Πέμπτη 4 Φεβρουαρίου 2021

Όνειρα μπροστά στο θάνατο. Θεατρική σκηνή

Στο φως άγνωστο έργο του Μ. Καραγάτση

Ο Μ. Καραγάτσης φωτογραφημένος από τον Ανδρέα Εμπειρίκο στο σπίτι του πρώτου. Αθήνα, δεκαετία του ’50. (Φωτ. ΑΝΔΡΕΑΣ ΕΜΠΕΙΡΙΚΟΣ - ΑΡΧΕΙΟ Μ. ΚΑΡΑΓΑΤΣΗ)

Ένα ανέκδοτο, άγνωστο έργο στην «Κ»

Το 1996, οι εκδόσεις Καστανιώτη κυκλοφόρησαν έναν τόμο με τίτλος «Ωσεί Μύρα. Γιάννης Τσαρούχης 1910-1989» (επιμέλεια: Αλέξιος Σαββάκης). Εκεί, υπήρχε ένα κείμενο της Μαρίνας Καραγάτση γραμμένο τον Μάρτιο του 1996. 

Έφερε τον τίτλο «Βασίλισσα Αμαλία – Φραντσέσκα Μπερτίνι. Μια παράσταση με πρωταγωνιστή τον Γιάννη Τσαρούχη». Τα Χριστούγεννα του 1945, ο Τσαρούχης έστησε στο σπίτι του Μ. Καραγάτση μια αυτοσχέδια θεατρική παράσταση. Μια θεατρική σκηνή με τίτλο «Ονειρα μπροστά στο θάνατο» και θέμα τον Όθωνα και την Αμαλία σε περασμένη ηλικία να αναπολούν τη μετεπαναστατική Ελλάδα, μα και να θρηνούν για το παιδί που δεν απέκτησαν ποτέ. 

Το θεατρικό αυτό κείμενο ήταν –στον βαθμό που το διερευνήσαμε, και όπως θυμάται σήμερα και η ίδια η Μαρίνα Καραγάτση– ανέκδοτο. Σε κάθε περίπτωση, πρόκειται για άγνωστο και ξεχασμένο έργο, το οποίο σήμερα η «Κ» δημοσιεύει εξ ολοκλήρου, αναδημοσιεύοντας ταυτόχρονα, σαν άτυπο πρόλογο, την ανάμνηση της Μαρίνας Καραγάτση από τα Χριστούγεννα του 1945. Μια σύντομη γλαφυρή αφήγηση που τοποθετεί τον αναγνώστη σε ένα βιογραφικό, πραγματολογικό πλαίσιο γύρω από το άγνωστο αυτό μίνι θεατρικό έργο – και συνάμα ένας φόρος τιμής στον σπουδαίο Γιάννη Τσαρούχη.

Η μητέρα Μαρίνα Καραγάτση συναντά το γιο της Δημήτρη Τάρλοου

Η δημοσίευση του σπάνιου αυτού ντοκουμέντου σχετίζεται και με τα διακόσια χρόνια από την Επανάσταση του 1821, καθώς ως θεματολογία είναι πολύ κοντά σε αυτή την ατμόσφαιρα και την εποχή. (Να ευχαριστήσουμε εδώ εγκάρδια τη Μαρίνα Καραγάτση και τον Δημήτρη Τάρλοου γι’ αυτή την ευγενική παραχώρηση – όπως και για την παραχώρηση των εξαιρετικών φωτογραφιών του Καραγάτση που τράβηξε ο Ανδρέας Εμπειρίκος και που βρίσκονται στο οικογενειακό τους αρχείο. Ευχαριστίες για την πολύτιμη βοήθεια και στους Θανάση Τριαρίδη – Σταματίνα Σταματάκου.)

Κυρίως όμως, το θεατρικό αυτό «Ονειρο» είναι ένας γνήσιος Καραγάτσης σε μικρογραφία: πώς η Ιστορία, η εποχή, η κοινωνία, γίνονται ένα με τα πάθη του ανθρώπινου σώματος: το τρομερό μυστικό που έκρυβε το σώμα της Αμαλίας (κάποιος τύπος κολπικής δυσπλασίας που δεν επέτρεπε καν τη διείσδυση και άρα την τεκνοποιία), γίνεται εδώ πυρηνικό θέμα της όλης αφήγησης. Οπως είπαμε, ο Μ. Καραγάτσης είχε τον τρόπο του να αναπλάθει εποχές, αλλά και απωθημένα σύνδρομα, επιθυμίες.

Χριστούγεννα του 1945

Η Μαρίνα Καραγάτση στο σπίτι στην πλ. Αμερικής
Της ΜΑΡΙΝΑΣ ΚΑΡΑΓΑΤΣΗ

Παραμονές Χριστουγέννων του 1945, μεσημεράκι με λιακάδα κι εγώ γυρίζω από το σχολείο με σάκα πάνινη, μπλε ποδιά και άσπρο ταφταδένιο φιόγκο στα μαλλιά. Σήμερα δεν θα καθυστερήσω ούτε στο ψιλικατζίδικο, για να χαζέψω το φωτισμένο χριστουγεννιάτικο δέντρο με τα μπαμπακένια χιόνια, ούτε στο διπλανό ζαχαροπλαστείο για να θαυμάσω άλλη μια φορά το λευκό βουναλάκι κουραμπιέδες και στη γωνία της βιτρίνας τη φάτνη μέσα σε σπήλαιο από κόκκινο σελοφάν. Έχω μεγάλη ανυπομονησία να πάω σπίτι μου, γιατί η μαμά μου μού είπε το πρωί ότι θα έρθει ο κύριος Τσαρούχης και θα ετοιμάσει για το βράδυ μια θεατρική παράσταση.

