασία Τσαταλάρ) πήραν το σημερινό
τους όνομα από τα πολλά πλατάνια που υπήρχαν στην περιοχή. Σήμερα οι κάτοικοί
του ασχολούνται με τη γεωργία και την κτηνοτροφία. Το δάσος Ρουμάνι (Ρουμάνι
είναι ο χαρακτηρισμός για το πυκνό δάσος). Το μοναδικό παραπήνειο δάσος από
φυσική επιλογή με βελανιδιές, κουτσουπιές, καραγάτσια και λεύκες. Στο δάσος
(400στρμ) υπάρχει πλούσια χλωρίδα και πανίδα με πολλά είδη τα οποία δεν έχουν
καταγραφεί. Πανηγυρικές εκδηλώσεις γίνονται στις 10 Φεβρουαρίου του Αγίου
Χαραλάμπους. Σε απόσταση 2χλμ από το χωριό, προς τον Πηνειό ποταμό υπάρχει
αλσύλιο έκτασης 500στρ, που λειτουργεί ως χώρος αναψυχής. (Πηγή πληροφοριών:
Δήμος Τυρνάβου)
Πλατύκαμπος
Ο Πλατύκαμπος απέχει 10 χλμ από τη Λάρισα. Οι κάτοικοί του
Πλατυκάμπου είναι αγρότες, εργάτες και υπάλληλοι. Οι αγρότες του χωριού
καλλιεργούν βαμβάκι, σιτάρι, καλαμπόκι, τριφύλλι αλλά περισσότερο γνωστός ο
τόπος είναι για τα σκόρδα που παράγει. Το χωριό πανηγυρίζει στις 10 Φεβρουαρίου
(ημέρα μνήμης του Αγίου Χαραλάμπους) και στις 8 Μαΐου (ημέρα μνήμης των
εγκαινίων του Ιερού Ναού του Αγίου Χαραλάμπους) με εκκλησιασμό και εκδηλώσεις.
Νεολιθικοί οικισμοί και ευρήματα της κλασικής εποχής βρέθηκαν στη γύρω περιοχή,
ενώ μέσα στο χωριό σώζεται τούρκικο κτίσμα (λουτρό). Το ρέμα Ασμάκι κυλά κοντά
στο χωριό, ενώ ο ταμιευτήρας νερού, που υπάρχει στην περιοχή, είναι κατάλληλος
για ψάρεμα. (Πηγή πληροφοριών: Βικιπαίδεια)
Πολυδάμειο
Το Πολυδάμειο βρίσκεται ανατολικά της πόλης των Φαρσάλων, σε
υψόμετρο 277 μέτρων. Η πλειοψηφία των κατοίκων ασχολείται με την γεωργία και
ελάχιστοι με την κτηνοτροφία. Η κύρια καλλιέργεια που παράγει, είναι σιτηρά,
βαμβάκι και καλαμπόκι. Η παλαιά ονομασία του χωριού μέχρι το 1933, ήταν
Καραμπαϊράμ (στην τουρκική γλώσσα σημαίνει Μαύρο Πάσχα). Στο Πολυδάμειο
σώζονται ιστορικά μνημεία όπως η τοξωτή γέφυρα στη θέση Πλατάνια, η αρχαία
βρύση του 18ου αιώνα που ανακαινίστηκε πρόσφατα, το εκκλησάκι των Αγίων Αντωνίου
και Ιωάννη του Θεολόγου και το διθέσιο Δημοτικό Σχολείο που έχει πάψει να
λειτουργεί. Στο χωριό βρίσκεται επίσης ο Ιερός Ναός Γεννήσεως της Θεοτόκου, που
πανηγυρίζει στις 8 Σεπτεμβρίου. (Πηγή πληροφοριών: Βικιπαίδεια)
Πουρνάρι
Ένα ακόμη μικρό χωριό στους πρόποδες του Κισσάβου, συμπληρώνει
το κέντημα γύρω του. Στην κορυφή βρίσκεται το Παλιόκαστρο, φέροντας τεκμήρια
από τους πρώιμους βυζαντινούς χρόνους. Μέχρι το 1881 που απελευθερώθηκε η
Θεσσαλία ήταν και το Πουρνάρι, μαζί με τα άλλα χωριά της πεδιάδας του
Συκουρίου, Τουρκοχώρι. Το όνομα του όμως δεν άλλαξε, γεγονός που σημαίνει ότι
ήταν χωριό με περισσότερους Έλληνες χριστιανούς. (Πηγή πληροφοριών: Δήμος
Τεμπών)
Πραιτώρι
Το Πραιτώρι είναι χτισμένο σε υψόμετρο 220 μέτρων. Η ιστορία
του χωριού χάνεται στα βάθη των αιώνων από την εποχή της Ρωμαϊκής
Αυτοκρατορίας. Στην περιοχή λειτουργούσαν τα Πραιτωριανά Ρωμαικά Δικαστήρια
όπου εκτελούνταν ληστές, κακοποιοί και παράνομοι που συλλαμβάνονταν και
δικάζονταν. Αποτέλεσε τούρκικο τσιφλίκι του Αλή Πασά αλλά με φυσικό τρόπο
εξαιτίας των χειμάρρων μοιράστηκε στην μέση σε βόρειο και νότιο τμήμα. Έτσι το
βόρειο κατέληξε στους Τούρκους μπέηδες και το νότιο στον μεγαλοκτηνοτρόφο
Χατζημπύρο και την οικογένειά του. Όταν η Ελλάδα βγήκε από την περίοδο της
Τουρκοκρατίας το χωριό κατά κάποιο τρόπο ενώθηκε ξανά ύστερα από απαίτηση των
κατοίκων του και αποφασίστηκε να πάρει την ονομασία «Πρατώρι». Υπάρχουν στο
χωριό το μνημείο πεσόντων, η εκκλησία του Αγίου Νικολάου, το ξωκλήσι της Αγίας
Παρασκευής και το ξωκλήσι του Αγίου Αθανασίου. Επίσης ο επισκέπτης μπορεί να
θαυμάσει το αρχοντικό του Μάντζαρη και πολλά ακόμα ιστορικά σημεία από την
εποχή της Τουρκοκρατίας, ενώ αξίζει μια βόλτα στο πανέμορφο πλατανόδασος δίπλα
στο ποτάμι αλλά και στη περιοχή Καραμούρτης στα βόρεια του χωριού, όπου υπάρχει
ένας υπέροχος φυσικός καταρράκτης. Οι κάτοικοι του Πραιτωρίου ασχολούνται με
την κτηνοτροφία, τη γεωργία αλλά και το ελεύθερο επάγγελμα σε καφενεία,
παντοπωλεία, πριστήριο ξυλείας, παραδοσιακό φούρνο, θεριζοαλωνιστικά
συγκροτήματα. Το πανηγύρι του χωριού πραγματοποιείται κάθε χρόνο στις 26 και 27
Ιουλίου τιμώντας έτσι το εξωκκλήσι του χωριού αλλά και τον προστάτη του Άγιο
Παντελεήμονα. (Πηγή πληροφοριών: Βικιπαίδεια)
Πύθιο
Το Πύθιο είναι χτισμένο σε υψόμετρο 550 μέτρων σε καίρια θέση
των παρυφών του Ολύμπου, στην είσοδο των στενών της Πέτρας. Οι κάτοικοι
ασχολούνται κυρίως με τη γεωργία και την κτηνοτροφία. Η περιοχή είναι γνωστή
από τα χρόνια του Ομήρου και ερείπια της αρχαίας εκείνης πόλης βρέθηκαν γύρω
από το λόφο των Αγίων Αποστόλων. Το αρχαίο Πύθιο, μαζί με την Άζωρο και τη
Δολίχη, αποτελούσαν, πριν από 6.000 χρόνια, την Περραιβική Τριπολίτιδα. Οι
ανασκαφές έφεραν στο φως ναό του Ποσειδώνα και ναό του Πυθίου Απόλλωνα. Ο οικισμός
έχει σημαντική παρουσία και στα βυζαντινά χρόνια, όπως αποδεικνύουν τα
ασκηταριά που σώζονται σε σπηλιές κοντά στον οικισμό. Το Πύθιο διαρρέει το ρέμα
Κοντολάκι και τέσσερα πολύ παλιά πέτρινα γεφύρια (από τα οποία μόνο το ένα
σώζεται σε άριστη κατάσταση) συνδέουν τις όχθες του. (Πηγή πληροφοριών: Δήμος
Ελασσόνας)
Πυργετός
Ο Πυργετός βρίσκεται στους ανατολικούς πρόποδες του Κάτω
Ολύμπου, σε υψόμετρο 140 μέτρα και έχει θέα τόσο προς τον κάμπο του και το
Δέλτα του Πηνειού, όσο και τη θάλασσα στο νότιο Θερμαϊκό, τη Χαλκιδική μέχρι
τον Άθω καθώς και τον Κίσσαβο (Όσσα). Το σύμπλεγμα των ορέων του Κάτω Ολύμπου
και της Όσσας έχουν χαρακτηριστεί ως βιότοπος Corine, ενώ η κοντινή περιοχή του
Δέλτα του Πηνειού είναι χαρακτηρισμένος βιότοπος Natura και Corine. Πυκνή
βλάστηση καρποφόρων δέντρων, μικρά αλσύλλια και θάμνοι περιστοιχίζουν το χωριό.