Το σπίτι που έμεινε η οικογένεια Καραγάτση από το 1940 μέχρι το 1954
Σε λίγο φθάνω στην οδό Σπάρτης 14, που είναι το σπίτι μας, διασχίζω το διάδρομο και τον κήπο με τις μανταρινιές και τις φιστικιές, ανεβαίνω τη σιδερένια στριφτή σκάλα και μπαίνω στην κουζίνα. Στο βάθος ακούγονται συζητήσεις, φωνές, γέλια, θόρυβος από έπιπλα που μετακινούνται. Προχωρώ στα μέσα δωμάτια. Μα τι αναταραχή είναι αυτή; Οι τετράφυλλες πανύψηλες τζαμόπορτες που χωρίζουν το προχόλ από το χολ και το χολ από το σαλόνι είναι ορθάνοιχτες και οι τρεις χώροι έχουν ενωθεί. Κάποιοι βοηθοί του κύριου Τσαρούχη αδειάζουν τα δύο πρώτα δωμάτια από τα βαριά έπιπλα και τοποθετούν σειρές καθισμάτων.

Ψάχνω τον κύριο Τσαρούχη. Τον βρίσκω στην τραπεζαρία, γονατισμένο στο πάτωμα να ζωγραφίζει πάνω σε χαρτί του ρολού τα κοστούμια της παράστασης. Κάθε τόσο σηκώνεται, πηγαίνει στο σαλόνι και δίνει οδηγίες για το σκηνικό: Στο κέντρο δύο πράσινες βελούδινες πολυθρόνες με ψηλή ράχη, που τις χωρίζει ένα στρογγυλό τραπεζάκι με μπρούντζινα στολίδια στα πόδια, αριστερά το πιάνο, δεξιά στο βάθος η μπερζέρα και δίπλα το μεγάλο κινέζικο βάζο.

Μεγάλο πρόβλημα παρουσιάζεται με ένα σερβίτσιο του καφέ από πορσελάνη, που ο κύριος Τσαρούχης το χρειάζεται για την παράσταση. Η μαμά επ’ ουδενί λόγω να το δώσει. Φοβάται μην τυχόν και πάθει ζημιά. Εν τέλει υποχωρεί. Ανοίγει τη βιτρίνα, βγάζει το μπλε σερβίτσιο με τα χρυσά σιρίτια και το ακουμπάει με προσοχή στο τραπεζάκι της σκηνής. Απ’ ό,τι φαίνεται, το σκηνικό είναι σχεδόν έτοιμο.

Ξαναπηγαίνω στην τραπεζαρία να δω πώς προχωράει η δουλειά του κυρίου Τσαρούχη. Μη χειρότερα! Πότε πρόλαβε και έκοψε τα ζωγραφισμένα χαρτιά, πότε τα κόλλησε, πότε τσάκισε όλες αυτές τις πιέτες της φουστανέλας! Πώς, με άλλα λόγια, κατόρθωσε σε τόσο λίγη ώρα να μεταμορφώσει τις ζωγραφιές σε αληθινά κουστούμια.

Η μαμά μου μού εξήγησε πως ο κύριος Τσαρούχης έφτιαξε τα κοστούμια από χαρτί για να μην κοστίσουν ακριβά. Για να το λέει έτσι θα είναι. Εμένα πάντως μου αρέσουν πιο πολύ από τα υφασμάτινα. Με ενθουσιάζουν, με μαγεύουν, όπως με μαγεύει το χριστουγεννιάτικο δεντράκι στο ψιλικατζίδικο και η φάτνη δίπλα στο βουναλάκι με τους κουραμπιέδες.

Μετά θυμάμαι πως έχει βραδιάσει και σε λίγο θα αρχίσει η παράσταση. Μέσα στα δύο πρώτα δωμάτια ο κόσμος είχε γεμίσει όλες τις σειρές των καθισμάτων. Μερικοί στέκονται όρθιοι.

Κοιτάζω προς τη σκηνή. Μα αυτός ο κύριος Τσαρούχης είναι μάγος; Πώς μεταμορφώθηκε το μελαγχολικό σαλόνι μας μέσα σε λίγες ώρες σε ένα τόσο αστραφτερό παλάτι; Στην αριστερή πολυθρόνα κάθεται ένας κύριος με φουστανέλα, ο Όθων, και δεξιά ο κύριος Τσαρούχης ντυμένος Αμαλία.

Όθων και Αμαλία ντυμένοι με ελληνικές παραδοσιακές ενδυμασίες.