Στη θέση Λειβάδι υπάρχουν υπολείμματα γέφυρας Ενετικής κατασκευής που από το
1726 διευκόλυνε τη μετάβαση ανθρώπων και εμπορευμάτων πάνω από τον Πηνειό
ποταμό. Οι κάτοικοι του Πυργετού ασχολούνται με την γεωργία (ζαχαρότευτλα,
ηλιόσπορο, καλαμπόκι, σιτάρι, ακτινίδια, αμπέλια, ελαιώνες) και την κτηνοτροφία
(αιγοπρόβατα και λίγα βοοειδή). Υπάρχουν επίσης οικοδόμοι, ελεύθεροι
επαγγελματίες (έμποροι και τεχνίτες) και υπάλληλοι. Στο κέντρο του χωριού
βρίσκεται ο ανδριάντας του Μαρίνου Αντύπα. Από τον Πυργετό κατάγεται ο συνθέτης
και κλαριντζής Βάιος Μαλλιάρας, ο οποίος ηχογράφησε περισσότερα από 2.000
δημοτικά τραγούδια, και προς τιμή του η κεντρική πλατεία του χωριού πήρε το
όνομά του. (Πηγή πληροφοριών: Βικιπαίδεια)
Ραψάνη
Η Ραψάνη βρίσκεται στους πρόποδες του Κάτω Ολύμπου, σε
υψόμετρο 500 μέτρων, επάνω από τη γραφική κοιλάδα των Τεμπών, με πανοραμική θέα
στο Αιγαίο Πέλαγος. Ιδρύθηκε ενδεχομένως το 10ο αι. από τη συνένωση χωριών με
το όνομα Ολυμπιάδες. Η Ραψάνη είναι ένας ιστορικός οικισμός του Κάτω Ολύμπου,
για τον οποίο οι γραπτές πηγές ξεκινούν από το 15ο αιώνα, με βάση τα οθωμανικά
αρχεία, όπως συμβαίνει με τους περισσότερους οικισμούς της ευρύτερης περιοχής.
Αναφέρεται για πρώτη φορά στην απογραφή του 1425, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι
ιδρύεται την εποχή αυτή. Το πιθανότερο είναι ότι πρόκειται για βυζαντινό
οικισμό, όπως διαφαίνεται από την εξέταση του ονόματός του, υπόθεση στην οποία
συνηγορούν τα αρχαιολογικά στοιχεία (κεραμική και μεσοβυζαντινό θωράκιο) τα
οποία βρέθηκαν παλαιότερα στη Μονή των Αγίων Θεοδώρων. Στους επόμενους αιώνες ο
οικισμός γνωρίζει συνεχόμενη ανάπτυξη, την οποία μπορούμε να παρακολουθήσουμε
από τα οθωμανικά κατάστιχα και είναι ιδιαίτερα εντυπωσιακή το 16ο αιώνα, οπότε
ο πληθυσμός του αυξάνεται 5 φορές και φθάνει από τα 31 νοικοκυριά το 1466 σε
154 το 1570, ενώ κοντεύει τα 600 στα τέλη του αιώνα, τα οποία διατηρούνται και
στη μετέπειτα περίοδο. Αργότερα η οικονομική ανάπτυξη τεκμηριώνεται επίσης από
το κατάστιχο του ναού του Αγίου Αθανασίου του 18ου αιώνα, μία σπάνια
μεταβυζαντινή πηγή. Με βάση τις παραπάνω πηγές γνωρίζουμε ότι η εξελικτική
πορεία του οικισμού ήταν συνεχής και έφθασε στο απόγειο τις τελευταίες
δεκαετίες του 18ου αιώνα, τότε ακριβώς που επανιδρύεται η σημαντική Μονή των
Αγίων Θεοδώρων. Πήρε το όνομά της από την ράψ(ι)α (=αρβανίτικη λέξη, που
σημαίνει μαλακό πέτρωμα). Η αναδρομή στο ιστορικό παρελθόν της Ραψάνης
είναι δύσκολη υπόθεση, μιας και τα περισσότερα χωριά της Θεσσαλίας υπέστησαν
πολλαπλές επιδρομές και καταστροφές στη μακρόχρονη ιστορία τους. Κατά το μύθο η
Ραψάνη ήταν μια πανέμορφη και δυναμική γυναίκα, που πρωτοστάτησε στη συνένωση
των χωριών. Η αρχαιότερη επιγραφή της Ραψάνης βρίσκεται στο ξωκλήσι
του Αγίου Ιωάννη το 1547. Οι 6 νερόμυλοι της Ραψάνης που χρονολογούνται από το
12ο ως το 13ο αιώνα, αποδεικνύουν ότι η Ραψάνη υπήρξε μια ακμάζουσα βυζαντινή
πόλη με περισσότερα από 900 χρόνια ιστορία. Το 17ο και 18ο αιώνα, η σηροτροφία,
η υφαντουργία (αλατζάδες) και η αμπελουργία κάνουν τη Ραψάνη την πιο λαμπρή και
την πιο εμπορική πόλη του Ολύμπου. Την ίδια εποχή ιδρύεται (1767) η περίφημη
σχολή της Ραψάνης. Η Ραψάνη φημίζονταν για τις πλούσιες βιβλιοθήκες της που
πυρπολήθηκαν το 1878, στην επανάσταση του Ολύμπου. Από την καταστροφή μόνο ένα
χειρόγραφο έχει διασωθεί το Κατάστιχο του Αγίου Αθανασίου 1778-1889. Το 19ο
αιώνα το οικονομικό ενδιαφέρον στρέφεται αποκλειστικά στην αμπελουργία. Η φήμη
του οίνου της Ραψάνης οδηγεί το Ελληνικό κράτος το 1932 στην επίσημη αναγνώριση
του ως Ονομασίας προέλευσης, εποχή κατά την οποία το 53% του εισοδήματος των
Ραψανιωτών προέρχεται από την αμπελουργία. Από τις αρχές του 20ου αιώνα η
Ραψάνη ήταν φημισμένος τόπος παραθερισμού για Λαρισαίους λόγω του καλού της
κλίματος. Η πλατεία του χωριού είναι στα 550 μέτρα υψόμετρο. Σχεδόν κάθε
γειτονιά έχει και τρεχούμενο νερό από τις πηγές του Ολύμπου. Παράλληλα στα
δρομάκια έρεε νερό σε αυλάκι που κατέληγε στα ρέματα και τέλος στον ποταμό
Πηνειό. (Πηγή πληροφοριών: Βικιπαίδεια)
Ροδιά
Το χωριό είναι χτισμένο σε υψόμετρο 70 μέτρων. Η εκκλησία του
χωριού είναι ο Ναός της Ευαγγελίστριας ενώ υπάρχει και το ξωκλήσι του Αγίου
Αθανασίου, που βρίσκεται στο αισθητικό άλσος του «Μπογιατζί» στις όχθες του
Πηνειού. Σήμερα οι κάτοικοι της Ροδιάς ασχολούνται κυρίως με τη γεωργία και την
κτηνοτροφία. Αρκετοί επισκέπτες καταφθάνουν στη Ροδιά για τις γαστρονομικές