Ο μπαμπάς μου, που έχει γράψει το έργο, μου διηγήθηκε το πρωί τη ζωή του Όθωνα και της Αμαλίας, πόσο δυστυχισμένοι ήταν που δεν μπορούσαν να κάνουν παιδί, να αφήσουν διάδοχο. Η ιστορία μού φάνηκε πολύ συγκινητική. Τώρα όμως βλέπω πως αν και η έκφραση του κυρίου Τσαρούχη είναι πολύ σοβαρή όταν αρχίζει να λέει τα λόγια της Αμαλίας με φωνή παραπονεμένη, ο κόσμος ξεσπάει σε γέλια. Τον βρίσκω και εγώ πολύ αστείο, αλλά δεν γελάω μήπως και παρεξηγηθεί ο μπαμπάς μου. Μετά το διάλειμμα, στο δεύτερο μέρος, ο κύριος Τσαρούχης παίζει το ρόλο κάποιας Bertini. Φοράει ένα μακρύ μαύρο φόρεμα, μαύρα γάντια, μαύρο καπέλο και μέσα στα φουστάνια κρύβει ένα περίστροφο.

Αγωνίζομαι να καταλάβω ποια είναι αυτή η ευλογημένη Bertini. Πριν από λίγο στο διάλειμμα, άκουσα κάποιον να λέει πως ήταν τραγουδίστρια ή ηθοποιός. Κάτι τέτοιο. Όμως εμένα μάλλον για κατάσκοπος μου φαίνεται. Αλλά γιατί αυτή η μυστηριώδης γοητευτική κυρία κάνει το κοινό να γελάει; Μήπως στην πραγματικότητα είναι μια ηλικία, που προσπαθεί να παραστήσει τη σοβαρή.

Εγώ πάντως, αν και δεν καταλαβαίνω πολλά πράγματα, έχω ενθουσιαστεί με τον κύριο Τσαρούχη. Δεν ξεκολλώ τα μάτια μου από πάνω του. Πιστεύω πως είναι σπουδαίος ηθοποιός.

Δυστυχώς, η παράσταση τελειώνει σύντομα. Ο κόσμος σιγά σιγά φεύγει. Από τους τελευταίους ο κύριος Τσαρούχης. Στην εξώπορτα κοντοστέκεται, γυρίζει προς το μέρος και μου λέει χαμογελώντας κάπως τρυφερά, κάπως περιπαικτικά: «Θέλω να σε ρωτήσω κάτι, Μαρίνα, αλλά να μου απαντήσεις ειλικρινά. Νομίζεις πως είμαι καλύτερος ηθοποιός ή ζωγράφος;».

«Ηθοποιός», απαντώ εγώ χωρίς δεύτερη σκέψη.

Οι τελευταίοι καλεσμένοι, μαζί και οι γονείς μου, βάζουν τα γέλια. Τους κοιτάζω με απορία. «Μα τι είπα; Κάποια γκάφα θα έκανα πάλι;» σκέφτομαι.

Στενοχωρημένη πηγαίνω στο δωμάτιό μου και χώνομαι στο κρεβάτι μου. Πριν με πάρει ο ύπνος συλλογίζομαι πάλι τον κύριο Τσαρούχη. Χάρηκα πολύ που τον γνώρισα από κοντά. Μόνο που το βλέμμα του, λίγο τρυφερό, λίγο πειρακτικό, με μπερδεύει κάπως. Είναι άραγε αληθινός φίλος;

Δεν ήξερα τότε, μικρό κοριτσάκι, πόσες και πόσες φορές στα χρόνια που θα ερχόντουσαν το βλέμμα αυτό, το γεμάτο νοημοσύνη, τρυφερότητα και μια δόση σοφής ειρωνείας, θα μου έδινε παρηγοριά, κουράγιο, ελπίδα, και πόσο συχνά θα το αναζητούσα από τη στιγμή που έσβησε για πάντα.

Ο Όθων και η Αμαλία φωτογραφημένοι στο Μόναχο το 1867.

Όνειρα μπροστά στο θάνατο. Θεατρική σκηνή

Πρόσωπα:
Ο Όθων
Η Αμαλία
Η Κυρία των Τιμών
Ένας θαλαμηπόλος.
 
Ένα σαλονάκι στο παλάτι του BAMBERG, στη Βαυαρία, το 1868.

Φωτογραφία της Αμαλίας στην εξορία, περ. 1870

Σαλονάκι στο παλάτι του BAMBERG, κοντά στο Μόναχο. Γερμανικό BAROQUE με CHINOISE-CARISCH. Μια αντίθεση: τοίχοι, κονσόλες, εταζέρες είναι γεμάτες εικόνες και θυμητάρια της Ελλάδας, ανάμεσα 1830 και 1860.

Απομεσήμερο συννεφιασμένο, καμάρα μισοσκότεινη. Το μεγάλο ρολόι του τοίχου χτυπάει πέντε αργούς, βαθύφωνους χτύπους.

Η Αμαλία, γερασμένη, ντυμένη με φόρεμα ταφταδένιο της εποχής (1867) κάθεται σε μία πολυθρόνα. Η Κυρία των Τιμών, νέα και μελαχρινή Ελληνίδα, στέκεται όρθια, λίγο πιο πέρα.



Κυρία των Τιμών. Να πω να σερβίρουν τσάι;

Αμαλία. Τι ώρα είναι;

Κυρία. Πέντε. Η Μεγαλειότης σας δεν άκουσε το ρολόι;

Αμαλία. Οχι, ήμουν αφηρημένη. Συλλογιζόμουν…

(Ανασαίνει βαριά)

Κυρία. Θα έπρεπε να επιβληθήτε στον εαυτό σας.

Αμαλία. Θα έπρεπε. Μόνον που δεν κάνουμε πάντα ό,τι πρέπει. Τόσο το καλύτερο. Τα λάθη του κάθε ανθρώπου κάποιον άλλον άνθρωπο ωφελούν. Έτσι γεννιέται μία ισορροπία ανάμεσα σ’ ευτυχία και δυστυχία… (μικρή σιωπή). Δεν γύρισε ακόμα ο βασιλεύς;

Κυρία. Η Μεγαλειότης του έχει γυρίσει από ώρα.

Αμαλία. Πώς δεν ήρθε από δω;

Κυρία. Πήγε στα διαμερίσματά του…

Αμαλία. Μήπως είναι αδιάθετος;

Κυρία. Όπως μου είπε ο αρχιθαλαμηπόλος, η Μεγαλειότης του πήγε ν’ αλλάξη.

Αμαλία. (δυσφορία) Α, ναι…

Κυρία. Να βγάλει τη στολή της ιππασίας και να φορέσει τη φουστανέλα. Δεν νομίζω πως θ’ αργήση…

Αμαλία. (σα να μονολογεί) Τη φουστανέλα… Την αιώνια φουστανέλα…

Κυρία. Ο Μεγαλειότατος έρχεται. Ακούω τα βήματά του.

Ο Όθων στη Βαυαρία τα τελευταία χρόνια της ζωής του.

(Μπαίνει ο Όθων, ντυμένος φουστανέλα, φέρμελη κ.λπ. Είναι γερασμένος, κουρασμένος.)

Όθων. Καλησπέρα Αμαλία. (στην Κυρία) Κυρία μου, καλησπέρα σας.

Αμαλία. Καλησπέρα, Όθων.

Κυρία. (κάνει υπόκλιση) Μεγαλειότατε…

Όθων. (κάθεται) Άργησα λιγάκι. Πρέπει να έρχουμαι ένα τέταρτο νωρίτερα από την ώρα του τσαγιού για να έχω καιρό ν’ αλλάξω.

Αμαλία. (με δυσφορία) Άλλοτε δεν άλλαζες, Όθων…

Όθων. Άλλοτε; Πότε άλλοτε;

Αμαλία. (διστάζοντας να διαλέξη έκφραση) Πριν έρθουμε εδώ.

Όθων. Στην Αθήνα, αγαπητή μου, δεν υπήρχε λόγος. Έκανα την απογευματινή μου ιππασία με τη φουστανέλα μου. Τώρα όμως, πώς μπορώ να καλπάζω στα δάση της Βαυαρίας… (δείχνει τη φουστανέλα του)

Αμαλία. Και είναι λόγος, μόλις γυρίσης στα ανάκτορα να φοράς αυτό το ένδυμα;

Όθων. (με πικρό ξάφνιασμα) Αυτό το ένδυμα; Πώς μιλάς έτσι, Αμαλία;

Αμαλία. (με κακία) Ναι. Το ένδυμα το λαού που τόσο μας πίκρανε.

Όθων. Του λαού που τόσο αγαπήσαμε, Αμαλία: των Ελλήνων. Λησμονείς πως είμαστε Έλληνες;

Αμαλία. (αναστενάζει) Θα ήθελα να το λησμονήσω…

Όθων. Αλλά δεν μπορείς… Σε παρακαλώ, θα μου ’δινες μεγάλη χαρά αν φορούσες κι εσύ πάλι τη χαριτωμένη πλατιά φούστα, το εφαρμοστό κοντογούνι και το άλικο φέσι λοξά, στα καστανά σου μαλλιά…

Αμαλία. Τα μαλλιά μου άσπρισαν, Όθων. Μα θα σου κάνω τη χάρη.

(Κυρία βήχει σιγανά)

Κυρία. Μεγαλειοτάτη, θα πω να σερβίρουν το τσάι. Εμένα θα μου επιτρέψετε… 

Όθων. Θα μας αφήσετε μόνους;

Κυρία. Ζητώ συγγνώμην. Δεν αισθάνομαι πολύ καλά… Κι ύστερα μόλις έλαβα ένα μεγάλο γράμμα από την αδελφή μου…

Όθων κι Αμαλία. (με νοσταλγική περιέργεια, σχεδόν μαζί) Από την Αθήνα; 

Κυρία. Ανυπομονώ να το διαβάσω…

Όθων. Σας καταλαβαίνω, αγαπητή.

Κυρία. (Υποκλίνεται) Με την άδειά σας. Μεγαλειότατε… Μεγαλειοτάτη… 

(Κυρία βγαίνει)

Αμαλία. Τι καλή, τι πολύτιμη φίλη!

Όθων. Εγκατέλειψε τους δικούς της για να μας ακολουθήση στην εξορία. (Αναστενάζει) Δεν το ’καναν πολλοί απ’ τους παλιούς μας φίλους.