απολαύσεις στις γραφικές ταβέρνες του χωριού. Επίσης η Ροδιά αποτελεί κομβικό
σημείο στο οδικό δίκτυο της περιοχής για την περιήγηση των επισκεπτών
στον ορεινό όγκο του Ολύμπου, τα Τέμπη και τα παράλια του Νομού. Αρκετές
αρχαιότητες έχουν βρεθεί στη Ροδιά από την παλαιότερη Νεολιθική μέχρι την
Κλασσική εποχή. Μια αμερικάνικη αποστολή ειδικών αρχαιολόγων ανακάλυψε στα
στενά της Ροδιάς, όπου συμβάλλει ο Πηνειός με τον Τιταρήσιο, εργαλεία από
πυριτόλιθο, ο οποίος είναι ένα υαλώδες και πολύ σκληρό πέτρωμα. Τα εργαλεία
αυτά χρησιμοποιούνταν από τους ανθρώπους της εποχής εκείνης στο κυνήγι,
στο τεμάχισμα της λείας τους, και σε πολλές άλλες χρήσεις. Επίσης
ανακάλυψε και πάμπολλα απολεπίσματα, μικρά και μεγάλα κομμάτια
πυριτόλιθου που είναι επόμενο να δημιουργούνται κατά τη διαδικασία της
κατασκευής εργαλείων. Επειδή δε στη γύρω περιοχή υπάρχουν φυσικές
εμφανίσεις τέτοιου πυριτολιθικού υλικού, υποθέτουμε, με μεγάλη πιθανότητα, ότι
σ’ αυτό το σημείο πρέπει να υπήρχε κάποιος άλλος καταυλισμός των ανθρώπων
αυτών, όπου κατασκεύαζαν τέτοια εργαλεία, ένα εργαστήριο παραγωγής
εργαλείων δηλαδή. Οι άνθρωποι αυτοί ανήκουν στον τύπο του ανθρώπου που
λέγεται Homo Sapiens Modern (ο σοφός άνθρωπος, ο σύγχρονος) που είναι ο άμεσος
πρόγονος όλων των σημερινών φυλών. Δηλαδή δεν έχουν ανατομικές διαφορές με
μας τους σύγχρονους ανθρώπους. Επομένως, πολλές χιλιάδες χρόνια
πριν υπήρχαν άνθρωποι εδώ στην περιοχή που προσπαθούσαν να
επιβιώσουν στήνοντας καρτέρι στα στενά περάσματα του Πηνειού, για να θηρεύσουν
κάποια άγρια ζώα, που έρχονταν να πιουν νερό στο ποτάμι, ή να περάσουν
κατά τη μετανάστευσή τους. Πολύ πρόσφατα, το 1991, η ίδια ομάδα έκανε μια
σπουδαία ανακάλυψη: Συγκεκριμένα, στην αριστερή πλευρά των στενών της
Ροδιάς, ανακαλύφθηκαν λίθινα εργαλεία από αρίστης ποιότητας
λευκό και διαφανή χαλαζία, ένα πέτρωμα που υπάρχει στη γύρω
περιοχή. Βρέθηκαν διάφορα κοπτικά εργαλεία, όπως φολίδες κοπής και πολλά
άλλα απολεπίσματα. Το πιο σημαντικό, όμως, είναι ότι βρέθηκαν και κάποια
εργαλεία που έχουν μεγάλο σχετικά μέγεθος, με αμφίπλευρη δευτερογενή κατεργασία
γνωστά ως «αχέλαιοι χειροπελέκεις». Τέτοιου είδους εργαλεία είναι
γνωστά και από άλλες περιοχές της Ευρώπης και έχει αποδεχθεί ότι
έχουν κατασκευαστεί από ένα αρχαιότερο είδος ανθρώπου τον
Homo Sapiens Archaic ή τον άνθρωπο Νεάντερταλ. Για πρώτη φορά, λοιπόν,
ανακαλύπτεται ότι εδώ κοντά ζούσαν οι αρχέγονοι αυτοί άνθρωποι, που
εξαφανίσθηκαν μυστηριωδώς από τη γη πριν από 35.000 χρόνια. Κατά τον επικεφαλής
της ερευνητικής ομάδας η ηλικία αυτών των χειροπελέκεων ξεπερνά τα
300.000 χρόνια. Επομένως, οι άνθρωποι που τους κατασκεύασαν ήταν
της ίδιας περιόδου με το απολιθωμένο κρανίο του αρχανθρώπου των Πετραλώνων
της Χαλκιδικής. Ουσιαστικά είναι ίσως η αρχαιότερη πράξη ανθρώπινης
δραστηριότητας στον ελλαδικό χώρο. Στην περίοδο της Τουρκοκρατίας οι
Τούρκοι είχαν δώσει στην περιοχή της Ροδιάς την επονομασία «Μουσαλάρ», που
σήμαινε «τόπος κοινής συμβίωσης». Στα νεότερα χρόνια η Ροδιά κατοικήθηκε κυρίως
από Αρβανιτόβλαχους και Σαρακατσάνους. (Πηγή πληροφοριών: Δήμος
Τυρνάβου)
Σαραντάπορο
Το Σαραντάπορο είναι χτισμένο σε υψόμετρο 840 μέτρων. Κοντά
στον οικισμό έχουν βρεθεί αρχαίοι τάφοι, θέατρο και αναθεματικές στήλες από
(αταύτιστο ακόμα) αρχαίο οικισμό. Αναφορές για την ύπαρξη του σημερινού
οικισμού υπάρχουν από το 17ο αι. Στα μέσα του 19ου αι. αποτελούσε τσιφλίκι
κάποιου Μάντζιαρη από τη Βερδικούσσα. Μεγάλης ιστορικής σημασίας ήταν η μάχη
του Σαρανταπόρου που έγινε στις 9 – 10 Οκτωβρίου του 1912, και λειτούργησε ως
αρχή της απελευθέρωσης της Μακεδονίας από τους Τούρκους. Οι κάτοικοι του οικισμού,
ασχολούνται κυρίως με τη γεωργία και την κτηνοτροφία. Ο επισκέπτης μπορεί να
απολαύσει την απεριόριστη θέα του Ολύμπου, των Καμβουνίων, των Αντιχασίων και
του κάμπου, καθώς και να επισκεφτεί τον αρχαίο οικισμό, το μοναστήρι της
Κοιμήσεως της Θεοτόκου (1750) και την Αγία Ξένη. Οι περιπατητές, ορειβάτες και
φυσιολάτρες μπορούν να ακολουθήσουν το Ευρωπαϊκό μονοπάτι Ε4 που περνάει μέσα
από το χωριό και να κατευθυνθούν προς το Λιβάδι. (Πηγή πληροφοριών: Δήμος
Ελασσόνας)
Σκοπιά
Φαρσάλων
Η Σκοπιά Φαρσάλων από τις παραδόσεις αναφέρεται ότι αποτελούσε
συνένωση των χωριών Ταμπακλί και Παλαιοδερλί. Το 1919, το χωριό μετονομάζεται
από Ταμπακλί, σε Σκοπιά Φαρσάλων. Η νέα ονομασία δόθηκε επίσημα το 1919, λόγω
της γεωγραφικής θέσης της, στα σύνορα των νομών Λάρισας, Μαγνησίας και
Φθιώτιδας. Οι κάτοικοι της ασχολούνται κυρίως με τη γεωργία και την