Αμαλία. Οι ξεπεσμένοι βασιλιάδες δεν έχουν πια φίλους, Όθων.

(Μπαίνει ένας θαλαμηπόλος με λιβρέα σπρώχνοντας ένα καροτσάκι με το σερβίτσιο του τσαγιού)

Αμαλία. (στον θαλαμηπόλο) SIE KONNEN GEHIEN, ICH WERDE HERVIEREN.

(Ο υπηρέτης υποκλίνεται και φεύγει. Η Αμαλία σερβίρει το τσάι) 

Αμαλία. Θέλεις λίγο κονιάκ στο τσάι σου; 

Όθων. Δυο σταγόνες να ζεσταθώ. Ο καιρός είναι υγρός κι έχω ξεσυνηθίσει το κλίμα της Βαυαρίας. 

Αμαλία  Δούκισσα του Ολδεμβούργου Πριγκίπισσα του Χόλσταϊν-Γκόττορπ Βασίλισσα της Ελλάδας

Αμαλία. Όταν ήμουν κοριτσάκι, πώς μου άρεσε να καλπάζω στα δάση του Ολέντεμπουργκ, κάτω από τη βροχή: Ονειρευόμουν τ’ όμορφο βασιλόπουλο, που θα μ’ έκανε γυναίκα του. Φανταζόμουν πως θα ήταν κάποιος Γερμανός πρίγκιπας, που θα με πήγαινε στο Βασίλειό του το βορινό, το βροχερό, το συννεφιασμένο. Κι ήρθες εσύ…
Δεν μετάνιωσα για τίποτα. Όταν μου είπαν πως θα πάω να βασιλέψω την Ελλάδα, ομολογώ πως σάστισα, φοβήθηκα. Αυτή η μακρυνή χώρα με την ένδοξη, την περίλαμπρη παλιά ιστορία, τι ήταν τώρα, ύστερα από πέντε αιώνων δουλεία σε βάρβαρο δυνάστη; Ναι, μου μίλησες, μου εξήγησες… Όταν όμως, από το κατάστρωμα της φρεγάδας αντίκρισα τα βραχιασμένα βουνά της να λάμπουν σαν χρυσάφι, ανάμεσα στον καταγάλανο ουρανό και τη βαθυκύανη θάλασσα…
 

Όθων. (συγκινημένος) Η Ελλάδα μας, Αμαλία…

Αμαλία (το ίδιο). Η Ελλάδα μας, Όθων… Όλοι με φόβιζαν, τότε. Με συμβούλευαν να μη σε παντρευτώ. Ο πατέρας μου δεν είχε εμπιστοσύνη στην πολιτική σωφροσύνη του πρωτόγονου αυτού λαού. Επρόβλεπε τα πικρά ποτήρια που μας πότισε. Όσο για τη μητέρα μου…

(Η Αμαλία σωπαίνει)

Όθων. Η μητέρα σου; 

Αμαλία. (μετανιωμένη) Ω, τίποτα. Ας μη μιλάμε γι’ αυτό…

Όθων. Θα σε παρακαλούσα να μιλήσης με παρρησία. 

Αμαλία. Η μητέρα μου δεν νοιαζόταν για την πολιτική. Δεν ήθελε να παντρευτώ έναν Βίτελσμπαχ. Είναι παράξενοι όλοι τους, μουρμούριζε. Καμία γυναίκα δεν ευτύχησε κοντά σ’ έναν Βίτελσμπαχ. Δεν την άκουσα…

Όθων. (με μορφή σκοτεινή) Είχε δίκιο η μητέρα σου. Έκανες λάθος που δεν την άκουσες. Μετάνιωσες γι’ αυτό;

Πορτραίτο του Όθωνα. Έργο του Γιόζεφ Καρλ Στίλερ.

Αμαλία. Όχι, Όθων, δεν μετάνιωσα. Στο είπα χίλιες φορές και το ξέρεις. Γιατί με ρωτάς; Για να με παιδεύεις και να τυραγνιέσαι; Ήθελα να γίνω βασίλισσα· έγινα. Ήθελα να βασιλέψω σε αυτόν τον παράξενο λαό, τον τόσο μακρινό από τη νοοτροπία μου, βασίλεψα. Ήθελα να γίνω γυναίκα του πιο όμορφου βασιλιά του κόσμου· έγινα. Ό,τι ποθούσε η ψυχή μου το χάρηκε. Δεν έχω παράπονο απ’ το ριζικό μου. 

Όθων. (σκύβει το κεφάλι, και λέει με φωνή σιγανή βαριά). Δεν λες αλήθεια, Αμαλία…

Αμαλία. (ταραγμένη) Όθων;

Όθων. Όχι, δεν λες αλήθεια…

Αμαλία. Γιατί; Επειδή χάσαμε τον θρόνο μας; 

Όθων. Κάποτε θα τον χάναμε, είτε έτσι είτε αλλιώς. Ο θάνατος δεν είναι μακριά. Τι σημασία έχουν λίγα χρόνια χωρίς στέμμα; 

Αμαλία. (σκληρά) Κανείς βασιλιάς δεν συλλογιέται έτσι, Όθων. Κρατάει το στέμμα του ως τη στερνή πνοή. 

Όθων. Ναι, πολύτιμη κληρονομιά για το παιδί του, Αμαλία. Για το παιδί του…

(Σιωπή καταθλιπτική, με απότομη κίνηση του κορμιού η Αμαλία αντιδρά)

Αμαλία. Θέλεις ακόμα λίγο τσάι; 

Όθων. Ευχαριστώ, δεν έχω διάθεση. Δεν έχω διάθεση για τίποτα. Είμαι στα πρόθυρα του θανάτου κι αναπολώ τη ζωή. 

Αμαλία. (με τα μάτια μακριά) Η ζωή μας… Η ζωή μας…

Όθων. Δεν ήταν όμορφη, η ζωή μας. 

Αμαλία. (με φλόγα) Είχε όμως ένα νόημα, ένα σκοπό. Ξεκινήσαμε με αγνή ψυχή και καρδιά χαρούμενη να κυβερνήσουμε την Ελλάδα, να την κάνουμε μεγάλη κι ευτυχισμένη. Παλέψαμε σκληρά…

Όθων. Ναι. Κάναμε ό,τι μπορούσαμε. Κάναμε πολλά πράγματα· και θα ξανακάναμε πολύ περισσότερα αν δεν σκοντάφταμε συνεχώς σ’ εκνευριστικές, ακατανόητες αντιδράσεις. Οι Έλληνες δεν καταλάβαιναν ότι μοναδική μας φροντίδα ήταν η ευτυχία και το μεγαλείο τους. 

Αμαλία. (σκληρά) Δεν μας αγαπούσαν.

Όθων. Όχι, κάνεις λάθος. Οι Έλληνες μας αγαπούσαν αλλά δεν μας καταλάβαιναν… 

Αμαλία. Όθων, είσαι βέβαιος πως εμείς καταλάβαμε τους Έλληνες; 

(Σιωπή. Ο Όθων σκύβει το κεφάλι. Η Αμαλία συνεχίζει με το βλέμμα μακριά)

Αμαλία. Τα λάθη μας, Όθων… Θυμήσου τα λάθη μας… Ζούσαμε μέσα σ’ όνειρο. Η αγάπη μας για την Ελλάδα ήταν απέραντη, μα εγωιστική. Εγίναμε βασιλιάδες, μα ενός έθνους που το παραμόρφωνε η λατρεία μας: ενός λαού που δεν ήταν αυτός που νομίζαμε. Έτσι καταντήσαμε να μην είμαστε οι βασιλιάδες που χρειαζόταν αυτός ο λαός. 

Όθων. Ό,τι μου ζήτησαν –κι ένας θεός ξέρει τι παράλογα πράγματα μου ζήτησαν– τους τα ’δωσα όλα. Δεν έμειναν ποτέ ευχαριστημένοι. Τριάντα χρόνια εβασιλεύαμε, είκοσι επαναστάσεις έκαναν, να μας εκθρονίσουν. Κουράζεται κανείς…

Αμαλία. (με το μυαλό σε μια έμμονη ιδέα) Αν τότε στην τελευταία και μοιραία για εμάς επανάσταση, άκουγες τη συμβουλή του Παλάσκα και πηγαίναμε στη Χάγη, όπου μας περίμεναν οι πιστοί της Δυναστείας…

Όθων. (χαμογελάει πικρά) Της Δυναστείας; Ποιας Δυναστείας, Αμαλία; Η δύναμη του βασιλικού δεσμού βασίζεται στη βεβαιότητα της αμέσου διαδοχής. Ο βασιλιάς πέθανε, ζήτω ο βασιλιάς. Αυτόν το λόγο οι Έλληνες δεν μπορούσαν να τον πουν, όσο βρισκόμαστε στο θρόνο. Το δυναστικό ζήτημα, το τόσο εκνευριστικό για την πολιτική σταθερότητα της χώρας υπήρχε, από την πρώτη μέρα της βασιλείας μας· μόνο που έπρεπε να πεθάνουμε για να εκδηλωθή. Οι Έλληνες προτίμησαν να βιάσουν τη λύση, και μας εξεθρόνισαν. Δεν μπορώ να τους αδικήσω. 

Στις 12 Οκτωβρίου 1862 το βασιλικό ζεύγος εγκατέλειψε τη χώρα...

Αμαλία. Αν είχαμε ένα παιδί…

Όθων. Πάλι μου γυρίζεις το μαχαίρι στην καρδιά…

Αμαλία. (δεν τον ακούει) Ένα παιδί με ξανθά μαλλιά και μάτια γαλανά… 

Όθων. Ένα αγόρι…

Αμαλία. Ας ήταν και κορίτσι. Δεν είναι τόσο η πίκρα της βασίλισσας, που δεν μπόρεσε να στεριώση μια Δυναστεία όσο η δυστυχία της γυναίκας που δεν μπόρεσε να γίνη μητέρα. 

(Σιωπή, το φως λιγοστεύει) 

Αμαλία. Η εθιμοτυπία της Αυλής των Βίτελσμπαχ απαιτεί να γίνη νεκροψία στο κορμί μου, όταν πεθάνω. Δεν πρέπει να γίνει αυτό, Όθων. Δεν πρέπει το τραγικό μυστικό της ζωή μας να μη μας ακολουθήση στον τάφο…

Όθων. (σηκώνει τους ώμους) Δεν είναι τόσο μυστικό. Ο Πέλμεστρον το ήξερε προτού το αντιληφθώ εγώ ο ίδιος.