κτηνοτροφία. Ο ποταμός Ενιπέας, που πηγάζει από το όρος Όθρυς, δροσίζει την
περιοχή και εκβάλει στον ποταμό Πηνειό. Στο Παλαιοδερλί είναι χτισμένο από το 1915,
το εκκλησάκι της Παναγιάς. Πολιούχος Άγιος του χωριού, είναι ο Άγιος Σπυρίδων,
όπου γιορτάζεται στις 12 Δεκεμβρίου.Στις 20 Ιουλίου γίνεται το πανηγύρι προς
τιμήν του προφήτη Ηλία, ενώ πλήθος κόσμου συγκεντρώνεται και στις γιορτές των
Χριστουγέννων, του Πάσχα και της Αποκριάς. Στις 24 Σεπτεμβρίου 2011,
διοργανώθηκε από τον Πολιτιστικό Σύλλογο Σκοπιάς με μεγάλη επιτυχία η πρώτη
παραδοσιακή γιορτή κρασιού με πάτημα σταφυλιών, με συμμετοχή τοπικών φορέων. Η
Σκοπιά αναφέρεται αρχικά στον απελευθερωτικό αγώνα του 1854, ο οποίος
διοργανώθηκε από το Βασιλιά Όθωνα και τους Αγωνιστές του 1821. Με την
επανάσταση του 1878, γίνεται η αποτίναξη του τουρκικού ζυγού και η προσάρτηση
ολόκληρη της Θεσσαλίας, στον κορμό της Ελλάδας. (Πηγή πληροφοριών: Βικιπαίδεια)
Σπαρμός
Ο Σπαρμός είναι χτισμένος σε υψόμετρο 670 μέτρων. Οι κάτοικοι
του οικισμού ασχολούνται με τη γεωργία και την κτηνοτροφία, και τηρούν τις
παραδόσεις και τα έθιμα του τόπου τους. Για τους επισκέπτες, πολύ μεγάλο
ενδιαφέρον παρουσιάζει ο ναός της Αγίας Τριάδας (Μονή Σπαρμού). Η Μονή είναι
χτισμένη σε υψόμετρο 1000 μ. στη νότια πλευρά του Ολύμπου. Ιδρύθηκε το 13ο αι.,
έχει εξαιρετικές τοιχογραφίες, ανέδειξε αξιόλογους λόγιους μοναχούς (όπως ο
Ιωνάς Σπαρμιώτης) και υπήρξε καταφύγιο κλεφτών και ανταρτών του Ολύμπου.
Σύμφωνα με την παράδοση, πολλοί από τους μοναχούς της μονής υπήρξαν δάσκαλοι σε
κρυφά σχολειά κατά τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας σε όλη την Ελλάδα. Η μονή
ανακαινίσθηκε τα τελευταία χρόνια και αναβιώνει με μοναστική αδελφότητα. Από το
Σπαρμό ξεκινάει ο δρόμος που οδηγεί στο χιονοδρομικό κέντρο Ολύμπου στη θέση
«Βρυσοπούλες», σε υψόμετρο 1800 μ. Εκεί υπάρχει και ορειβατικό καταφύγιο που
λειτουργεί όλο το χρόνο, ενώ υπάρχει και καταφύγιο ανάγκης λίγο ψηλότερα (2450
μ.). Εξαιρετική διαδρομή για ορειβάτες και φυσιολάτρες είναι από το καταφύγιο
ως την κορυφή Άγιος Αντώνιος (2815 μ.), από όπου η θέα αποζημιώνει, συνεπαίρνει
και εξυψώνει. (Πηγή πληροφοριών: Δήμος Ελασσόνας)
Σπηλιά
Στην πλαγιά του Κισσάβου το χωριό Σπηλιά, αποτελεί ορμητήριο
όσων επισκεπτών επιζητούν ένταση και δυνατότητες αλλά με ασφάλεια, όπως
αναρρίχηση, ιππασία, ποδήλατα βουνού και οχήματα 4×4 για ορεινές διαδρομές. Τη
Σπηλιά, που πήρε το όνομά της από τις πολλές σπηλιές που υπάρχουν κοντά στο
χωριό, επισκέπτονται οι ορειβάτες στο δρόμο για την κορυφή του Κισσάβου και τη
διαφορετική θέα από ένα ιδιαίτερο σημείο του ορεινού όγκου. Το δάσος της
Σπηλιάς έχει ενταχθεί στην προστασία του Ευρωπαϊκού δικτύου NATURA 2002. (Πηγή
πληροφοριών: Δήμος Τεμπών)
Στεφανόβουνο
Το Στεφανόβουνο βρίσκεται νοτιοανατολικά της Ελασσόνας και
είναι χτισμένο σε υψόμετρο 280 μέτρων. Στον οικισμό του Στεφανόβουνου υπάρχει
το Αγροτικό και Εθνογραφικό Μουσείο. Στα νότια του χωριού, στη θέση Προφήτης
Ηλίας, βρίσκεται ο ομώνυμος λόφος και το εκκλησάκι, μέσα σε όμορφο πευκόφυτο
άλσος. Το μέρος αυτό ενδείκνυται για περίπατο, εκδρομή και αγνάντεμα του κάμπου
της Ελασσόνας. (Πηγή πληροφοριών: Δήμος Ελασσόνας)
Στόμιο
Το Στόμιο είναι ένας παραθαλάσσιος οικισμός του νομού Λάρισας
που συνδυάζει βουνό (Κίσσαβος) και θάλασσα, ενώ κοντά του βρίσκεται το Δέλτα
του Πηνειού ποταμού. Στη θέση του βρισκόταν η αρχαία πόλη Ευρυμενές. Στα
αξιοθέατα το βυζαντινό μοναστήρι Κομνήνειος Ιερά Μονή Kοιμήσεως Θεοτόκου &
Αγίου Δημητρίου (Παναγία Κομνηνείου ή Οικονομείου). Το Στόμιο λόγω της πλούσιας
αμμουδιάς και της ρηχής παραλίας είναι ιδανικός τόπος για οικογενειακές
διακοπές. Σήμα κατατεθέν του Στομίου είναι ο φάρος στην παραλία κοντά στο
λιμάνι. Κάθε καλοκαίρι πραγματοποιούνται ποικίλες πολιτιστικές εκδηλώσεις, με
αποκορύφωμα τη Γιορτή της Θάλασσας (με τη γιορτή της σαρδέλας), η οποία
συγκεντρώνει πλήθος κόσμου από διάφορες περιοχές. Άλλωστε το Στόμιο φημίζεται
ως ένας από τους μεγαλύτερους ψαρότοπους. Επίσης πανηγύρι γίνεται στην Ιερά
Μονή Κομνηνείου το Δεκαπενταύγουστο, στη γιορτή της Παναγίας. Η Μονή βρίσκεται
σε υψόμετρο 180μ. στον Κίσσαβο. Το Στόμιο έχει δυο εκκλησίες, τον Άγιο Νικόλαο
και την Παναγιά Θαλασσινή. Ως πολιούχος εορτάζεται ο Άγιος Νικόλαος. Σε
απόσταση 15 λεπτών από την παραλία, πάνω στην Όσσα, αναβλύζουν πόσιμα ιαματικά
νερά. Συνιστώνται σε περιπτώσεις χλωρώσεως, αναιμίας, ατονίας, δυσπεψίας,