Αμαλία. (δίχως να τον ακούη) Το δράμα της ζωής μας θα γίνη θέμα όλου του κόσμου, για ευτράπελη κακογλωσσιά… είναι φοβερό. 

Όθων. Οι βασιλιάδες δεν έχουν δικό τους δράμα, όπως δεν έχουν δική τους ζωή. Ζουν για το λαό τους, πονούν για το λαό τους και πεθαίνουν για το λαό τους. Ναι, ο ιατροδικαστής θ’ ανοίξει τα νεκρά σπλάχνα μας και θ’ ανακαλύψη το μυστικό τους. Ποιος όμως θ’ ανοίξη τις πάντα ζωντανές καρδιές μας, για να δείξη στους Έλληνες την απέραντη αγάπη που είχαμε, μέσα μας, γι’ αυτούς; 

(Σιωπή)

Αμαλία. (δοσμένη στο δράμα της) Ένα παιδί… Ένα παιδί…

Όθων. Αμαλία… Γλυκιά μου γυναίκα…

Αμαλία. Ένα παιδί… Ας φαντασθούμε πως ήταν αγόρι, ελληνόπουλο γεννημένο κάτω από ουρανό της Αθήνας. 

(Από αυτό το σημείο τα λόγια του Όθωνα και της Αμαλίας συνοδεύονται σκηνοθετικώς με ηχογραφικά εφέ)

Αμαλία. Φαντάσου την ημέρα. Είναι ηλιόλουστη, ανοιξιάτικη. Στο Βασιλικό Κήπο, τον πνιγμένο στο άρωμα των λουλουδιών, τ’ αηδόνια κελαϊδούν χαρμόσυνα. Το μεγάλο νέο μαθεύτηκε. Οι Αθηναίοι προστρέχουν στην Πλατεία Συντάγματος, γεμίζουν ασφυκτικά τα Προπύλαια των Ανακτόρων… Να, να: Οι καμπάνες: Ακούς, Όθων, τις καμπάνες; Η Μητρόπολις… Η Καπνικαρέα… Η Αγία Ειρήνη… Η Χρυσοσπηλιώτισσα: Καμπάνες, καμπάνες, καμπάνες: Τι είναι αυτό; Το κανόνι στους Στρατώνες Πυροβολικού!

Όθων. Εικοσιμία κανονιές για το κορίτσι. Εκατόν μία για το αγόρι: για το Διάδοχο…

Αμαλία. Σουτ: Σιωπή: (μετράει τις κανονιές) Δεκαεννιά: Είκοσι: Εικοσιμία: (μικρή αγωνιακή παύση) Εικοσιδύο: Αγόρι: Είναι αγόρι: Ποιος μετράει παρακάτω; Το πλήθος, μπροστά στ’ Ανάκτορα, παραληρεί από ενθουσιασμό. Ακούς τις ζητωκραυγές, Όθων; 

Όθων. Ναι, ακούω…

Αμαλία. Τ’ αμάξια φτάνουν στα Προπύλαια. Οι υπουργοί, οι βουλευτές, οι γερουσιαστές… Να κι οι στρατηγοί. Να κι οι ναύαρχοι. Έρχονται όλοι: Όλοι.

Όθων. Οι πολέμαρχοι του Αγώνα με τις φουστανέλες, τις φερμέλες. Να, ο Κολοκοτρώνης, πρώτος απ’ όλους. 

Αμαλία. Ο Κολοκοτρώνης; Όταν ο Γέρος στέκεται κοντά μας, η Δυναστεία μας είναι ακλόνητη. Γιατί τώρα, Όθων, υπάρχει Δυναστεία. Υπάρχει!

Όθων. (οραματίζεται) Ο Πλαπούτας, ο Χατζηχρήστος, ο Μακρυγιάνης, ο Νικηταράς…

Αμαλία. (ανησυχεί) Όθων: Ο υπέροχος Νικηταράς θα συγχωρήση ποτέ την αδικία που του κάναμε; 

Όθων. Τώρα που δώσαμε Διάδοχο στους Έλληνες, όλα μας τα λάθη θα μας τα συγχωρήσουν.

Ήταν που δεν μπορούσαμε να στεριώσουμε στον θρόνο μας, και φοβόμαστε τους πάντες και τα πάντα· μα τώρα, τώρα που γεννήθηκε ο Διάδοχος… Να κι ο Κανάρης, με την ψαριανή του βράκα. Να κι ο Σαχτούρης… Ήρθαν όλοι, όλοι!

Αμαλία. Όθων, πήγαινε γρήγορα στη Μεγάλη Αίθουσα του Θρόνου, να τους δεχθής.

Όθων. Με συγχαίρουν, μου σφίγγουν το χέρι. Σ’ όλων τα πρόσωπα λάμπει η χαρά. 