δυσμηνόρροιας κ.ά. Το Στόμιο παλαιά ονομαζόταν Τσάγεζι. Το όνομα αυτό προέρχεται
από την τουρκική γλώσσα (από τις λέξεις Çay (ποτάμι) ağzı (το στόμα) τσάι-αγζή)
που σημαίνει «το στόμα του ποταμού» (εκβολή). Και το σημερινό όμως όνομα έχει
την ίδια προέλευση λόγω των εκβολών (στόμιο ποταμού) του Πηνειού ποταμού. Το
Δέλτα του Πηνειού κοντά στο Στόμιο είναι προστατευόμενος υγροβιότοπος του
Ευρωπαϊκού Οικολογικού Δικτύου Natura 2000. Το Τσάγεζι αναφέρεται ως το
βορειότερο λιμάνι του ελληνικού κράτους από την ενσωμάτωση της Θεσσαλίας το
1881 ως την ενσωμάτωση της Μακεδονίας το 1912. Το 1927 μετονομάστηκε σε Στόμιο.
(Πηγή πληροφοριών: Βικιπαίδεια)
Συκέα
Η Συκέα ή Συκιά είναι χτισμένη σε υψόμετρο 190 μέτρων. Οι
κάτοικοι του ασχολούνται με τη γεωργία, κυρίως με καλλιέργειες ελιάς, καπνού
και αμπελιών, και την κτηνοτροφία. Στο χωριό βρίσκονται οι ναοί της Αγίας
Παρασκευής και του Αγίου Δημητρίου, οι οποίοι έχουν χαρακτηριστεί μνημεία. Ο
ναός του Αγίου Δημητρίου είναι τρίκλιτη βασιλική με γυναικωνίτη του δεύτερου
μισού του 19ου αιώνα. Η δίρριχτη, με αποτμήσεις, στέγη του ναού καλύπτεται με
κεραμίδια γαλλικού τύπου. Στην δυτική πλευρά του ναού υπάρχει στοά με δίρριχτη,
επίσης, στέγη. Βορείως του ναού και σε άμεση επαφή με αυτόν υπάρχει
κωδωνοστάσιο το οποίο χρονολογείται βάσει επιγραφής στα 1880. Εσωτερικά στο
ναό, από τον αρχικό ζωγραφικό διάκοσμο σώζεται μόνο η παράσταση της
Αποκαθήλωσης στην κόγχη της Προθέσεως. Στο ναό σώζεται κιβώριο, το οποίο
χρονολογείται βάσει επιγραφής στα 1889. Σώζονται επίσης 45 εικόνες (τέμπλου και
φορητές), οι οποίες χρονολογούνται βάσει επιγραφών στο τέλος του 19ου αιώνα. Ο
ναός της Αγίας Παρασκευής βρίσκεται στη βορειοανατολική πλευρά του χωριού και
είναι μονόχωρη βασιλική. Ο εσωτερικός του διάκοσμος έχει καλυφθεί με
ασβεστοκονίαμα. Το τέμπλο του χρονολογείται στο 1800. Κοντά στο χωριό βρίσκεται
η πέτρινη γέφυρα του Μπακάλη και δάσος από οξιές. (Πηγή πληροφοριών:
Βικιπαίδεια)
Συκαμινέα
Η Συκαμινέα Λάρισας, πριν το 1940 Σκαμνιά, είναι χτισμένη σε
υψόμετρο 950 μέτρων. Οι κάτοικοι του χωριού ασχολούνται κυρίως με τη γεωργία
και την κτηνοτροφία. Πρόκειται για νέο οικισμό, που προέκυψε από τη μετοίκηση
των κατοίκων από την Παλιά Σκαμνιά που βρισκόταν σε υψόμετρο 1050 μέτρων. Η
Παλιά Σκαμνιά ήταν ένας ορεινός παραδοσιακός οικισμός. Είχε περίπου 300 σπίτια
πετρόκτιστα και πλακοσκέπαστα, διώροφα κυρίως. Οι δρόμοι είχαν καλντερίμια,
υπήρχαν τρία εξωκλήσια και τρεις νερόμυλοι. Το χωριό έπαιξε μεγάλο ρόλο στην
ελληνική ιστορία, αφού στα χρόνια της Τουρκοκρατίας ήταν κέντρο στρατολόγησης
κλεφτών και αρματολών, γεγονός που προκάλεσε την εκδίκηση του Βελή Πασά, ο
οποίος το πυρπόλησε. Από τότε το χωριό εγκαταλείφτηκε και οι κάτοικοί του
εγκαταστάθηκαν στη γύρω περιοχή. Στη συνέχεια, κατά την κατοχή επέδειξαν έντονη
αντιστασιακή δράση, οπότε και καταστράφηκε το χωριό ολοσχερώς το 1943 από τους
Γερμανούς, οι οποίοι έκαψαν 300 σπίτια. Η παλιά ονομασία του χωριού ήταν
Σκαμνιά και χρονολογείται από το έτος 1100, αυτό όμως δεν είναι ιστορικά
επιβεβαιωμένο. Βρίσκεται στους πρόποδες του Άνω Ολύμπου και απέχει περίπου
πέντε χιλιόμετρα από το νέο χωριό. Η τελευταία προέλευση της ονομασίας της δεν
είναι σίγουρη: εικάζεται από το φυλλοβόλο δένδρο μουριά-συκαμινιά που υπήρχε
και εξακολουθεί να υπάρχει στον περίβολο του Ιερού Ναού της Αγίας Τριάδας. Αυτή
η εκδοχή δε θεωρείται αρκετά βάσιμη. Άλλωστε η εμφάνιση του δένδρου της
μουριάς- συκαμινιάς στο χωριό δεν είναι μαζική και μάλλον σπανίζει ώστε να
δικαιολογήσει, τη συγκεκριμένη ονομασία. Οι πρώτοι κάτοικοι ήρθαν στην περιοχή
το 10ο αι. μ.Χ. από παρολύμπια χωριά για να προστατευθούν από τις διώξεις του
Βούλγαρου ηγεμόνα Σαμουήλ. Η παλιά Σκαμνιά υπήρξε πάντα καταφύγιο όλων των
ανυπότακτων επαναστατών και γι’ αυτό έπαθε αλλεπάλληλες καταστροφές στην
ιστορία της. Χρησίμευσε και ως εποχιακό καταφύγιο των τελευταίων κλεφτών ή
λήσταρχων της περιόδου 1867- 1925. Υπήρχαν στο χωριό τρεις όμορφοι νερόμυλοι
και ένας μηχανοκίνητος, στους οποίους οι κάτοικοι του χωριού άλεθαν την παραγωγή
τους. Σήμερα υπάρχουν μόνο ερείπια. (Πηγή πληροφοριών: Βικιπαίδεια)
Συκούριο
Ευρήματα της αρχαιολογικής σκαπάνης καταμαρτυρούν ότι το
Συκούριο κατοικήθηκε κατά την Νεολιθική εποχή. Οι δρόμοι του εμπορίου
δημιούργησαν εστίες ανάπτυξης αποφέροντας καρπούς και ευημερία στους κατοίκους
του. Το Συκούριο μετατρέπεται σ’ ένα από τα μεγαλύτερα χωριά της περιοχής,
καθώς οι συναλλαγές ευδοκιμούν, όπως άλλωστε και οι γεωργικές καλλιέργειες.
Εξαιρετικής ποιότητας αμύγδαλα και ελιές, γίνονται ευρύτερα γνωστά. Αμπέλια και
σιτηρά, τονώνουν τις θέσεις εργασίας στην περιοχή. Οι επισκέπτες θαυμάζουν τα
όμορφα πέτρινα αρχοντικά, δουλεμένα από Ηπειρώτες τεχνίτες, το Λαογραφικό
Μουσείο στον αναπαλαιωμένο πλέον νερόμυλο, τη Δημοτική Βιβλιοθήκη, καθώς και τη
Μουσική Σχολή που είναι μερικά από τα κέντρα πολιτισμού τα οποία δίνουν πνοή
στον τόπο. Λίγο έξω από το Συκούριο, ένας ακόμη καλλιτεχνικός πνεύμονας
δημιουργήθηκε στον τεχνητό ταμιευτήρα «Μπάρα», όπου πραγματοποιούνται πλήθος
εκδηλώσεων κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού. (Πηγή πληροφοριών: Δήμος Τεμπών)
Τέμπη
Τα Τέμπη είναι μικρός οικισμός, χτισμένος στην είσοδο της
κοιλάδας των Τεμπών. Την περίοδο της Τουρκοκρατίας ονομαζόταν Μπαμπά, όνομα που
διατήρησε μέχρι το 1927 οπότε μετονομάστηκε σε Τέμπη. Στην είσοδο του χωριού
υπάρχει το μοναδικό οθωμανικό κτίσμα, ο τεκές του Χασάν Μπαμπά (πιθανόν τέλη
14ου-αρχές 15ου αι.), που δεσπόζει στη δεξιά όχθη του Πηνειού. Σύμφωνα με
γραπτές μαρτυρίες, τα Τέμπη αναφέρονται ως ένα από τα 22 συμμετέχοντα χωριά στο
Συνεταιρισμό των Αμπελακίων. (Πηγή πληροφοριών: Δήμος Τεμπών)
Τσαπουρνιά
Η Τσαπουρνιά, είναι χτισμένη σε υψόμετρο 920 μέτρων, στις
πλαγιές του Αμάρμπεη και βρίσκεται στα όρια Θεσσαλίας και Μακεδονίας. Αποτελεί
ένα φυσικό μπαλκόνι της περιοχής με θέα στον Όλυμπο. Το χωριό ιδρύθηκε από τον
κλεφταρματολό Κώστα Ζήδρο, μετά την καταστροφή ομώνυμου χωριού των Γρεβενών,
ενώ στις αρχές του 19ου αι. αποτελούσε τσιφλίκι της Μονής Παναγίας
Ολυμπιώτισσας. Οι ελάχιστοι κάτοικοι του χωριού ασχολούνται κυρίως με τη
γεωργία και την κτηνοτροφία. Βορειοανατολικά του χωριού, πάνω σε ύψωμα, βρίσκεται
ο Άγιος Αθανάσιος, ο οποίος χρονολογείται από το 18 αιώνα. Πρόκειται για ένα
μονόχωρο ναΰδριο από αργολιθοδομή με ξύλινη στέγη καλυμμένη με σχιστολιθικές
πλάκες. Στο εσωτερικό του σώζονται τοιχογραφίες καλής τέχνης που σώζονται μόνο
στο χώρο του Ιερού. Από το παλαιό τέμπλο δε σώζεται τίποτε εκτός από τις
ξύλινες δοκούς. (Πηγή πληροφοριών: Τσαπουρνιά Λάρισας)
Τσαριτσάνη
Η Τσαριτσάνη είναι ημιορεινή κωμόπολη σε υψόμετρο 320 μέτρων
και βρίσκεται στο βόρειο τμήμα του νομού, στις δυτικές απολήξεις του κάτω
Ολύμπου. Στην Τσαριτσάνη σώζονται παραδοσιακά αρχοντικά, δείγματα της άνθησης
που γνώρισε η κωμόπολη στα χρόνια της τουρκοκρατίας. Έφτασε στη μεγαλύτερη ακμή
της κατά το 17ο και 18 αιώνα όπου και έφτασε τους 7.000 μόνιμους κατοίκους, με
την ανάπτυξη της βιοτεχνίας χρωστικών ουσιών, μεταξωτών και ερυθρών νημάτων, τα
οποία πωλούνταν στις μεγαλύτερες αγορές της Ευρώπης. Στην περιοχή υπήρχε
ελληνική σχολή πανελλήνιας φήμης, στην οποία δίδασκαν ονομαστοί λόγιοι. Στις
αρχές του 19ου αι. η κωμόπολη άρχισε να παρακμάζει, όπως και τα Αμπελάκια
εξαιτίας της ανάπτυξης της ευρωπαϊκής βιομηχανίας χρωμάτων, ενώ παράλληλα
δοκιμάστηκε από τις λεηλασίες των Τουρκοαλβανών του Αλή πασά και ο πληθυσμός
της αποδεκατίστηκε από φοβερή πανώλη (1813). Η πρώτη γραπτή αναφορά στον
οικισμό, που σήμερα ονομάζεται Τσαριτσάνη, γίνεται στο Χρυσόβουλο της ιεράς
μονής Παναγίας της Ολυμπιώτισσας που χρονολογείται στο έτος 1296, επί
αυτοκράτορος Ανδρονίκου Β’ Κομνηνού. Εκεί αναφέρεται σαν Σταρίστα ή Σταρίτα,
όνομα που υπάρχει και σε βουλγαρικά έγγραφα. Σε πρόθεση της Μονής του Μεγάλου
Μετεώρου που χρονολογείται στο 1520, αναφέρεται σαν «χορίον Τζερνιτζηανί». Η ονομασία
αυτή, όπως και οι μεταγενέστερες Σταρίτσανη, Σαρίτσιανη, Τσαρίτσιανη ή
Τσαρίτσανη, έχει σλάβικη προέλευση. Κατά καιρούς δόθηκαν διάφορες ερμηνείες για
τη σημασία του τοπωνυμίου, με επικρατέστερη εκείνη που το αποδίδει ως «βασιλικό
χωριό». Η τουρκική ονομασία «Καλίσαλη» ή «Κλίσαρι», δηλαδή πόλη των εκκλησιών,
η οποία δόθηκε μετά την οθωμανική κατάκτηση, αν και χρησιμοποιήθηκε στα επίσημα
Τουρκικά έγγραφα της εποχής αγνοήθηκε από τους κατοίκους και την ιστορία.
Επίσης επί Τουρκοκρατίας, οι Τούρκοι την αποκαλούσαν Τζάρι- Τζένι (μανδήλι
αγαπητό) λόγω της παραγωγής πολύχρωμων μανδηλιών και υφασμάτων. Από τη σλαβική
προέλευση της ονομασίας του οικισμού και άλλων τοπωνυμίων (Βαλέτσικο) εξάγεται
το συμπέρασμα πως η περιοχή κατοικήθηκε από σλαβικά φύλα, τα οποία από 7ο αι.
μ.Χ. κατήλθαν στον ελλαδικό χώρο. Η περιοχή κατοικήθηκε από το Νεολιθικό
άνθρωπο ευρύτατα, εξ αιτίας της μεγάλης και εύφορης κοιλάδας της. Στην
τοποθεσία «Τρανός Αηλιάς», η αρχαιολογική σκαπάνη αποκάλυψε τα ίχνη κάποιας
αρχαίας θεσσαλικής πόλης. Οι ανασκαφές, που πραγματοποιήθηκαν το 1912, έφεραν
στο φως θολωτούς τάφους, τείχη ακρόπολης και νομίσματα που ανάγονται στην
αρχαϊκή εποχή. Η ομηρική αναφορά στην «Λευκή Ολοσσών» και σε μια γειτονική
πόλη, που έφερε την ονομασία «Όρθη», οδήγησε στη σύνδεση των ευρημάτων με την
αρχαία αυτή πόλη. (Πηγή πληροφοριών: Βικιπαίδεια)
Φλάμπουρο
Το Φλάμπουρο είναι χτισμένο σε υψόμετρο 510 μέτρων και οι
κάτοικοί του ασχολούνται κυρίως με τον πρωτογενή τομέα. Στο νότια τμήμα του
οικισμού προς την Ελασσόνα υπάρχει το λίθινο μονότοξο γεφύρι της Γιάνναινας.
(Πηγή πληροφοριών: Δήμος Ελασσόνας)
Χάλκη
Η Χάλκη είναι ένα από τα χωριά του θεσσαλικού κάμπου. Η θέση
της είναι νοτιοανατολικά σε σχέση με την πόλη της Λάρισας, σε υψόμετρο 81
μέτρων. Για τη σημερινή ονομασία του χωριού υπάρχουν δύο εκδοχές. Η πρώτη
εκδοχή είναι ότι ονομάστηκε έτσι από την λέξη «χαλκιάδες» (αυτοί που
επεξεργάζονται το χαλκό) και η δεύτερη από έναν αρχαίο οικισμό που βρισκόταν
στην γύρω περιοχή. Το χωριό ιδρύθηκε πριν από 300 περίπου χρόνια από κολίγους
της περιοχής. Κατά την περίοδο της τουρκοκρατίας, οι Τούρκοι την είχαν ονομάσει
Μαϊμούλι. Στην συνέχεια ονομάστηκε Όγχηστος. Το όνομα αυτό το πήρε από έναν
παραπόταμο που περνούσε έξω από το χωριό. Η κύρια ασχολία των κατοίκων του
χωριού είναι η γεωργία. Οι κύριες παραγωγές είναι το βαμβάκι, το σιτάρι, η
βιομηχανική ντομάτα, ενώ τα τελευταία χρονιά καλλιεργείται σπανάκι αλλά και
δενδρώδεις καλλιέργειες όπως φιστικιά, καρυδιά, αμυγδαλιά, σταφύλι. Στο χωριό
υπάρχει η εκκλησία του Αγίου Αθανασίου (1843), ενώ σώζεται το καμπαναριό από
τον παλαιότερο ομώνυμο ναό (1815), που κάηκε. Ένα αξιοθέατο της Χάλκης ήταν ένα
κυπαρίσσι 26 περίπου μέτρων, το οποίο ήταν από τα ψηλότερα της Ελλάδας και
στόλιζε τη Χάλκη την περίοδο των Χριστουγέννων, αλλά κάηκε από άγνωστους
λόγους. Επίσης, την Καθαρά Δευτέρα πραγματοποιούνται εκδηλώσεις με φασολάδα και
νηστίσιμα εδέσματα που συνοδεύονται από το γαϊτανάκι και άλλες διάφορες
δραστηριότητες. Στις 2 Μαΐου, ανακομιδή των λειψάνων του Αγίου Αθανάσιου, στο
χωριό πραγματοποιούνται εκδηλώσεις με χορούς. (Πηγή πληροφοριών: Βικιπαίδεια)
Χαλκιάδες
Οι Χαλκιάδες είναι ένα μικρό χωριό σε υψόμετρο 268 μέτρων. Οι
κάτοικοί του ασχολούνται με τη γεωργία και την κτηνοτροφία. Βρίσκεται στην
κοιλάδα του Πηνειού. Μέχρι το 1927, η ονομασία του χωριού ήταν Καραδεμερτζή.
Αποτελείται από δύο συνοικισμούς, τους Άνω Χαλκιάδες που ο πληθυσμός του
αποτελείται από απόγονους προσφύγων από την Καππαδοκία (συγκεκριμένα από τα
χωριά Τασλίκ και Δήλα) και από τους Κάτω Χαλκιάδες που αποτελείται από τους
ντόπιους κατοίκους. Το όνομα το πήρε εξαιτίας του μεγάλου ποσοστού σιδεράδων
(χαλκιάδες). Στους Άνω Χαλκιάδες πραγματοποιείται πανηγύρι ανήμερα του Αγίου
Γεωργίου στις 23 Απριλίου, ενώ στους Κάτω Χαλκιάδες του Αγίου Χαράλαμπους στις
10 Φεβρουαρίου. (Πηγή πληροφοριών: Βικιπαίδεια)
Χειμάδι
Το Χειμάδι ή Σουφλάρ, παλιότερα επί Τουρκοκρατίας) βρίσκεται
σε υψόμετρο 96 μέτρων. Οι κάτοικοι είναι βλαχόφωνοι και έλκουν την καταγωγή
τους από το Περιβόλι Γρεβενών. Ο πληθυσμός του χωριού αποτελείται αποκλειστικά
από βλαχόφωνους, με καταγωγή από το Περιβόλι Γρεβενών. Το γεγονός αυτό
καθορίζει σε μεγάλο βαθμό την πολιτιστική ταυτότητά των κατοίκων. Η μόνιμη
εγκατάσταση των Βλάχων στην περιοχή έγινε μετά την απελευθέρωση της Θεσσαλίας
το 1881 καθώς αποχώρησαν από την περιοχή οι έως τότε Τούρκοι κάτοικοί της. Οι
κάτοικοι του Χειμαδίου και του γειτονικού Καλοχωρίου καθώς και οι Βλάχικες
οικογένειες του διπλανού χωριού (Νέσσων), παρότι ήταν Βλάχοι Περιβολιώτες στην
καταγωγή, από τα μέσα του 19ου αιώνα έπαψαν να πηγαίνουν τα καλοκαίρια στο
Περιβόλι με τα κοπάδια τους. Η μεγάλη αύξηση της κτηνοτροφίας σε συνδυασμό με
το δύσβατο της περιοχής και την έλλειψη νομής ανάγκασε τους κατοίκους του
Περιβολίου να χωριστούν σε δύο ομάδες κι έτσι εναλλάξ τα πρώτα χρόνια η μία
ομάδα να πηγαίνει στο Περιβόλι και η άλλη σε κάποιο άλλο μέρος της Δ.
Μακεδονίας όπου και νοίκιαζαν μέρος για τα κοπάδια τους. Από το δεύτερο μισό
του 19ου αιώνα (1870 περίπου) η ομάδα των Περιβολιωτών επέλεξε ως μόνιμο θερινό
προορισμό για τις οικογένειες και τα κοπάδια της, το όρος Γκαλισίτσα στην περιοχή
της Αχρίδας στην ΒΔ Μακεδονία (σήμερα βρίσκεται στα όρια με τη Δημοκρατία των
Σκοπίων). Στη Γκαλισίτσα οι οικογένειες των Περιβολιωτών έμειναν σε δύο
οικισμούς (από ξύλινες καλύβες) το Άνω Ιστόκ και το Κάτω Ιστόκ (κοντά στο 1χλμ.
ήταν η απόσταση του ενός οικισμού από τον άλλον) κι ο κάθε οικισμός είχε την
εκκλησία του, (Αγία Παρασκευή και Παναγία). Εκεί συνέχισαν να πηγαίνουν έως το
1925, οπότε για διαφόρους λόγους (1. πίεση από τους Σέρβους να διαλέξουν
εθνότητα, 2. δασμοί και φόροι από την πλευρά των Σέρβων, 3. ληστεία και
απαγωγές εκ μέρους των Αλβανών καθώς και άλλοι λόγοι) αναγκάστηκαν να
σταματήσουν την εκεί θερινή τους διαβίωση. Έτσι κάποιες οικογένειες – μετά από
χρόνια -επέστρεψαν πάλι στο Περιβόλι, ενώ άλλες συνέχισαν τις θερινές
εξορμίσεις τους σ’ άλλες ορεινές περιοχές τις Δ. Μακεδονίας έως τη δεκαετία του
1950, οπότε και οι περισσότεροι κάτοικοι του Χειμαδίου και Καλοχωρίου
ασχολήθηκαν συστηματικά με τη γεωργία (παράλληλα με την κτηνοτροφία οι
περισσότεροι βέβαια) και οι θερινές εξορμήσεις στα βουνά σταμάτησαν για τις
περισσότερες οικογένειες του χωριού. Η ηπειρώτικη και βλάχικη παραδοσιακή
μουσική είναι από τα βασικά ακούσματα ενώ αντίστοιχα είναι και τα ήθη και
έθιμα. Σημαντική εκδήλωση επίσης αποτελεί το καρναβάλι που διοργανώνεται κάθε
Καθαρή Δευτέρα. Προστάτης του χωριού είναι ο Άγιος Γεώργιος. Αξιόλογη είναι η
εκκλησία του Αγίου Γεωργίου στο Χειμάδι που πανηγυρίζει στις 23 Απριλίου. Πάνω
σε λόφο του Χειμαδίου είναι τα ξωκλήσια του Προφήτη Ηλία και της Αγίας
Μαρκέλλας που συγκεντρώνουν πολλούς προσκυνητές την ημέρα της γιορτής στις 20
Ιουλίου και 22 Ιουλίου αντίστοιχα. Παραδοσιακά πανηγύρια διοργανώνονται τόσο
στην εορτή του Αγίου Γεωργίου όσο και στην εορτή του Προφήτη Ηλία, τα οποία
αποτελούν αναπόσπαστο μέρος της παράδοσής του Χειμαδίου. Στο κέντρο της
πλατείας βρίσκεται το Ηρώο με τα ονόματα νεκρών. Αξιομνημόνευτες ήταν οι
μουριές που υπήρχαν στο παρελθόν στην πλατεία του χωριού, ο οποίες λόγο γήρατος
εκριζώθηκαν. Τις Απόκριες μαγειρεύεται το πατροπαράδοτο «μπουρανί» και γίνεται
η αναπαράσταση του «Βλάχικου γάμου». Την Κυριακή της Αποκριάς αναβιώνει το
έθιμο του ανάμματος της φωτιάς, το οποίο σηματοδοτεί το τέλος του χειμώνα. Γύρω
από το χωριό υπάρχουν 3-4 θέσεις προϊστορικής κατοίκησης του 6-5000 π.Χ. ενώ
κοντά σε χωράφια στο γειτονικό Καλοχώρι προς Ελευθέριο βρίσκονται επιγραφές του
4ου- 2ου αι. π.Χ. που δείχνουν λατρεία της Αρτέμιδος Θροσίας (=προστάτης του
τοκετού) και του Ηρακλή. Υπάρχουν εναπομείναντα σε όχι τόσο καλή κατάσταση
Οθωμανικά πυργόσπιτα, τα οποία αναφέρονται και ως «αμυντικοί πύργοι», αλλά δεν
υπάρχει αμφιβολία πως τα κτίρια ήταν πρώτιστα κατοικία. (Πηγή πληροφοριών:
Βικιπαίδεια)
Ψυχικό
Το Ψυχικό είναι πεδινός οικισμός χτισμένος σε υψόμετρο 250
μέτρων. Η πλειοψηφία των κατοίκων απασχολείται κυρίως στον τομέα της γεωργίας
και της κτηνοτροφίας. Επί τουρκοκρατίας, το χωριό ονομαζόταν Κετσελή. Μετά το
1881, όταν και ενσωματώθηκε μαζί με το μεγαλύτερο κομμάτι της Θεσσαλίας στο
ελληνικό κράτος, έλαβε την ονομασία Ψυχικό. Στο Ψυχικό βρίσκεται ο ιερός ναός
του Αγίου Αθανασίου, ο οποίος διαθέτει τοιχογραφημένο διάκοσμο του 1842 – έργο
του ζωγράφου Ζήκου Μιχαήλ – και αναγνωρίστηκε το 1986 ως διατηρητέο μνημείο από
το Υπουργείο Πολιτισμού. (Πηγή πληροφοριών: Βικιπαίδεια).
Το διαβάσαμε στο onlarissa.gr 04/04/2024
Πηγή δημοσιεύματος:
Πόλεις & Χωριά στο Νομό Λάρισας greecedestination.gr
Από το αρχικό δημοσίευμα, λείπει αναφορά σε μερικά χωριά και
οικισμούς της περιοχής.
Δείτε ακόμα:
Χωριά του νομού Λάρισας el.wikipedia.org
Χωριά της Λάρισας που αξίζει να επισκεφθεί κάθε Λαρισαίος και ας μην του πέρασαν ποτέ από το μυαλό – Η ξεχωριστή ομορφιά τους (φωτο) onlarissa.gr