Αμαλία. Τι είναι; Τι φωνές είναι αυτές; 

Όθων. Είναι ο κόσμος, κάτω από τ’ Ανάκτορα. Ζητωκραυγάζουν. Θέλουν να ιδούν το γιο μας… 

Αμαλία. Τότε εσύ παίρνεις τη μικρή, την τρυφερή ρόδινη σάρκα… Προσοχή, Όθων! Δεν πιάνουν έτσι νεογέννητα μωρουδάκια: Το ντύσατε καλά, το αγγελούδι μου; Το τυλίξατε στην κουβερτούλα του; Είναι πρωί ακόμα, κάνει ψύχρα.

Όθων. Μη φοβάσαι, προσέχω… Προχωρώ, βγαίνω στον εξώστη και δείχνω στους Έλληνες το Διάδοχό τους…

Αμαλία. (συμπληρώνει) Κωνσταντίνο!

Όθων. Κωνσταντίνο… 

(Το ηχητικό εφέ –καμπάνες, κανόνια, ζητωκραυγές– φτάνουν στο έπακρο. Ύστερα αδυνατίζουν, σβήνουν. Απόλυτη σιωπή. Η Αμαλία κλαίει) 

Όθων. Αμαλία, χρυσή μου. Μην κλαις…

Αμαλία. Είναι τ’ όνειρο…

Όθων. Τ’ όνειρο… Πάντοτε όνειρα κάναμε στη ζωή μας. Τα όνειρα μας κατέστρεψαν…

Αμαλία. Τα όνειρα… Τα όνειρα που κάναμε, Όθων, ήσαν για την ευτυχία και το μεγαλείο των Ελλήνων. Η δική μας ευτυχία δεν είχε θέση στα όνειρά μας… 

(Σιγοανοίγει η πόρτα και μπαίνει ένας θαλαμηπόλος, κρατώντας μια μεγάλη λάμπα του οινοπνεύματος, αναμμένη, που την αποθέτει πάνω σε μία κονσόλα. Τον ακολουθεί η Κυρία των Τιμών, που κρατάει ένα κάνιστρο γεμάτο λουλούδια)

Κυρία. Μεγαλειότατε, Μεγαλειοτάτη, με συγχωρήτε…

Όθων. Ελάτε, καλή μας φίλη. Δε μας ενοχλήτε. Επιθυμήσαμε τη συντροφιά σας. 

Αμαλία. Θεέ μου! Τι ωραία λουλούδια; Πού τα βρήκατε; 

Κυρία. Είναι για εσάς, Μεγαλειοτάτη.

(Αποθέτει το κάνιστρο μπροστά στην Αμαλία) 

Αμαλία. Για μένα; Μα είναι λουλούδια της Αθήνας, είναι λουλούδια του Βασιλικού Κήπου: Τα ξέρω, τα γνωρίζω… (τα χαϊδεύει, τα οσφραίνεται με νοσταλγική αγαλλίαση)

Όθων. Λουλούδια της Ελλάδας… 

Βασιλείς Γεώργιος Α' & Όλγα

Αμαλία. Ποιος μου τα στέλνει; Ποιος θυμήθηκε μια δυστυχισμένη βασίλισσα, στην εξορία της; 

Κυρία (άτολμα). Ο νέος βασιλιάς. 

Αμαλία. Ο Γεώργιος; (φωνή ραγισμένη από συγκίνηση) Είναι πολύ ευγενικός. Πολύ…. 

Όθων. Είναι ο βασιλεύς των Ελλήνων. 

Κυρία. Τα στέλνει στη Μεγαλειότητά σας με τα σέβη του και σας μηνάει πως η βασίλισσα Όλγα απόκτησε γιο. Τ’ όνομά του είναι Κωνσταντίνος… 

Αμαλία. Κωνσταντίνος….

Όθων. Κωνσταντίνος…

(Τα τέσσερα γερασμένα μάτια κοιτούν το άπειρο. Και δάκρυα τρέχουν από τα τέσσερα γερασμένα μάτια, ενώ το φως σιγοσβήνη.)

Μ. ΚΑΡΑΓΑΤΣΗΣ

Δημοσίευση στην από τον Ηλία Μαγκλίνη, kathimerini.gr Δευτέρα 01.02.2021

Με το Paris Match –τεύχος του 1955– ανά χείρας ο Μ. Καραγάτσης, σε παιγνιώδη διάθεση. Στο εξώφυλλο η Σοφία Λόρεν. (Φωτ. ΑΝΔΡΕΑΣ ΕΜΠΕΙΡΙΚΟΣ – ΑΡΧΕΙΟ Μ. ΚΑΡΑΓΑΤΣΗ)

Φωτογραφίες και άρθρα: 

poreiatheatre.com  enet.gr  el.wikipedia.org1  el.wikipedia.org2  diaforetiko.gr  ampa.lifo.gr  pentapostagma.gr  thetoc.gr  eefshp.org  likewoman.gr

Ολόσωμος πίνακας της Αμαλίας με φορεσιά "Αμαλία". Έργο του Νικηφόρου Λύτρα.

Η Αλίκη Βουγιουκλάκη υποδύθηκε την Βασίλισσα Αμαλία στο θέατρο με συμπρωταγωνιστές τον Δημήτρη Παπαμιχαήλ και τον Χρήστο Πολίτη.  

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου