Κυριακή 27 Δεκεμβρίου 2020

Το σπαρακτικό γράμμα της μητέρας της μικρής Μελίνας

Το σπαρακτικό γράμμα της μητέρας της μικρής Μελίνας: Έβλεπα νοσοκόμες να κλαίνε, κανένας δεν με κοίταξε στα μάτια

«Από την πρώτη στιγμή μου φάνηκε παράξενη η αναισθησιολόγος σου», αναφέρεται στο γράμμα της μητέρας της μικρής που πέθανε σε επέμβαση ρουτίνας

«Φοβόσουν τόσο πολύ. Εγώ σου έλεγα συνέχεια να μην φοβάσαι, ήθελες μόνο να πας στο σπίτι μας, αλλά και πάλι, ήσουν σαν μεγάλη, ήξερες ότι πρέπει… πρέπει να μπεις. Σε είχα αγκαλιά, σε πείραζα, καθόμασταν στο δωμάτιο που σου έδωσαν και βλέπαμε από έξω τις όμορφες πορτοκαλιές, σου άρεσαν πάρα πολύ. Είχες ετοιμάσει μια τσάντα με μαρκαδόρους και βιβλία, γιατί θα καθόμασταν μετά στο δωμάτιο και ήθελες να ζωγραφίσουμε», συγκλονίζουν τα λόγια της μητέρας της μικρής Μελίνας που έχασε τη ζωή της σε επέμβαση ρουτίνας για τα «κρεατάκια».

Στο συγκινητικό γράμμα της μάνας ο σπαραγμός είναι φανερός: «Όταν σε κατέβασαν στο χώμα, άφησα να πάρεις μαζί σου την μισή μου καρδιά…».

Πέντε χρόνια από τον θάνατο του κοριτσιού, η μητέρα μέσα από ένα γράμμα, που συνέταξε σε πρώτο πρόσωπο προς τη μικρή Μελίνα της και δημοσιοποιήθηκε μέσω της εκπομπής «Αλήθειες με τη Ζήνα» στο Star, γράφει για τις δικές της αλήθειες.

«Από την πρώτη στιγμή μου φάνηκε πολύ παράξενη η αναισθησιολόγος σου, ήταν πολύ άνετη, το ύφος της ήταν παράξενο. Όποιος ήταν κοντά μου εκείνη την ημέρα μπορεί να το θυμάται, γιατί ποιος θα με πιστέψει τώρα, που έχουν βγει τόσα στην φόρα γι ́ αυτήν; Έβλεπα Μελινούλα μου νοσοκόμες και νοσηλεύτριες να κλαίνε, αργούσαν τόσο πολύ, σκέφτηκα μήπως ξύπνησες τελικά, αλλιώς γιατί να αργούν έτσι; Κανένας δεν με κοίταξε στα μάτια. Γνώρισα και άλλη μια οικογένεια εκεί απ'έξω, μια γυναίκα γέννησε, βγήκε το μωρό τους, δάκρυα από χαρά και τα δικά μου δάκρυα για σένα Μελινούλα μου. Υπήρχαν πολλά άτομα εκεί μέσα. Σίγουρα είδαν, σίγουρα άκουσαν, αλλά κανένας δεν θέλει να μας πει. Όλοι ξέρουν, όλοι όσοι ήταν εκεί μέσα τη μέρα αυτή», αναφέρεται, μεταξύ άλλων, στο γράμμα.

Ακολουθεί ολόκληρο το γράμμα:

Μελίνα.
Πέρασαν 5 χρόνια από την ημέρα που σε πήγαμε στο Ηράκλειο για να βγάλεις τα κρεατάκια σου. Ήταν μέρες γιορτινές, ήσουν τόσο χαρούμενη και γλυκιά. Μόλις τεσσάρων ετών.

Πολλές φόρες μας έλεγες ότι είναι άδικο που εσύ πρέπει να πας με τον μπαμπά στον γιατρό, άλλα η Έλλη μπορεί να κάτσει σπίτι, όπως την τελευταία μέρα που εγώ πήγα με την Έλλη στην πλατεία να γιορτάσουμε τα Χριστούγεννα και εσύ πήγες για έλεγχο για το χειρουργείο. Πρόλαβες όμως να πας και εσύ στην πλατεία, πήρες το δώρο από τον Άγιο Βασίλη, τραγούδησες ένα από τα αγαπημένα σου τραγούδια στο μικρόφωνο. Ντροπαλή όπως πάντα. Έξω ήσουν πολύ ντροπαλή και τόσο ευαίσθητη, αλλά στο σπίτι ήσουν αρχηγός.

Ήρθαμε όλοι μαζί στο σπίτι και η Έλλη έφτιαξε την τσάντα της για να κοιμηθεί σε άλλο σπίτι, για να μην τη σηκώσουμε πρωί, για να πάμε στο νοσοκομείο. Εσύ έκλαιγες και δεν μπορούσες να καταλάβεις γιατί πάλι εσύ έπρεπε να μείνεις πίσω. Από την άλλη, δεν γκρίνιαζες τόσο, σου είπαμε ότι την άλλη φορά θα είναι η σειρά σου και το δέχτηκες.

Εκείνο το βράδυ ήταν η πρώτη φορά που χωριστήκατε με την αδελφή σου. Έκλαιγες, άλλα και πάλι ήσουν τόσο ώριμη, τόσο γλυκιά.

Κοιμήθηκες με τον μπαμπά σου εκείνο το βράδυ. Δεν σε είχα στην αγκαλιά μου.

Ξυπνήσαμε τόσο νωρίς. Είχε πολύ κρύο. Δεν θα ξεχάσω που είπα στον μπαμπά σου: “ελπίζω την επόμενη φορά που θα σηκωθούμε τόσο νωρίς Χριστούγεννα, να είναι για να πάμε διακοπές”.

Φοβόσουν τόσο πολύ. Εγώ σου έλεγα συνέχεια να μην φοβάσαι, ήθελες μόνο να πας στο σπίτι μας, αλλά και πάλι, ήσουν σαν μεγάλη, ήξερες ότι πρέπει….πρέπει να μπεις. Σε είχα αγκαλιά, σε πείραζα, καθόμασταν στο δωμάτιο που σου έδωσαν και βλέπαμε από έξω τις όμορφες πορτοκαλιές, σου άρεσαν πάρα πολύ. Είχες ετοιμάσει μια τσάντα με μαρκαδόρους και βιβλία, γιατί θα καθόμασταν μετά στο
δωμάτιο και ήθελες να ζωγραφίσουμε.

Σου κρατούσα το χέρι όταν ήρθε μια γυναίκα να σε πάρει. Δεν ήθελες. Σου είπε να έρθεις να σου δείξει το δέντρο που είχαν εκεί μέσα.

Εγώ και ο μπαμπάς σου καθόμασταν απ ́ έξω. Ξέραμε ότι θα βγεις αρκετά γρήγορα, έτσι μας είχαν πει. Η ώρα πέρασε, εσύ πουθενά αγάπη μου, κορίτσι μου… Άρχισα να φοβάμαι πολύ. Κανένας δεν μας είπε τίποτα. Άρχισα να μιλώ με μια άλλη μαμά, που και η δικιά της κόρη ήταν επίσης μέσα. Θα έκανε μια παρόμοια επέμβαση, ακριβώς μετά από σένα.

Άρχισα να κλαίω, γιατί κανένας δεν μου έλεγε τίποτα. Έκλαιγε και η άλλη μαμά, γιατί καταλάβαμε ότι κάτι δεν πήγε καλά, αλλά δεν ξέραμε ποιο παιδί έχει το πρόβλημα. Τελικά το δικό της παιδί δεν το έβαλαν καν, ενώ μας είχαν πει ότι και αυτή είχε μπει.

Τα ψέματα άρχισαν αμέσως, απλώς εγώ δεν το κατάλαβα εκείνη την ώρα, γιατί εκείνη την ώρα είχα απόλυτη εμπιστοσύνη στους γιατρούς.

Όταν ήρθε ο μπαμπάς σου και μου είπε ότι εσύ δεν ξυπνάς έπαθα σοκ.
Μας κάλεσαν και οι γιατροί, σταθήκανε στην πόρτα και αρχικά μας είπε ο ΩΡΛ σου ότι το χειρουργείο πήγε καλά.

Μετά, μας είπε η αναισθησιολόγος σου ότι δεν μπορείς να ξυπνήσεις, γιατί κάνεις βρογχόσπασμο και σε ξανακοιμίζουν. Προσπάθησαν λέει 2 φορές.

Ήξερα ότι ο βρογχόσπασμος είναι συχνό φαινόμενο. Μας είπαν ότι πρέπει να πας στη Μονάδα Εντατικής Θεραπείας για την δική σου ασφάλεια. Μας είπαν επίσης Μελινούλα μου, ότι η ζωή σου δεν βρίσκεται σε κίνδυνο.

Έπαθα μεγάλο σοκ, το μόνο που έκανα ήταν να κλαίω.

Από την πρώτη στιγμή μου φάνηκε πολύ παράξενη η αναισθησιολόγος σου, ήταν πολύ άνετη, το ύφος της ήταν παράξενο. Όποιος ήταν κοντά μου εκείνη την ημέρα μπορεί να το θυμάται, γιατί ποιος θα με πιστέψει τώρα, που έχουν βγει τόσα στην φόρα γι ́ αυτήν;

Έβλεπα Μελινούλα μου νοσοκόμες και νοσηλεύτριες να κλαίνε, αργούσαν τόσο πολύ, σκέφτηκα μήπως ξύπνησες τελικά, αλλιώς γιατί να αργούν έτσι;

Κανένας δεν με κοίταξε στα μάτια. Γνώρισα και άλλη μια οικογένεια εκεί απ ́ έξω, μια γυναίκα γέννησε, βγήκε το μωρό τους, δάκρυα από χαρά και τα δικά μου δάκρυα για σένα Μελινούλα μου.

Υπήρχαν πολλά άτομα εκεί μέσα. Σίγουρα είδαν, σίγουρα άκουσαν, αλλά κανένας δεν θέλει να μας πει. Όλοι ξέρουν, όλοι όσοι ήταν εκεί μέσα τη μέρα αυτή.

Όταν τελικά σε κατέβασαν στο ασθενοφόρο, σε είδα και δεν πίστευα τα μάτια μου, δεν μπορούσα να έρθω κοντά σου, ήσουν γεμάτη καλώδια, όλοι είχαν πέσει πάνω σου και εγώ απ ́ έξω να μην μπορώ να κάνω τίποτα για σένα. Ένιωθα τόσο μικρή, τόσο αδύναμη, τόσο
άχρηστη.

Φτάσαμε λοιπόν στο Πανεπιστημιακό, εσύ με το ασθενοφόρο και εμείς με το αμάξι. Τρέχαμε μέσα με τον μπαμπά σου και προλάβαμε την πόρτα της ΜΕΘ μισάνοιχτη και την αρπάξαμε. Εκεί από πίσω ήταν μια γιατρός έτοιμη να τρέξει να σε δει. Μας είπε ότι όσο μιλάει μαζί μας χάνει χρόνο με εσένα. Την ρώτησα κάτι τελευταίο, της είπα ότι μου είχαν πει ότι δεν κινδυνεύει η ζωή σου και αν είσαι σε καλή κατάσταση. Η απάντησή της Μελινούλα μου ήταν ότι μας είχαν πει ψέματα και ότι η κατάστασή σου ήταν πολύ δύσκολη.

Δεν μπορούσαμε να πιστέψουμε αυτό που συνέβη σε σένα αγάπη μου.
Πού σε πήγαμε, τι σου έκαναν; Τι πήγε τόσο στραβά; Περιμέναμε…..
Εγώ να κλαίω όλη την ώρα. Ήρθαν οι φίλοι μας, ταξίδεψε και ο παππούς και η γιαγιά σου που ήθελαν τόσο πολύ να σε δουν.

Ήμασταν όλοι εκεί, όλοι προσπαθούσαν Μελίνα μου να μας δώσουν κουράγιο, ότι όλα θα πάνε καλά και εσύ θα ξυπνήσεις. Δεν μπορούσα όμως να το πιστέψω, ίσως επειδή μόνο εγώ είδα τα πρόσωπα όλων έξω από το νοσοκομείο, ίσως επειδή μόνο εγώ σε είδα μέσα στο ασθενοφόρο, άψυχη….

Ήρθε μετά η ώρα να μας ενημερώσουν. Κάτσαμε σε ένα μεγάλο τραπέζι. Μας είπαν ότι δεν πάνε καλά τα πράγματα, ότι έχουμε κρίσιμες ώρες μπροστά μας. Ο μπαμπάς σου πήγε να κάνει φασαρία, να φωνάξει …μα εγώ τον σταμάτησα. Να είμαστε καλοί, του είπα, μπορεί να μην φταίνε, του είπα.

Έπρεπε Μελινούλα μου να τον αφήσω, να τα κάνει εκεί μέσα ό,τι θέλει και να πει ό,τι θέλει, αλλά πού να ήξερα. Η αναισθησιολόγος σου, ήταν και πάλι πολύ άνετη. Οι υπόλοιποι δεν ήταν.

Αφού πήραμε αυτά τα άσχημα νέα, βγήκαμε από το δωμάτιο και περιμέναμε στο διάδρομο. Εκεί πέρασε πρώτα ο ΩΡΛ σου, που εμείς αυτόν ξέραμε, με αυτόν είχαμε επαφές τόσο καιρό.
Τον σταματήσαμε… Τα δάκρυά μου ακόμα να τρέχουν. Δεν μπορούσα να τα σταματήσω. Τον ρώτησα αν αυτό είναι συνηθισμένο και αν πιστεύει ότι θα ξυπνήσεις και αυτός, όλο νεύρα, μου άνοιξε τα χέρια του. Είπε ότι αυτό συμβαίνει μία στο εκατομμύριο και μετά έφυγε.

Βλέπεις Μελινούλα μου, σε φέραμε σε ένα κόσμο πολύ κακό.

Αμέσως μετά, πέρασε η αναισθησιολόγος σου, με την διευθύντριά της. Η διευθύντρια αν δεν κάνω λάθος έκλαιγε, μας ευχήθηκε ό,τι καλύτερο, μαζί με άλλες δυο κοπέλες που κλαίγανε και αυτές. Η αναισθησιολόγος όμως, όταν ο μπαμπάς σου την ρώτησε τι πήγε λάθος και μήπως σου είχε δώσει παραπάνω φάρμακο και γι αυτό αργείς να ξυπνήσεις, γέλασε. Ναι Μελίνα μου, γέλασε. Τον κοίταξα τον μπαμπά σου, και του είπα: “ γελάει;” Αυτός της είπε ότι δεν είναι ώρα για γέλια, αλλά αυτή δεν κατάλαβε τίποτα.

Μετά από λίγη ώρα, μας άφησαν να μπούμε να σε δούμε. Σαν να ζούσα ένα κακό όνειρο. Από την μια στιγμή στην άλλη, κινδύνευε η ζωή σου τόσο πολύ. Μπήκαμε μέσα, πήγαμε κοντά σου, σου μιλήσαμε, ο μπαμπάς σου δεν άντεχε, είχαμε πει να μην κλαίμε εκεί μέσα, να είμαστε δυνατοί για σένα.

Σου έλεγα ότι σε αγαπώ, ότι σε περιμένουμε να πάμε σπίτι μας. Ότι σε περιμένει η Έλλη στο σπίτι. Ότι ήρθε η γιαγιά και ο παππούς να σε δουν. Σου είπα ότι είσαι δυνατή Μελινούλα μου, μα εγώ δεν ήξερα τι σου είχαν κάνει, δεν ήξερα ότι σε παράτησαν εκεί μέσα, αβοήθητη.

Έτσι για μια στιγμή, πίστευα ότι όλα θα πάνε καλά, ότι θα τα καταφέρεις. Έπρεπε να καταλάβω, γιατί όταν ο μπαμπάς σου είπε στις κοπέλες εκεί μέσα ότι : ”όταν ξυπνήσει η Μελίνα μας θα δείτε πόσο ζωηρή είναι”, τότε κόλλησαν οι κοπέλες, μας κοίταξαν πολύ παράξενα, το θυμάμαι πολύ καλά. Αλλά εκείνη την ώρα δεν ήθελα να πιστέψω αυτά που μου έλεγαν τα μάτια τους.

Τα μάτια τους μας είπαν ότι δεν πρόκειται να ξυπνήσεις.
Πέρασαν οι ώρες, νύχτωσε, εμείς ξαπλώσαμε λίγο στις καρέκλες.
Πρέπει να με πήρε λίγο ο ύπνος και άκουσα μια φωνή από το διάδρομο να φωνάζει ΠΑΡΑΣΚΑΚΗ! Σηκώθηκα αμέσως κοριτσάκι μου, μα δεν έβρισκα τον μπαμπά σου.

Πήγα κοντά στην πόρτα με την γιαγιά σου και βγήκε μια γιατρός, που μας είχαν πει ότι αν βγει αυτή, θα είναι μόνο για κακό. Έτσι και αλλιώς εγώ άκουγα από το διάδρομο τι έλεγαν μέσα και κατάλαβα ότι εσύ πέθανες Μελινούλα μου. Ήρθε κοντά μας η γιατρός και μας είπε ότι εσύ τους ταλαιπώρησες πολύ. Ότι δεν μπορεί να καταλάβουν τι έγινε. Έπαθες πάλι ανακοπή και δεν μπορούσαν να σε επαναφέρουν. Ο παππούς σου, ήρθε στο διάδρομο. Του έκανα νόημα Μελίνα μου ότι έφυγες και αυτός έστριψε και βγήκε έξω. Δεν άντεξε. Ήρθε και ο μπαμπάς σου κοντά μας και του είπα ότι μας άφησες. Εμείς μπήκαμε με το έτσι θέλω και τους παρακαλέσαμε να προσπαθήσουν λίγο ακόμα. Μα δεν έγινε τίποτα Μελινούλα μου, εκεί ήσουν, άψυχη πάλι και εγώ, που η δουλειά μου ήταν να σε προστατεύω και να σε έχω καλά, να μην μπορώ να σου κάνω τίποτα.

Νομίζω ότι σε φίλησα, δεν θυμάμαι. Η γιαγιά σου καθόταν από πάνω σου πολλή ώρα, μέχρι που την έδιωξε μια γιατρός ή νοσοκόμα. Έπαθα σοκ Μελίνα μου, δεν σε αποχαιρέτισα.

Μπήκα πάλι στο δωμάτιο με το μεγάλο τραπέζι. Η γιατρός μου είπε ότι κάνανε ό,τι μπορούσαν, άλλα δεν ήξερε γιατί πέθανες. Μας είπε να περιμένουμε να έρθει ο ιατροδικαστής να σε εξετάσει.

Εγώ είχα τρελαθεί κορίτσι μου, σε άφησα εκεί μόνη σου. Είπα στον μπαμπά σου ότι θέλω να φύγω, θέλω να με πάει στην αδελφή σου. Δεν φώναξα, δεν έκανα τίποτα. Μόνο έκλαιγα και ένιωθα τόσο μικρή και αδύναμη, δεν ήταν πια στα χέρια μου. Σε άφησα λοιπόν εκεί, κάτι που θα το μετανιώνω όσο ζω. Πώς μπορεί μια μαμά να αφήσει το παιδί της έτσι;

Μελίνα

Πήγα στο σπίτι που ήταν η αδερφούλα σου, ξύπνησε, και με ρώτησε πού είναι η Μελίνα. Την πήρα μέσα στο δωμάτιο και της είπα ότι η Μελίνα μας πήγε στον ουρανό και ότι δεν θα μπορέσει να ξαναέρθει.
Και η Έλλη μου απάντησε ότι η Μελίνα πήρε την σημαία της στον ουρανό και την έβαψε κόκκινη. Ακόμα μου φαίνεται πολύ παράξενη αυτή η απάντηση της αδελφής σου.

Σαν να το ένιωθε η αδερφούλα σου, μόνο τεσσάρων ετών και όμως, σαν να ήξερε τι μου έλεγε. Η καρδιά μου έσπασε σε χιλιάδες κομμάτια Μελίνα μου. Πώς θα συνεχίσουμε την ζωή μας χωρίς εσένα; Πώς θα μεγαλώσω την Έλλη χωρίς εσένα; Είχατε πάντα η μία την άλλη, στο σχολειό, στην παιδική χαρά, στο σπίτι, παντού και πάντα.

Ξέρεις Μελίνα μου, εσύ και η Έλλη, ήσασταν για μένα σαν τον αέρα που αναπνέουμε. Έτσι ήταν και η παρουσία σας και η ύπαρξή σας κάθε μέρα.

Τώρα λοιπόν, ένιωθα σα να μου κόπηκε ο αέρας, δεν μπορούσα να αναπνεύσω, δεν μπορούσα να υπάρχω χωρίς εσένα. Το χειρότερο ήταν και παραμένει, ότι εγώ σε πήγα εκεί. Εγώ ήθελα να πας να βγάλεις τα κρεατάκια σου. Εγώ σου έλεγα να μην φοβάσαι.

Έλεγαν πως πρέπει να πάμε στο σπίτι μας, να το ετοιμάσουμε για κηδεία. Όχι. Όχι, δεν ήθελα Μελίνα, ήθελα μόνο να έχω εσένα, ήθελα μόνο να γυρίσω το χρόνο πίσω.
Μου είπαν λοιπόν να κάτσω εκεί στο άλλο σπίτι μαζί με την αδελφή σου, να πάνε να ετοιμάσουν το σπίτι μου.

Μα εγώ δεν μπορούσα να κάτσω με την Έλλη, δεν είχα τη δύναμη. Ο μπαμπάς σου ξαναπήγε αμέσως στο Ηράκλειο, μα δεν ξέρω αν πήγε κοντά σου, δε νομίζω.
Ευτυχώς Μελινούλα μου, έχουμε καλούς φίλους και συγγενείς που τον βοήθησαν να βρούμε τον ιατροδικαστή μας και τους δικηγόρους μας.

Σαν να ζούσα ένα κακό όνειρο, γύρισα στο σπίτι, θυμάμαι ότι ήταν ακατάστατο πολύ το σπίτι μας Μελινούλα μου, γιατί είχα αποφασίσει να περνώ καλά μαζί σας εκείνες τις μέρες. Γιατί ήσασταν πολύ χαρούμενες και είχατε διακοπές και θυμάμαι ότι περνάγαμε πολύ καλά. Πήγαμε βόλτα οι τρεις μας στο Ηράκλειο για ψώνια και φαγητό, πήγαμε σινεμά, παίζαμε μαζί στο σπίτι.

Δεν θυμάμαι πολλά, θυμάμαι ότι δεν το πίστευα, δεν ήθελα και δεν μπορούσα να το καταλάβω. Ήρθε πάρα πολύς κόσμος στο σπίτι μας εκείνη την μέρα Μελίνα μου, σου άρεσε πολύ όταν είχαμε κόσμο στο σπίτι. Είχα νεύρα, τώρα που δεν ήσουν εδώ. Ήρθαν όλοι. Γιατί δεν ήρθαν όταν ήσουν εδώ;

Νύσταζα πάρα πολύ, δεν ήθελα όμως να κοιμηθώ, γιατί δεν ήθελα να ξυπνήσω την επόμενη μέρα, την ημέρα της κηδείας σου. Δεν ήθελα να κοιμηθώ και να ξυπνήσω και να μην είναι όνειρο όλο αυτό. Δεν άντεχα και ξάπλωσα μέσα στο δωμάτιό σας κοριτσάκι μου, στο φουσκωτό στρώμα που είχα εκεί για να ξαπλώνω μαζί σας και να σας διαβάζω παραμύθι κάθε βράδυ για να κοιμηθείτε. Πήρα αγκαλιά το αρκουδάκι σου. Ξύπνησα το πρωί και δεν ήταν κακό όνειρο.

Ντύθηκα για την κηδεία σου.
Μελίνα μου, η εκκλησία ήταν γεμάτη. Δεν ξαναείδα ποτέ την εκκλησία με τόσο πολύ κόσμο. Εσύ ήσουν εκεί ξαπλωμένη, ακόμη δεν το πίστευα. Πίστευα ότι θα σηκωθείς, ότι θα γίνει το θαύμα. Δεν μπορεί να πέθανες έτσι εύκολα, δεν μπορεί να μην υπάρχεις πια. Σου κρατούσα το χέρι, μα δεν μου το έσφιξες, δεν με κοιτούσες, δεν μου φώναξες «μαμά».

Όταν τελειώσαμε από την εκκλησιά και πήγαμε στο νεκροταφείο, πίστευα ακόμη ότι θα σηκωθείς. Όταν σε κατέβασαν στο χώμα όμως, άφησα να πάρεις μαζί σου την μισή μου καρδιά, το δικό μου κομμάτι που θα είναι πάντα δικό σου και την μισή μου ψύχη. Ήθελα να με θάψουν μαζί σου Μελίνα, δεν σκεπτόμουν ούτε την Έλλη μας, ούτε τον μπαμπά σου. Ήθελα μόνο να ξαπλώσω διπλά σου, να μην είσαι
μόνη, να σου κάνω παρέα εκεί που πας.

Έμεινα όμως πίσω, μισή και θα είμαι πάντα μισή, μέχρι να σε ξανασυναντήσω.
Εκείνο το βράδυ φέραμε και την αδερφούλα σου στο σπίτι. Δεν μπορούσα να την αναγνωρίσω, ήταν τόσο πληγωμένη, τόσο διαφορετική. Ήταν πάλι το σπίτι μας γεμάτο κόσμο, αλλά υπήρχε μια ησυχία. Όλοι σεβάστηκαν ότι είναι η αδελφή σου εκεί, κανένας δεν φώναζε, κανένας δεν έκανε φασαρία και αυτή μόνο έπαιζε με τα παιχνίδια της, δεν σήκωσε το κεφάλι της να κοιτάξει κανέναν. Δεν ήθελε να κοιμηθεί μαζί μου, ούτε με τον μπαμπά σου, μόνο με την γιαγιά και τον παππού. Με ρώτησε πολλές φορές, πότε θα ξαναγυρίσεις, πότε θα… κατέβεις από τον ουρανό.

Σου έχτιζε άπειρες φορές σκάλες, με τα τουβλάκια της και τα άφηνε έξω στην αυλή για να μπορέσεις να επιστρέψεις σπίτι μας. Μελινούλα μου, οι μέρες πέρναγαν, η γιαγιά σου έμεινε εδώ να μας βοηθήσει, εγώ κοιμόμουν πάρα πολύ, δεν είχα αντοχή να σηκωθώ από το κρεβάτι.

Οι φίλοι μας όμως κοριτσάκι μου και η γιαγιά και ο παππούς σου δεν με άφησαν, με σήκωσαν από το κρεβάτι, με έβγαλαν έξω. Εγώ όμως πώς; Πώς θα περπατώ στους δρόμους εδώ που ζούμε, που κάθε μέρα περπατούσαμε μαζί; Πώς θα αντέξω να πάω οπουδήποτε χωρίς εσένα; Φοβόμουν, φοβόμουν να πάω στο σουπερ μάρκετ, φοβόμουν να πάω στις κούνιες, φοβόμουν τη στιγμή που πρέπει να πάω στο σχολειό σας με μόνο ένα παιδί. Αρκετά γρήγορα Μελινάκι μου, μάθαμε από τον δικηγόρο μας αλλά και από την τηλεόραση ότι η αναισθησιολόγος σου όντως δεν ήταν μια απλή γιατρός. Είχε πολλά θέματα και πάλι την άφησαν να δουλέψει.

Εμείς πηγαίναμε συχνά στο Ηράκλειο να συναντηθούμε με τον δικηγόρο μας, είχαμε δώσει και κατάθεση στην αστυνομία. Ο μπαμπάς σου τα έκανε όλα, με τη βοήθεια των φίλων και συγγενών. Έμενα με άφησε πίσω, για να μην με ταλαιπωρεί. Μας είπε ο δικηγόρος ότι η δίκη μπορεί να γίνει σε κανένα χρόνο.
Πέρασαν πολλές μέρες και η γιαγιά σου έπρεπε να επιστρέψει να πάει στον παππού σου. Ήταν γι ́ αυτόν πολύ δύσκολο να το περάσει όλο αυτό μόνος του.

Έφυγε λοιπόν η μανούλα μου, έχοντας χάσει την εγγονή της, αλλά και την κόρη που ήξερε πάντα. Γιατί εγώ Μελινάκι μου, δεν θα μπορέσω ποτέ ξανά να γίνω όπως παλιά. Μου πήραν ό,τι πιο πολύτιμο είχα, εσένα. Σε πήραν από μένα μακριά και εγώ θα είμαι πάντα μισή. Γελώ Μελίνα μου τώρα, μπορώ πάλι και γελώ και περνώ καλά και ας μην είσαι εδώ. Βλέπεις, είμαι υποχρεωμένη να το κάνω αυτό, γιατί η Έλλη πρέπει να μεγαλώσει με μια χαρούμενη μαμά, έτσι δεν είναι;

Το βράδυ που έφυγε λοιπόν η γιαγιά σου, με κοίταξε η Έλλη στα μάτια μετά από τόσο καιρό και μου είπε: «μαμά, τώρα μείναμε οι δυο μας». Η Έλλη φοβόταν, μάλλον δεν μου είχε εμπιστοσύνη, δεν ένιωθε ασφάλεια μαζί μου. Την πήρα μια μεγάλη αγκαλιά και της είπα ότι τώρα είμαστε οι δυο μας και θα τα πάμε πολύ καλά εμείς οι δύο. Μέσα μου δεν το πίστευα ακόμα, δεν ήθελα και δεν μπορούσα.

Το μόνο που είχαμε πει Μελίνα μου με τον μπαμπά σου, όταν φεύγαμε από το νοσοκομείο εκείνη την μέρα που σε αφήσαμε εκεί, ήταν ότι πρέπει να κάνουμε και άλλο παιδί. Οπότε αρκετά γρήγορα Μελινάκι μου, έμεινα έγκυος. Νομίζω ότι ο Θεός μας έστειλε αυτό το παιδί.

Ήταν τόσο δύσκολη η κατάσταση στο σπίτι μας αγαπούλα μου, ήταν ψυχρή. Ο μπαμπάς σου έκλαιγε συχνά. Εκεί που καθόμασταν, απλά σηκωνόταν και έτρεχε μέσα στο δωμάτιο και έκλαιγε δυνατά, με τόσο πολύ πόνο Μελίνα μου, που το στομάχι μου κάθε φορά γινόταν ένας κόμπος. Εγώ όμως, δεν ήθελα να τον ακούσει η αδελφή σου, αρκετό πόνο κουβαλούσε και αυτό το πλασματάκι, ας μην ανησυχήσει και για μας.

Ο μπαμπάς σου προσπαθούσε με κάθε τρόπο να βγάλει άκρη με το τι έγινε με εσένα κοριτσάκι μου. Μελινάκι μου δεν ήταν καθόλου εύκολο, μα έπρεπε και πρέπει, για τη ζωή σου που χάθηκε άδικα, για την ψυχή σου και για της αδελφής σου.

Ήταν «μεγάλα κεφάλια» μπλεγμένα σε όλο αυτό και έκαναν ό,τι μπορούσαν για να μην τα καταφέρουμε. Κρύψανε τον φάκελο σου, πήραν τα πλακάκια σου που έπρεπε να εξετάσει η ιατροδικαστής σου και τα πήγανε στην Αθήνα.

Καθυστερούσαν πάρα πολύ να κάνουν την ΕΔΕ, που κανονικά πρέπει να γίνει αμέσως. Βρίσκαμε παντού εμπόδια, αλλά ο μπαμπάς σου με την βοήθεια πάντα από τους άλλους, έκανε τα πάντα για να ρίξει αυτά τα εμπόδια.

Η Έλλη μας ήταν σε μεγάλο σοκ, δεν είχε κλάψει για σένα ακόμα, άργησε πολύ να κλάψει. Ούτε γελούσε από την καρδιά της. Ρωτούσε συνέχεια για σένα, πότε θα γυρίσεις, τι κάνεις εκεί στον ουρανό, αν έχεις παρέα εκεί. Ήταν ανέκφραστη, σοκαρισμένη. Μέχρι που πέρασε ο καιρός, σχεδόν ένας χρόνος, με πολλά προβλήματα Μελινούλα μου. Μου έλεγαν πως η συμπεριφορά της δεν είναι πολύ καλή. Περίπου ένα χρόνο μετά, όταν γεννήθηκε και η αδελφή σας, η Ανδριάνα, τότε η Έλλη ξέσπασε λίγο, άρχισε να γελάει και πάλι. Βλέπεις, η Έλλη έκρυβε μια τεράστια δύναμη μέσα της και ακόμα την έχει.

Η αδελφή σου η Ανδριάνα όταν γεννήθηκε, ήταν ίδια με εσένα Μελίνα μου. Σαν να ξαναγύρισες. Τα μαλλάκια της, το χρώμα της, το κλάμα της. Όταν μου την έφεραν, κοιταχτήκαμε με τον μπαμπά σου και δεν χρειάστηκε να πούμε τίποτα, σαν να σε κρατούσαμε ξανά.

Μεγαλώνοντας, το χρώμα των μαλλιών της άλλαξε, αλλά δεν παύει και πάλι να σου μοιάζει πολύ. Πολλές φορές νομίζω ότι βλέπω και ακούω εσένα, αλλά είναι η Ανδριάνα. Μας δίνει πολύ χαρά και στους τρεις μας, είμαστε πλέον σίγουροι ότι ο Θεός μας την έστειλε για να αντέξουμε, για να αντέξει η Έλλη.

Δεν περνά μια μέρα χωρίς να ρωτήσει η Έλλη για σένα, αν κάνεις και εσύ μάθημα στον ουρανό, αν πας στο χορό, αν είσαι καλά, αν ήθελες να πας εκεί ψηλά και γιατί πήγες χωρίς αυτήν. Σου ξαναείπα Μελίνα μου ότι η δύναμή της είναι τεράστια, αλλά και η ευαισθησία της. Την λυπάμαι τόσο πολύ, πονάω τόσο πολύ αλλά προσπαθώ να μην της το δείξω. Δυστυχώς και η Έλλη έχασε την μαμά που ήξερε κάποτε. Δεν έβαζα να ακούμε μουσική, δεν χόρευα, δεν γελούσα. Τώρα Μελινάκι μου, ακούω πάλι μουσική, εκτός από τρία τραγούδια που δεν ξανάκουσα από την ημέρα που έφυγες, τα τρία αγαπημένα σου.

Πέρασαν τόσα Χριστούγεννα, μας έπιανε πολύ άγχος με τον μπαμπά σου στις γιορτές. Ευτυχώς ήρθε η αδελφή σου η Ανδριάνα στον κόσμο, πριν τις πρώτες γιορτές χωρίς εσένα. Έπρεπε να βάλουμε τα δυνατά μας με τον μπαμπά σου να περάσει η Έλλη χαρούμενα Χριστούγεννα.

Νομίζω ότι τα καταφέραμε κορίτσι μου. Αλλά κάθε χρόνο, όταν έρχονται οι γιορτές, εμένα με πιάνει ένα μεγάλος κόμπος στο στομάχι. Κάθε χρόνο έκανα για σένα μνημόσυνο, αλλά μόνη μου ή με δυο-τρία άτομα. Ούτε ο μπαμπάς σου δεν ερχόταν κάθε χρόνο.

Είναι τόσο βαρύ να κάνεις μνημόσυνο για το παιδί σου, είναι τόσο απίστευτο. Μου θυμίζει την κηδεία σου Μελίνα μου και έτσι μου είναι πολύ δύσκολο.

Η ταλαιπωρία μας ήταν φρικτή. Δεν φτάνει που έχουμε μείνει με αυτό το πένθος, με τον πόνο, έπρεπε και να κυνηγήσουμε τόσα χρόνια το δίκιο Μελίνα μου. Ένιωθα σαν να μην άξιζε η ζωή σου τίποτα. Κανένας δεν μπορούσε να βγάλει άκρη με αυτά τα «μεγάλα κεφάλια».

Μέχρι τον Φεβρουάριο του 2018, ήταν κρυμμένος ο φάκελός σου, η ΕΔΕ. Ένας πολιτικός μας βοήθησε και τον πήρε τον φάκελο και μας τον έστειλε. Υπήρχαν όμως δυο τέτοιοι φάκελοι, με διαφορετικές ημερομηνίες. Εκεί μέσα έγραφε ξεκάθαρα ότι η αναισθησιολόγος σου είχε ευθύνη για τον θάνατό σου. Εμείς περιμέναμε δυο ολόκληρα χρόνια για να μας τον στείλουν. Γιατί; Με έπιασε μια άσχημη κρίση Μελινάκι μου, ήθελα να το αφήσουμε, ένιωσα ότι δεν θα βγάλουμε άκρη, ότι κανένας δεν θα μας βοηθήσει.

Ένιωσα μικρή, ένιωθα πάλι ότι δεν μπορούσα να κάνω τίποτα για σένα, ούτε για την ψυχή σου, ούτε για την μνήμη σου.

Τον Ιανουάριο του 2019 ολοκληρώθηκε η έρευνα από τον εισαγγελέα στα δικαστήρια που και σε αυτήν την έρευνα έριξαν τις ευθύνες στην ίδια. Εμείς πάλι Μελίνα μου περιμέναμε, μέχρι το καλοκαίρι του 2019, επιτέλους μας έδωσαν μια ημερομηνία. Είχα πολύ άγχος, κάναμε τόσο πολύ υπομονή τόσα χρόνια, ας κάνουμε λίγο ακόμα, είπαμε. Πήγαμε, με το… σταυρό στο χέρι που λένε, ξέραμε πως θα γίνει δικαστήριο. Όμως δεν ήρθε! Μελινάκι μου, ντρέπομαι που αυτή η γυναίκα είναι άνθρωπος και ακόμα χειρότερα γιατρός.

Άλλη ημερομηνία πάλι, τον Ιανουάριο μας είπαν. Είπα στον μπαμπά σου ότι δεν αντέχω να περιμένω άλλο. Πάει, τελείωσε η υπομονή. Δεν ήρθε ούτε τον Ιανουάριο και η απογοήτευσή μας ήταν τεράστια. Ευτυχώς το δικαστήριο είπε ότι δεν μπορεί να πάρει άλλη αναβολή. Δεν υπήρχαν όμως ημερομηνίες και έτσι έπρεπε να περιμένουμε για άλλους 8 μήνες.

Η Έλλη έχει μεγαλώσει τώρα Μελινάκι μου, εμείς τόσα χρόνια δεν λέγαμε λεπτομέρειες για τον τρόπο που έφυγες, πώς σου πήρε αυτή η γυναίκα την ζωή. Έπρεπε τώρα να της μιλήσω, γιατί τα άλλα παιδιά στο σχολειό ήξεραν, άκουσαν από τους μεγάλους. Έτσι έκατσα με την καημένη την Έλλη και της εξήγησα τι έγινε και τι γινόταν τόσα χρόνια και τι μας περιμένει από ́δω και πέρα.

Το Σεπτέμβριο λοιπόν, ήρθε η γιατρός. Δεν μου αρέσει να την λέω γιατρό. Νομίζω ότι δεν της αξίζει να την λένε ούτε κυρία, ούτε γιατρό.

Από το Σεπτέμβριο λοιπόν μέχρι και σήμερα, έχουμε πάει πέντε φορές στο δικαστήριο. Πέντε φορές και ανέβηκαν εκεί πάνω από περίπου 17 άτομα. Όλοι γιατροί, εκτός από μένα και τον μπαμπά σου. Εγώ Μελινούλα μου δεν μπόρεσα να πω αυτά που ήθελα. Δεν με άφησε ο πόνος μου, δεν με άφησε η παρουσία της αναισθησιολόγου που καθόταν μόλις λίγα μέτρα μακριά μου. Οι γιατροί λοιπόν, όλοι όσοι ήταν εκεί μέσα εκείνη την μέρα Μελίνα μου, δεν είπαν τίποτα. Ούτε από το άλλο νοσοκομείο. Έχω πέσει τόσες φορές από τα σύννεφα αυτές τις πέντε φορές που πήγα και τους άκουσα. Μελίνα μου, γι ́ αυτούς μάλλον, η ζωή σου δεν άξιζε τίποτα απολύτως. Αν άξιζε και αν ήταν άνθρωποι, θα μου έλεγαν. Θα έλεγαν στο δικαστήριο που έχουν δώσει και όρκο. Όποτε κοριτσάκι μου δεν τους βόλευαν οι ερωτήσεις, έλεγαν πως δεν ξέρουν, πως δεν άκουσαν, πως δεν είδαν.
Ξέρεις Μελίνα μου, όλο αυτό που συμβαίνει, μου φαίνεται πολλές φορές σαν ψέμα, σαν να βλέπω μια ταινία.

Ήρθαν και γιατροί από την Αθήνα και αυτές επίσης δεν ήξεραν, δεν ήταν εκεί εκείνη την μέρα βέβαια, αλλά τόσος κόπος, να κάνουν ολόκληρο ταξίδι, για να πουν τι; Και εκεί με έπιασε ένα δυνατό συναίσθημα ανασφάλειας. Αυτές οι γυναίκες ήρθαν από καλά νοσοκομεία, αν χρειαστούμε να επισκεφτούμε νοσοκομείο, πολύ πιθανό να είναι εκεί. Μα πώς να εμπιστευτεί ο κόσμος τέτοιους γιατρούς; Το άλλο κοριτσάκι μου γλυκό που με προβληματίζει πολύ, μα πάρα πολύ, είναι ότι κανένας και καμία αναισθησιολόγος δεν ήθελε να έρθει στο δικό σου δικαστήριο για να μας υποστηρίξει. Είτε δουλεύουν ακόμα, είτε έχουν πάρει σύνταξη. Δεν μπορούν λέει για ηθικούς λογούς.

Για ποια ηθική μιλάμε τώρα; Δεν ξέρω κορίτσι μου. Ξέρω μόνο ότι έχω απελπιστεί εντελώς από όλους τους γιατρούς που ήρθαν και δεν ήρθαν. Έχοντας χάσει την ελπίδα μου γι ́ αυτό τον κόσμο, για τους ανθρώπους που εμπιστευόμαστε τη ζωή μας. Και αναρωτιέμαι ψυχή μου όμορφη, πώς αυτοί οι άνθρωποι κοιμούνται τα βράδια, ξέροντας πως ένα πανέμορφο και αθώο αγγελάκι, έφυγε από κοντά μας, ξέροντας ακριβώς τι έγινε στις 28 Δεκέμβριου του 2015. Ξέρουν και θυμούνται και εύχομαι να θυμούνται για μια ολόκληρη ζωή. Μελίνα μου, να είναι το πανέμορφο, υπέροχο προσωπάκι σου, το τελευταίο πράγμα που θα βλέπουν κάθε βράδυ, πριν κοιμηθούν…

Δημοσίευση στις 08/12/2020 στον ιστότοπο protothema.gr

Διαβάστε περισσότερα:

ΜΑΝΟΣ ΠΑΡΑΣΚΑΚΗΣ tlife.gr

Σοκάρει ο πατέρας της άτυχης Μελίνας: "Το μωρό μου το έντυσα νυφούλα και για σπίτι της έδωσα ένα τάφο..." athensmagazine.gr

Κρήτη: Σήμερα η δίκη για τον θάνατο της 4χρονης Μελίνας - Η κατάθεση του πατέρα protothema.gr 1

Θάνατος Μελίνας: «Αν ήξερα ότι θα αναλάμβανε αυτή η αναισθησιολόγος δεν θα την πήγαινα» protothema.gr 2

Δίκη για τη μικρή Μελίνα: Πέντε χρόνια μετά απολογήθηκε η αναισθησιολόγος protothema.gr 3

Καημένη Μελινούλα μου… Τσακίζει κόκκαλα η ανάρτηση του Μάνου Παρασκάκη: Ζητά την καταδίκη της κατηγορούμενης αναισθησιολόγου kriti360.gr

Μπορείτε να δείτε και την τηλεοπτική εκπομπή, που παρουσίασε το γράμμα ΑΛΗΘΕΙΕΣ ΜΕ ΤΗ ΖΗΝΑ - 8.12.2020

Με τη Ζήνα Κουτσελίνη, στον τηλεοπτικό σταθμό star.gr/tv

Επίσης παλαιότερα στιγμιότυπα εκείνων των ημερών, από την εκπομπή “Tatiana Live” της Τατιάνα Στεφανίδου, στον τηλεοπτικό σταθμό  Έψιλον.

Αναπάντητα ερωτήματα για το θάνατο της 4χρονης Μελίνας (part1) • 4 Ιαν 2016

Αναπάντητα ερωτήματα για το θάνατο της 4χρονης Μελίνας (part2)  • 4 Ιαν 2016

Σάββατο 26 Δεκεμβρίου 2020

Η Σταχομαζώχτρα

Διήγημα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη

Η Σταχομαζώχτρα

Μεγάλην εξέφρασεν έκπληξιν η γειτόνισσα, το Ζερμπινιώ, ιδούσα τη ημέρα των Χριστουγέννων του 1878, την θειά-Αχτίτσα, φορούσαν καινουργή μανδήλαν, και τον Γέρο και την Πατρώνα με καθαρά υποκαμισάκια και με νέα πέδιλα.
    Τούτο δε διότι ήτο γνωστότατον, ότι η θειά-Αχτίτσα είχεν ιδεί την προίκα της κόρης της πωλουμένην επί δημοπρασίας προς πληρωμήν των χρεών αναξίου γαμβρού, διότι ήτο έρημος και χήρα, και διότι ανέτρεφε τα δύο ορφανά έγγονά της μετερχομένη ποικίλα επαγγέλματα. Ήτον (ας είναι μοναχή της!) απ’ εκείνας που δεν έχουν στον ήλιο μοίρα. Η γειτόνισσα, το Ζερμπινιώ, ώκτειρε τας στερήσεις της γραίας και των δυο ορφανών· αλλά μήπως ήτο και αυτή πλουσία, δια να έλθη αυτοίς αρωγός και παρήγορος;
    Ευτυχής ο μακαρίτης, ο μπάρμπα–Μιχαλιός, όστις προηγήθη εις τον τάφον της συμβίας Αχτίτσας, χωρίς να ίδη τα δεινά τα επικείμενα αυτή μετά τον θάνατόν του. Ήτο καλής ψυχής, – ας είχε ζωή! – ο συχωρεμένος. Τα δύο παιδία «τα αδιαφόρετα», ο Γεώργης και ο Βασίλης, επνίγησαν βυθισθείσης της βρατσέρας των τον χειμώνα του έτους 1864.  Η βρατσέρα εκείνη απωλέσθη αύτανδρος, – τι φρίκη! τι καημός! Τέτοια τρομάρα καμμιάς καλής χριστιανής να μην της μέλλη.
    Ο τρίτος ο γυιός της, ο σουρτούκης, το χαμένο κορμί, εξενιτεύθη και ευρίσκετο, έλεγαν, εις την Αμερικήν. Πέτρα έρριξε πίσω του. Μήπως τον είδε; Μήπως τον ήκουσεν; Άλλοι πάλιν πατριώτες είπαν ότι ενυμφεύθη εις εκείνα τα χώματα, κι επήρε, λέει, μια φράγκα, μια ’γγλεζοπούλα, ένα ξωθικό, που δεν ήξευρε να μιλήση ρωμέικα. Μη χειρότερα! Τι να πη κανείς! Ημπορεί να καταρασθή το παιδί του, τα σωθικά του, τα σπλάγχνα του ;
    Η κόρη της απέθανεν εις τον δεύτερον τοκετόν, αφείσα αυτή τα δύο ορφανά κληρονομίαν. Ο πατεριασμένος τους, εζούσε ακόμα (που να φτάσουν τα μαντάτα του ώρα την ώρα!), μα τι νοικοκύρης, το πρόκοψε αλήθεια! Χαρτοπαίκτης, μέθυσος και με άλλας αρετάς ακόμη. Είπαν, πως ξαναπαντρεύτηκε αλλού, δια να πάρη και άλλον κόσμον εις τον λαιμόν του, ασυνείδητος! Τέτοιοι άντρες! Έκαμε δα κι' αυτή ένα γαμπρό, μα γαμπρό (το λαμπρό τ’ να βγη!).
    Τι να κάμη; έβαλε τα δυνατά της, κι επροσπαθούσε όπως-όπως να ζήση τα δύο ορφανά. Τι αξιολύπητα, τα καημένα! Κατά τας διαφόρους ώρας του έτους, εβοτάνιζεν, αργολογούσε, εμάζωνε ελιές, εξενοδούλευε. Εμάζωνε κούμαρα, και τα έβγαζε ρακί. Μερικά στέμφυλα απ' εδώ, κάμποσα βότσια αραβόσιτον απ' εκεί, όλα τα εχρησιμοποίει. Είτα, κατά Οκτώβριον, άμα ήνοιγον τα ελαιοτριβεία, έπαιρνεν ένα είδος πήχυν, ένα πενηντάρι εκ λευκοσιδήρου, μίαν στάμναν μικράν, κι εγύριζεν εις τα ποτόκια, όπου κατεστάλαζον αι υποστάθμαι του ελαίου, κι εμάζωνε την μούργα. Διά της μεθόδου ταύτης ωκονόμει όλον το ενιαύσιον έλαιον του λυχναρίου της.


    Αλλά το πρώτιστον εισόδημα της θειά-Αχτίτσας προήρχετο εκ του σταχομαζώματος. Τον Ιούνιον, κατ' έτος, επεβιβάζετο εις πλοίον, έπλεεν υπερπόντιος και διεπεραιούτο εις Εύβοιαν. Περιεφρόνησε το ονειδιστικόν επίθετον της «καραβωμένης», όπερ εσφενδόνιζον άλλα γύναια κατ’ αυτής, διότι όνειδος εθεωρείτο το να πλέη γυνή εις τα πελάγη. Εκεί, μετ' άλλων πτωχών γυναικών, ησχολείτο συλλέγουσα τους αστάχεις, τους πίπτοντας από των δραγμάτων των θεριστών, από των φορτωμάτων και κάρρων. Κατ' έτος, οι χωρικοί της Ευβοίας και τα χωριατόπουλα, έρριπτον κατά πρόσωπον αυτών το σκώμμα : «Να! η φ’στάνες! μας ήρθαν πάλι η φ’στάνες!». Αλλ' αύτη έκυπτεν υπομονητική, σιωπηλή, συνέλεγε τα ψυχία εκείνα της πλούσιας συγκομιδής του τόπου, απήρτιζε τρεις ή τεσσάρας σάκκους, ολόκληρον ενιαυσίαν εσοδείαν δι’ εαυτήν και διά τα δυο ορφανά, τα οποία είχεν εμπιστευθή εν τω μεταξύ εις τας φροντίδας της Ζερμπινιώς, και αποπλέουσα επέστρεφεν εις το παραθαλάσσιον χωρίον της.

    Πλην εφέτος, δηλ. το έτος εκείνο, αφορία είχε μαστίσει την Εύβοιαν. Αφορία εις τον ελαιώνα της μικράς νήσου, όπου κατώκει η θειά-Αχτίτσα. Αφορία εις τας αμπέλους και εις τους αραβοσίτους, αφορία σχεδόν και εις αυτό τα κούμαρα, αφορία πανταχού.
    Είτα, επειδή ουδέν κακόν έρχεται μόνον, βαρύς χειμών ενέσκηψεν εις τα βορειότερα εκείνα μέρη. Από του Νοεμβρίου μηνός, χωρίς σχεδόν να πνεύση νότος και να πέση βροχή, ήρχιζε να χιονίζη. Μόλις έπαυεν είς νιφετός και ήρχετο άλλος. Ενίοτε έπνεε ξηρός βορράς, σφίγγων έτι μάλλον τα χιόνια, τα οποία δεν έλυωναν εις τα βουνά. «Επερίμεναν άλλα».
    Η γραία μόλις είχε προλάβει να μεταφέρη επί των ώμων της, από των φαράγγων και δρυμών, αγκαλίδας τινάς ξηρών ξύλων, όσαι μόλις θα ήρκουν διά δύο εβδομάδας ή τρεις, και βαρύς ο χειμών επέπεσε. Περί τα μέσα Δεκεμβρίου μόλις επήλθε μικρά διακοπή, και δειλαί τινες ακτίνες ηλίου επεφάνησαν, επιχρυσούσαι τας υψηλοτέρας στέγας. Η θειά-Αχτίτσα έτρεξεν εις τα «ορμάνια» ίνα προλάβη και εισκομίση καυσόξυλά τινα. Την επαύριον ο χειμών κατέσκηψεν αγριώτερος. Μέχρι των Χριστουγέννων, ουδεμία ημέρα εύδιος, ουδεμία γωνία ουρανού ορατή, ουδεμία ακτίς ηλίου.
    Κραταιός και βαρύπνοος βορράς, «χιονιστής», εφύσα κατά τας παραμονάς της αγίας ημέρας. Αι στέγαι των οικιών ήσαν κατάφορτοι εκ σκληρυνθείσης χιόνος. Τα συνήθη παίγνια των οδών και τα χιονοβολήματα έπαυσαν. Ο χειμών εκείνος δεν ήτο φιλοπαίγμων. Από των κεράμων των στεγών εκρέμαντο ως ώριμοι καρποί σπιθαμιαία κρύσταλλα, τα οποία οι μάγκαι της γειτονιάς δεν είχον πλέον όρεξιν να τρώγουν.
    Την εσπέραν της 23, ο Γέρος είχεν έλθει από το σχολείον περιχαρής, διότι από της αύριον έπαυον τα μαθήματα. Πριν ξεκρεμάση τον «φύλακα» από της μασχάλης του, ο Γέρος πεινασμένος ήνοιξε το δουλάπι, αλλ' ουδέ ψυχίον άρτου εύρεν εκεί. Η γραία είχεν εξέλθει ίσως προς ζήτησιν άρτου. Η ατυχής Πατρώνα εκάθητο ζαρωμένη πλησίον της εστίας, αλλ' η εστία ήτο σβεστή. Εσκάλιζε την στάκτην, νομίζουσα εν τη παιδική αφελεία της (ήτο μόλις τετραετές το πτωχόν κοράσιον), ότι η εστία είχε πάντοτε την ιδιότητα να θερμαίνη, και ας μη καίη. Αλλ' η στάκτη ήτο υγρά. Σταλαγμοί ύδατος, εκ χιόνος τακείσης ίσως διά τινος λαθραίας και παροδικής ακτίνος ηλίου, είχον ρεύσει δια της καπνοδόχου. Ο Γέρος, όστις ήτο επταετής μόλις, έτοιμος να κλαύση διότι δεν εύρισκε ψυχίον τι προς κορεσμόν της πείνης του ήνοιξε το μόνον παράθυρον, έχον τριών σπιθαμών μήκος. Ο οικίσκος όλος, χθαμαλός, ημιφάτνωτος, με είδος σοφά, είχεν ύψος δύο ίσως οργυιών από του εδάφους μέχρι της οροφής.
    Ο Γέρος ανεβίβασε σκαμνίον τι επί του λιθίνου ερείσματος του παραθύρου, ανέβη επί του σκαμνίου, εστηρίχθη διά της αριστεράς του παραθυροφύλλου ανοικτού, εστηλώθη μετά τόλμης προς την οροφήν, ανέτεινε την δεξιάν, και απέσπασεν έν κρύσταλλον εκ των κοσμούντων τους «σταλαμμούς» της στέγης. Ήρχισε να το εκμυζά βραδέως και ηδονικώς, και έδιδε και εις την Πατρώναν να φάγη. Επείνων τα κακόμοιρα.

    Η γραία Αχτίτσα επανήλθε μετ' ολίγον φέρουσα πράγμα τι τυλιγμένον εις τον   κόλπον της. Ο Γέρος, όστις εγνώριζεν εκ της παιδικής του πείρας, ότι ποτέ άνευ αιτίας δεν εφούσκωναν οι κόλποι της μάμμης του, αναπηδήσας έτρεξεν εις το στήθος της, ενέβαλε την χείρα, και αφήκε κραυγήν χαράς. Τεμάχιον άρτου είχεν «οικονομήσει» και την εσπέραν εκείνην η καλή, καίτοι ολίγον αυστηρά μάμμη, τις οίδεν αντί ποίων εξευτελισμών, και διά πόσων εκλιπαρήσεων!
    Και τι δεν ήθελεν υποστή, προ ποίας θυσίας ηδύνατο να οπισθοδρομήση, διά την αγάπην των δύο τούτων παιδίων, τα οποία ήσαν δις παιδία δι' αυτήν, καθόσον ήσαν τέκνα του τέκνου της! Εν τούτοις δεν ήθελε να δεικνύη αυτοίς μεγάλην αδυναμίαν, και «ήμερο μάτι δεν τους έδιδε». Εκάλει τον άρρενα «Γέρον», διότι είχε το όνομα του αληθούς γέρου της, του μακαρίτου μπάρμπα–Μιχαλιού, του οποίου το όνομα της επόνει ν' ακούση ή να προφέρη. Το ταλαίπωρον το θήλυ το εκάλει Πατρώναν θωπευτικώς, και ολίγον «σαν αρχοντοξεπεσμένη που ήτον», μη ανεχομένη ν' ακούη το Αργυρώ, το όνομα της κόρης της, όπερ εδόθη ως κληρονομιά εις το ορφανόν, λεχούς θανούσης εκείνης. Πλην του υποκορισμού τούτου, ουδεμίαν άλλην επιδεικτικήν τρυφερότητα απένεμεν εις τα δύο πτωχά πλάσματα, αλλά μάλλον πρακτικήν αγάπην και προστασίαν.
    Η ταλαίπωρος γραία έστρωσε διά τα δύο ορφανά, ίνα κοιμηθώσιν, ανεκλίθη και αύτη πλησίον των, τοις είπε να φυσήσωσιν υποκάτω του σκεπάσματός των διά να ζεσταθούν, τοις υπεσχέθη ψευδομένη, αλλ' ελπίζουσα να επαληθεύση, ότι αύριον ο Χριστός θα φέρη ξύλα και ψωμί και μίαν χύτραν κοχλάζουσαν επί του πυρός, και έμεινεν άυπνος πέραν του μεσονυκτίου, αναλογιζόμενη την πικράν τύχην της.
    Το πρωί, μετά την λειτουργίαν (ήτο παραμονή των Χριστουγέννων) ο παπα–Δημήτρης, ο ενορίτης της, επαρουσιάσθη αίφνης εις την θύραν του πενιχρού οικίσκου.
    – Καλώς τα δέχθης, της είπε μειδιών.
«Καλώς τα δέχθη» αυτή! και από ποίον επερίμενε τίποτε;
    – Έλαβα ένα γράμμα δια σε, Αχτίτσα, προσέθηκεν ο γέρων ιερεύς, τινάσσων την χιόνα από το ράσον και το σάλι του.
    – Ορίστε, δέσποτα! Και μακάρι έχω τη φωτιά, εψιθύρισε προς εαυτήν, ή το γλυκό και το ρακί να τον φιλέψω;
    Ο ιερεύς ανέβη την τετράβαθμον κλίμακα και ελθών εκάθισεν επί του σκαμνίου. Ηρεύνησε δε εις τον κόλπον του και εξήγαγε μέγαν φάκελλον με πολλάς και ποικίλας σφραγίδας και γραμματόσημα.
    – Γράμμα, είπες, παπά, επανέλαβεν η Αχτίτσα, μόλις τότε αρχίσασα να εννοή τι της έλεγεν ο ιερεύς.
    Ο φάκελλος, ον είχεν εξαγάγει από του κόλπου του, εφαίνετο ανοικτός από το εν μέρος.
    – Απόψε έφθασε το βαπόρι, επανέλαβεν ο εφημέριος· εμένα μου το έφεραν τώρα μόλις έβγαινα από την εκκλησίαν.
Και ενθείς την χείρα έσω του φακέλλου εξήγαγε διπλωμένον χαρτίον.
    – Το γράμμα είνε προς εμέ, προσέθηκεν, αλλά σε αποβλέπει.
    – Εμένα; εμένα; επανέλαβεν έκπληκτος η γραία.
    Ο παππα–Δημήτρης εξεδίπλωσε το χαρτίον.
    – Είδεν ο Θεός τον πόνον σου και σου στέλλει μικράν βοήθειαν, είπεν ο αγαθός ιερεύς. Ο γυιός σου, σου γράφει από την Αμερικήν.
    – Απ' την Αμέρικα ; ο Γιάννης! ο Γιάννης με θυμήθηκεν; ανέκραξε περιχαρής, ποιούσα το σημείον του Σταυρού η γραία.
Και είτα προσέθηκε:
    – Δόξα σοι ο Θεός!
    Ο ιερεύς έβαλε τα γυαλιά του και εδοκίμασε ν' αναγνώση. 
    – Είναι, κακογραμμένα, κ' εγώ δυσκολεύομαι να διαβάζω αυτές τις τζίφρες, που έβγαλαν τώρα, αλλά θα προσπαθήσωμεν να βγάλωμεν νόημα.
    Και ήρχισε μετά δυσκολίας, και σκοντάπτων συχνά, ν' αναγινώσκη:
    «Παππα–Δημήτρη, το χέρι σου φιλώ. Πρώτον ερωτώ δια το αίσιον κτλ. κτλ. Εγώ λείπω πολλά χρόνια και δεν ηξεύρω αυτού τι γίνονται, ούτε αν ζουν ή απέθαναν. Είμαι εις μακρυνόν μέρος, πολύ βαθειά, εις τον Παναμάν, και δεν έχω καμμίαν συγκοινωνίαν με άλλους πατριώτες που ευρίσκονται εις την Αμερικήν. Προ τριών χρόνων εντάμωσα τον (δείνα) και τον (δείνα), αλλά και αυτοί έλειπαν χρόνους πολλούς, και δεν είξευραν τι γίνεται εις το σπίτι μας.
    »Εάν ζη ο πατέρας ή η μητέρα μου, ειπέ τους να με συγχωρήσουν, διότι δια καλό πάντα πασχίζει ο άνθρωπος και εις κακό πολλές φορές βγαίνει. Εγώ αρρώστησα δύο φορές από κακές ασθένειες του τόπου εδώ και έκαμα πολύν καιρόν εις τα σπιτάλια. Τα ό,τι είχα και δεν είχα επήγαν και μόλις εγλύτωσα την ζωήν μου. Είχα υπανδρευθή προ δέκα χρόνων κατά την συνήθειαν του τόπου εδώ, αλλά τώρα είμαι απόχηρος, και άλλο καλλίτερον δεν ζητώ, παρά να πιάσω ολίγα χρήματα να έλθω εις την πατρίδα, αν προφθάσω τους γονείς μου να μ' ευλογήσουν. Και να μην έχουν παράπονον εις εμέ, διότι έτσι θέλει ο Θεός, και δεν ημπορούμε εμείς να πάμε κόντρα. Και να μη βαρυγνωμούν αν δεν είναι θέλημα Θεού, δεν μπορεί άνθρωπος να προκόψη.
   »Σου στέλλω εδώ εσωκλείστως ένα συνάλλαγμα επ' ονόματί σου, να υπογράψης η αγιωσύνη σου, και να φροντίσουν να το εξαργυρώσουν ο πατέρας ή η μητέρα εάν ζουν. Και αν, ό μοι γένοιτο, είνε αποθαμμένοι, να το εξαργυρώσης η αγιωσύνη σου, να δώσης εις κανένα αδελφόν μου, εάν είναι αυτού, ή εις κανέν ανίψι μου, και εις άλλα πτωχά. Και να κρατήσης και η αγιωσύνη σου εάν οι γονείς μου είναι αποθαμμένοι, έν μέρος του ποσού αυτού δια τα σαρανταλείτουργα...».
    Πολλά έλεγεν η επιστολή αύτη και έν σπουδαίον παρέλιπε. Δεν ανέφερε το ποσόν των χρημάτων, δι’ όσα ήτο η συναλλαγματική. Ο παπα–Δημήτρης παρατηρήσας το πράγμα, εξέφερε την εικασίαν, ότι ο γράψας την επιστολήν, λησμονήσας, νομίζων ότι είχεν ορίσει το ποσόν των χρημάτων παραπάνω, ενόμισε περιττόν να το επαναλάβη παρακατιών, διό και έλεγε «του ποσού αυτού».
    Εν τούτοις άφατος ήτο η χαρά της Αχτίτσας, λαβούσης μετά τόσα έτη ειδήσεις περί του υιού της. Ως υπό τέφραν κοιμώμενος από τόσων ετών ο σπινθήρ της μητρικής στοργής ανέθορεν εκ των σπλάγχνων εις το πρόσωπόν της και η γεροντική, ρικνή, και ερρυτιδωμένη όψις της, ηγλαΐσθη με ακτίνα νεότητος και καλλονής.
    Τα δύο παιδία, αν και δεν ενόουν περί τίνος επρόκειτο, ιδόντα την χαράν της μάμμης των ήρχισαν να χοροπηδώσιν.

    Ο κυρ-Μαργαρίτης δεν ήτον ιδίως προεξοφλητής, ή τοκιστής, ή έμπορος, ήτον όλα αυτά ομού. Ένα φόρον επιτηδεύματος επλήρωνεν, αλλ' έκαμνε τρεις τέχνας.
    Η γραία–Αχτίτσα εις φοβεράν διατελούσα ένδειαν, έλαβε το παρά του υιού της αποσταλέν γραμμάτιον, εφ' ου εφαίνοντο γράμματα κόκκινα και μαύρα, άλλα έντυπα και άλλα χειρόγραφα, εξ ων δεν ενόει τίποτε ούτε ο γηραιός εφημέριος, ούτε αυτή, και μετέβη εις το μαγαζί του κυρ-Μαργαρίτη.
    Ο κυρ-Μαργαρίτης ερρόφησε δραγμίδα ταμβάκου, ετίναξε την βράκαν του, εφ' ης έπιπτε πάντοτε μέρος ταμβάκου, κατεβίβασε μέχρι των οφρύων την σκούφιαν του, έβαλε τα γυαλιά του, και ήρχισε να εξετάζη διά μακρών το γραμμάτιον.
    – Έρχεται απ' την Αμέρικα; είπε. Σ' εθυμήθηκε, βλέπω, ο γυιός σου. Μπράβο, χαίρομαι.
    Είτα επανέλαβεν:
    – Έχει τον αριθμόν 10, αλλά δεν ξέρομε τι είδους μονέδα να είναι, δέκα σελλίνια, δέκα ρούπιες, δέκα κολοννάτα ή δέκα...
    Διεκόπη, παρ' ολίγον να έλεγε «δέκα λίρες».
    – Να φωνάξουμε το δάσκαλο, εμορμύρισεν ο κυρ-Μαργαρίτης· ίσως εκείνος ξεύρει να το διάβαση. Τι γλώσσα να είνε τάχα ;
    Ο ελληνοδιδάσκαλος, όστις εκάθητο βλέπων τους παίζοντας το κιάμο εις παράπλευρον καφενείον, παρακληθείς μετέβη εις το μαγαζί του κυρ-Μαργαρίτη. Εισήλθεν ορθός, δύσκαμπτος, έλαβε το γραμμάτιον, παρεκάλεσε τον κυρ-Μαργαρίτην να τον δανείση τα γυαλιά του και ήρχισε να συλλαβίζη τους λατινικούς χαρακτήρας.
   – Πρέπει να είναι αγγλικά, είπεν, εκτός αν είναι γερμανικά. Από πού έρχεται αυτό το δελτάριον;
    – Απ' την Αμέρικα, κυρ δάσκαλε, είπεν η θειά Αχτίτσα.
    – Από την Αμερικήν; τότε θα είνε αγγλικόν.
    Και ταύτα λέγων προσεπάθει να συλλαβίση τας λέξεις: ten pounds sterling, άς έφερε χειρογράφους η επιταγή.
    – Sterling, είπε· sterling θα σημαίνη τάλληρον, πιστεύω. Η λέξις φαίνεται να είναι της αυτής ετυμολογίας, απεφάνθη δογματικώς.
    Και επέστρεψε το γραμμάτιον εις χείρας του κυρ-Μαργαρίτη.
    – Αυτό θα είναι, είπε, και επειδή υπάρχει επί της κεφαλίδος ο αριθμός 10, θα είναι χωρίς άλλο γραμμάτιον διά δέκα τάλληρα. Το κάτω–κάτω, οφείλω να σας είπω ότι δεν γνωρίζω από χρηματιστικά. Εις άλλα ημείς ασχολούμεθα, οι άνθρωποι των γραμμάτων.
    Και τούτο ειπών, επειδή ησθάνθη ψύχος εις το πλακόστρωτον και κατάψυχρον μαγαζείον τον κυρ-Μαργαρίτη, επέστρεψεν εις το καφενείον, ίνα θερμανθή.
    Ο κυρ-Μαργαρίτης, είχεν αρχίσει να τρίβη τας χείρας και κάτι εφαίνετο σκεπτόμενος.
    –Τώρα, τι τα θέλεις, είπε στραφείς προς την γραίαν. Οι καιροί είνε δύσκολοι, μεγάλα κεσάτια. Να το πάρω, να σου το εξαργυρώσω, ξέρω πως είναι σίγουρος ο παράς μου, ξέρω αν δεν είναι και ψεύτικο; Από κει κάτω, απ' τον χαμένον κόσμον, περιμένεις αλήθεια; Όλες οι ψευτιές, οι καλπουζανιές, από  κεί μας έρχονται. Γυρίζουν τόσα χρόνια οι σουρτούκηδες (με συγχωρείς, δεν λέγω το γυιό σου), εκεί που ψένει ο ήλιος το ψωμί, και δεν νοιάζονται να στείλουν ένα παρά, ένα σωστόν παρά, μοναχά στέλνουν παλιόχαρτα.
    Έφερε δύο βόλταις περί το τεράστιον λογιστήριόν του και επανέλαβε·
    –Και δεν είναι μικρό πράγμα αυτό, να σε χαρώ, είναι δέκα τάλλαρα. Να είχα δέκα τάλλαρα εγώ, παντρευόμουνα.
    Είτα εξηκολούθησε:
    – Μα τι να σου πω; σε λυπούμαι, που είσαι καλή γυναίκα, κι έχεις και κείνα τα ορφανά. Να κρατήσω εγώ ενάμισυ τάλλαρο διά τους κινδύνους που τρέχω, και για τα οχτώμισυ πλιά ... Και για νάμαστε σίγουροι, μη γυρεύης κολονάτα, να σου δώσω πεντόφραγκα, για νάμαστε μέσα… Οχτώμισυ πεντόφραγκα λοιπόν … Α!.. ξέχασα...
    Τουναντίον, δεν είχε ξεχάσει· απ' αρχής της συνεντεύξεως, αυτό εσκέπτετο.
    – Ο συχωρεμένος ο Μιχαλιός, κάτι έκανε να μου δίνη, δεν θυμούμαι τώρα...
    Και επέστρεψεν εις το λογιστήριόν του.
    – Μα κ’ εκείνος ο τελμπεντέρης ο γαμπρός σου, μου έφαγε δυο τάλλαρα θαρρώ...
    Και ωπλίσθη με το πελώριον κατάστιχόν του.
    – Είναι δίκηο να τα κρατήσω...εσένα, όσα σου δώσω, θα σου φανούν χάρισμα.
    Ήνοιξε το κατάστιχον.
    Αι κατάπυκνοι και μυροβολούσαι σελίδες του καταστίχου τούτου ωμοίαζον με πίονας αγρούς, με γην αγαθήν. Ό,τι έσπειρε τις εν αυτώ, εκαρποφόρει πενταπλασίως. Ήτο, ως να έκοπτέ τις τα φύλλα του δενδρυλλίου, εκάστοτε ότε εγένετο εξόφλησις κονδυλίου τινός, αλλ' η ρίζα έμενεν υπό την γην, μέλλουσα και πάλιν ν' αναβλαστήση.
    Ο κυρ-Μαργαρίτης εύρε παρευθύς τους δύο λογαριασμούς.
    – Εννιά και δεκαπέντε, μου χρωστούσε ο μακαρίτης ο άντρας σου, είπε, και δυο τάλλαρα δανεικά κι' αγύριστα του γαμπρού σου γίνονται...
    Και λαβών κάλαμον ήρχισε να εκτελή την πρόσθεσιν πρώτον και την αναγωγήν των ταλλήρων εις δραχμάς, είτα την αφαίρεσιν από του ποσού των δέκα γαλλικών ταλλήρων.
    – Κάνει να σου δίνω ...ήρχισε να λέγη ο κυρ-Μαργαρίτης.
    Τη στιγμή εκείνη εισήλθε νέον πρόσωπον.

Η Σταχομαζώχτρα (ακουαρέλα του Βαγγέλη Καραλή)

    Ήτον έμπορος Συριανός, παρεπιδημών δι' υποθέσεις εις την μικράν νήσον.
Άμα εισελθών διηυθύνθη μετά μεγίστης ελευθερίας και θάρρους εις το λογιστήριόν, όπου ίστατο ο κυρ-Μαργαρίτης.
    – Τι έχουμε, κυρ-Μαργαρίτη; Τ' είν' αυτό; είπεν, ιδών πρόχειρον επί του λογιστηρίου το γραμμάτιον της πτωχής γραίας.
    Και λαβών τούτο εις χείρας:
    – Συναλλαγματική δια δέκα αγγλικάς λίρας από την Αμερικήν, είπε καθαρά τη φωνή, πού ευρέθη εδώ; Κάμνεις και τέτοιες δουλειές, κυρ- Μαργαρίτη;
    – Για δέκα λίρες! επανέλαβεν αυθορμήτως η Αχτίτσα, ακούσασα ευκρινώς την λέξιν.
    – Ναι, διά δέκα αγγλικάς λίρας, είπε και πάλιν στραφείς προς αυτήν ο Ερμουπολίτης. Μήπως είναι δικό σου;
    – Μάλιστα.
    Η θειά-Αχτίτσα, εν καταφάσει, έλεγε πάντοτε ναι, αλλά νυν ηπόρει και αυτή πώς είπε «μάλιστα» και πού εύρε την λέξιν ταύτην.
    – Για δέκα ναπολεόνια, θα είναι ίσως, είπε δάκνων τα χείλη ο κυρ- Μαργαρίτης.
    – Σου λέγω διά δέκα αγγλικάς λίρας, επανέλαβε και αύθις ο Συριανός έμπορος. Παίρνεις από λόγια;
    Και έρριψε δεύτερον μακρόν βλέμμα επί του γραμματίου.
    – Είναι σίγουρος παράς, αρζάν-κοντάν, σου λέγω. Θα το εξοφλήσης, ή το εξοφλώ αμέσως;
    Και έκαμε κίνημα να εξαγάγη το χρηματοφυλάκιόν του.
    – Μπορεί να το πάρη κανείς για εννέα λίρες. ..γαλλικές, είπε διστάζων ο κυρ-Μαργαρίτης.
    – Γαλλικές; ...το παίρνω εγώ δια εννέα αγγλικές.
    Και στρέψας όπισθεν το φύλλον του χάρτου, είδε την υπογραφήν, ην είχε βάλει ο αγαθός ιερεύς, παρέβαλεν αυτήν με το όνομα το φερόμενον εν τω κειμένω, και την εύρε σύμφωνον και, ανοίξας το χρηματοφυλάκιον, εμέτρησεν εις την χείρα της θειά-Αχτίτσας, και προ των εκθάμβων οφθαλμών αυτής εννέα στιλπνοτάτας αγγλικάς λίρας.

    Και ιδού διατί η πτωχή γραία εφόρει τη ημέρα των Χριστουγέννων καινουργή «άδολην» μανδήλαν, τα δε δύο ορφανά είχον καθαρά υποκαμισάκια διά τα ισχνά μέλη των και θερμήν υπόδεσιν διά τους παγωμένους πόδας των.

«Χριστουγεννιάτικα Δώρα», Hugo Oehmichen 1882


Το διήγημα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη «Η Σταχομαζώχτρα» πρωτοδημοσιεύτηκε τα Χριστούγεννα του 1889 στην εφημερίδα «Εφημερίς». Είναι ίσως το δημοφιλέστερο διήγημα του Σκιαθίτη συγγραφέα, καθώς περιλαμβάνεται σταθερά από πολλών χρόνων στα σχολικά βιβλία της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης.

Πηγή: sansimera.gr


«Η Σταχομαζώχτρα»
– Διήγημα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη Μπορείτε να βρείτε το βιβλίο από το openbook.gr 

Ἡ Φυγή Στήν Αἴγυπτο τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου

ΚΥΡΙΑΚΗ 27 ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ 2020

Η ΦΥΓΗ ΣΤΗΝ ΑΙΓΥΠΤΟ, ΕΙΚΟΝΑ ΤΟΥ 1833, ΕΡΓΟ ΤΩΝ ΜΟΝΑΧΩΝ ΙΩΑΣΑΦ ΚΑΙ ΝΙΚΗΦΟΡΟΥ, ΠΑΤΡΙΑΡΧΕΙΟΝ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑΣ. Ι.ΜΟΝΗ ΑΓΙΟΥ ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΚΑΙΡΟΥ.

Ἡ Φυγὴ Στὴν Αἴγυπτο τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου

ΤΗ ΚΥΡΙΑΚΗ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΧΡΙΣΤΟΥ ΓΕΝΝΗΣΙΝ

 Μνήμη τοῦ Ἁγίου Πρωτομάρτυρος, καὶ Ἀρχιδιακόνου

Στεφάνου.

Μνήμη τῶν Ἁγίων καὶ δικαίων Θεοπατόρων, Ἰωσὴφ τοῦ Μνήστορος τῆς Ἁγίας Παρθένου Δεσποίνης ἡμῶν Θεοτόκου, Ἰακώβου τοῦ Ἀδελφοῦ τοῦ Κυρίου, καὶ Δαυῒδ τοῦ Προφήτου καὶ Βασιλέως.

κ τοῦ κατά Ματθαῖον Κεφ. 2: 13-23

ναχωρησάντων τῶν Μάγων, ἰδοὺ Ἄγγελος Κυρίου φαίνεται κατ᾿ ὄναρ τῷ ᾿Ιωσὴφ, λέγων· Ἐγερθεὶς παράλαβε τὸ Παιδίον καὶ τὴν Μητέρα αὐτοῦ, καὶ φεῦγε εἰς Αἴγυπτον· καὶ ἴσθι ἐκεῖ ἕως ἂν εἴπω σοι· μέλλει γὰρ ῾Ηρῴδης ζητεῖν τὸ Παιδίον τοῦ ἀπολέσαι αὐτό. ῾Ο δὲ ἐγερθεὶς παρέλαβε τὸ Παιδίον καὶ τὴν Μητέρα αὐτοῦ νυκτὸς, καὶ ἀνεχώρησεν εἰς Αἴγυπτον· καὶ ἦν ἐκεῖ ἕως τῆς τελευτῆς ῾Ηρῴδου· ἵνα πληρωθῇ τὸ ῥηθὲν ὑπὸ τοῦ Κυρίου διὰ τοῦ Προφήτου λέγοντος· Ἐξ Αἰγύπτου ἐκάλεσα τὸν Υἱόν μου. Τότε ῾Ηρῴδης, ἰδὼν ὅτι ἐνεπαίχθη ὑπὸ τῶν Μάγων, ἐθυμώθη λίαν· καὶ ἀποστείλας ἀνεῖλε πάντας τοὺς παῖδας τοὺς ἐν Βηθλεὲμ καὶ ἐν πᾶσι τοῖς ὁρίοις αὐτῆς, ἀπὸ διετοῦς καὶ κατωτέρω, κατὰ τὸν χρόνον ὃν ἠκρίβωσε παρὰ τῶν Μάγων. Τότε ἐπληρώθη τὸ ῥηθὲν ὑπὸ ῾Ιερεμίου τοῦ προφήτου, λέγοντος· Φωνὴ ἐν ῾Ραμᾷ ἠκούσθη, θρῆνος καὶ κλαυθμὸς καὶ ὀδυρμὸς πολύς, ῾Ραχὴλ κλαίουσα τὰ τέκνα αὐτῆς· καὶ οὐκ ἤθελε παρακληθῆναι, ὅτι οὐκ εἰσίν. Τελευτήσαντος δὲ τοῦ ῾Ηρῴδου, ἰδοὺ, Ἄγγελος Κυρίου κατ᾿ ὄναρ φαίνεται τῷ ᾿Ιωσὴφ, ἐν Αἰγύπτῳ, λέγων· Ἐγερθεὶς παράλαβε τὸ Παιδίον, καὶ τὴν Μητέρα αὐτοῦ, καὶ πορεύου εἰς γῆν ᾿Ισραήλ· τεθνήκασι γὰρ οἱ ζητοῦντες τὴν ψυχὴν τοῦ Παιδίου. Ὁ δὲ ἐγερθεὶς, παρέλαβε τὸ Παιδίον καὶ τὴν Μητέρα αὐτοῦ, καὶ ἦλθεν εἰς γῆν ᾿Ισραήλ. Ἀκούσας δὲ ὅτι ᾿Αρχέλαος βασιλεύει ἐπὶ τῆς ᾿Ιουδαίας, ἀντί ῾Ηρῴδου τοῦ πατρὸς αὐτοῦ, ἐφοβήθη ἐκεῖ ἀπελθεῖν· χρηματισθεὶς δὲ κατ᾿ ὄναρ, ἀνεχώρησεν εἰς τὰ μέρη τῆς Γαλιλαίας, καὶ ἐλθὼν κατῴκησεν εἰς πόλιν λεγομένην Ναζαρέτ, ὅπως πληρωθῇ τὸ ῥηθὲν διὰ τῶν Προφητῶν, ὅτι Ναζωραῖος κληθήσεται.

 

Μνήμη τοῦ Ἁγίου Πρωτομάρτυρος, καὶ Ἀρχιδιακόνου Στεφάνου 

Πράξεων τῶν Ἀποστόλων τὸ Ἀνάγνωσμα.

Κεφ. 6: 8-15, 7: 1-5, 47-60  

ν ἐν ταῖς ἡμέραις ἐκείναις, 

Στέφανος πλήρης πίστεως καὶ δυνάμεως ἐποίει τέρατα καὶ σημεῖα μεγάλα ἐν τῷ λαῷ. Ἀνέστησαν δέ τινες τῶν ἐκ τῆς συναγωγῆς τῆς λεγομένης Λιβερτίνων καὶ Κυρηναίων καὶ ᾿Αλεξανδρέων καὶ τῶν ἀπὸ Κιλικίας καὶ ᾿Ασίας συζητοῦντες τῷ Στεφάνῳ, καὶ οὐκ ἴσχυον ἀντιστῆναι τῇ σοφίᾳ καὶ τῷ πνεύματι ᾧ ἐλάλει. Τότε ὑπέβαλον ἄνδρας λέγοντας ὅτι ἀκηκόαμεν αὐτοῦ λαλοῦντος ῥήματα βλάσφημα εἰς Μωϋσῆν καὶ τὸν Θεόν· συνεκίνησάν τε τὸν λαὸν καὶ τοὺς πρεσβυτέρους καὶ τοὺς γραμματεῖς, καὶ ἐπιστάντες συνήρπασαν αὐτὸν καὶ ἤγαγον εἰς τὸ συνέδριον, ἔστησάν τε μάρτυρας ψευδεῖς λέγοντας· Ὁ ἄνθρωπος οὗτος οὐ παύεται ῥήματα βλάσφημα λαλῶν κατὰ τοῦ τόπου τοῦ ἁγίου καὶ τοῦ νόμου· ἀκηκόαμεν γὰρ αὐτοῦ λέγοντος ὅτι ᾿Ιησοῦς ὁ Ναζωραῖος οὗτος καταλύσει τὸν τόπον τοῦτον καὶ ἀλλάξει τὰ ἔθη ἃ παρέδωκεν ἡμῖν Μωϋσῆς. Καὶ ἀτενίσαντες εἰς αὐτὸν ἅπαντες οἱ καθεζόμενοι ἐν τῷ συνεδρίῳ εἶδον τὸ πρόσωπον αὐτοῦ ὡσεὶ πρόσωπον ἀγγέλου. 

Εἶπε δὲ ὁ ἀρχιερεύς· Εἰ ἄρα ταῦτα οὕτως ἔχει; Ὁ δὲ ἔφη· Ἄνδρες ἀδελφοὶ καὶ πατέρες, ἀκούσατε. Ὁ Θεὸς τῆς δόξης ὤφθη τῷ πατρὶ ἡμῶν ᾿Αβραὰμ ὄντι ἐν τῇ Μεσοποταμίᾳ, πρὶν ἢ κατοικῆσαι αὐτὸν ἐν Χαρράν, καὶ εἶπε πρὸς αὐτόν· «Ἔξελθε ἐκ τῆς γῆς σου καὶ ἐκ τῆς συγγενίας σου, καὶ δεῦρο εἰς γῆν ἣν ἄν σοι δείξω». Τότε ἐξελθὼν ἐκ γῆς Χαλδαίων κατῴκησεν ἐν Χαρράν. Κἀκεῖθεν μετὰ τὸ ἀποθανεῖν τὸν πατέρα αὐτοῦ μετῴκισεν αὐτὸν εἰς τὴν γῆν ταύτην εἰς ἣν ὑμεῖς νῦν κατοικεῖτε· καὶ οὐκ ἔδωκεν αὐτῷ κληρονομίαν ἐν αὐτῇ οὐδὲ βῆμα ποδός. 

Σολομὼν δὲ ᾠκοδόμησεν αὐτῷ οἶκον. Ἀλλ᾿ οὐχ ὁ ὕψιστος ἐν χειροποιήτοις ναοῖς κατοικεῖ, καθὼς ὁ προφήτης λέγει· «Ὁ οὐρανός μοι θρόνος, ἡ δὲ γῆ ὑποπόδιον τῶν ποδῶν μου· ποῖον οἶκον οἰκοδομήσετέ μοι, λέγει Κύριος, ἢ τίς τόπος τῆς καταπαύσεώς μου; Οὐχὶ ἡ χείρ μου ἐποίησε ταῦτα πάντα;» Σκληροτράχηλοι καὶ ἀπερίτμητοι τῇ καρδίᾳ καὶ τοῖς ὠσίν, ὑμεῖς ἀεὶ τῷ Πνεύματι τῷ ῾Αγίῳ ἀντιπίπτετε, ὡς οἱ πατέρες ὑμῶν καὶ ὑμεῖς. Τίνα τῶν προφητῶν οὐκ ἐδίωξαν οἱ πατέρες ὑμῶν; καὶ ἀπέκτειναν τοὺς προκαταγγείλαντας περὶ τῆς ἐλεύσεως τοῦ δικαίου, οὗ νῦν ὑμεῖς προδόται καὶ φονεῖς γεγένησθε· οἵτινες ἐλάβετε τὸν νόμον εἰς διαταγὰς ἀγγέλων, καὶ οὐκ ἐφυλάξατε. ᾿Ακούοντες δὲ ταῦτα διεπρίοντο ταῖς καρδίαις αὐτῶν καὶ ἔβρυχον τοὺς ὀδόντας ἐπ᾿ αὐτόν. Ὑπάρχων δὲ πλήρης Πνεύματος ῾Αγίου, ἀτενίσας εἰς τὸν οὐρανὸν εἶδε δόξαν Θεοῦ καὶ ᾿Ιησοῦν ἑστῶτα ἐκ δεξιῶν τοῦ Θεοῦ, καὶ εἶπεν· Ἰδοὺ θεωρῶ τοὺς οὐρανοὺς ἀνεωγμένους καὶ τὸν υἱὸν τοῦ ἀνθρώπου ἐκ δεξιῶν τοῦ Θεοῦ ἑστῶτα. Κράξαντες δὲ φωνῇ μεγάλῃ συνέσχον τὰ ὦτα αὐτῶν καὶ ὥρμησαν ὁμοθυμαδὸν ἐπ᾿ αὐτόν, καὶ ἐκβαλόντες ἔξω τῆς πόλεως ἐλιθοβόλουν. Καὶ οἱ μάρτυρες ἀπέθεντο τὰ ἱμάτια αὐτῶν παρὰ τοὺς πόδας νεανίου καλουμένου Σαύλου, καὶ ἐλιθοβόλουν τὸν Στέφανον, ἐπικαλούμενον καὶ λέγοντα· Κύριε ᾿Ιησοῦ, δέξαι τὸ πνεῦμά μου. Θεὶς δὲ τὰ γόνατα ἔκραξε φωνῇ μεγάλῃ· Κύριε, μὴ στήσῃς αὐτοῖς τὴν ἁμαρτίαν ταύτην. καὶ τοῦτο εἰπὼν ἐκοιμήθη.


Τὸ Εὐαγγέλιον καὶ  Ὁ Ἀπόστολος από christopherklitou.com


«Ἡ φυγή τῆς Θεοτοκοῦ μετά τοῦ Ἰωσήφ εἰς Αἴγυπτον». Το ονάριο, επί του οποίου επιβαίνει η Παναγία με το θείο Βρέφος και ακολουθεί πεζός ο Ιωσήφ, σύρει παιδάριον ο Ἰάκωβος ο Αδελφόθεος, προφανώς.

Την πρώτη Κυριακή μετά την 26η Δεκεμβρίου, η Εκκλησία τιμά τη μνήμη του Ιωσήφ του Μνήστορος (θετού πατέρα του Ιησού Χριστού), του προφήτη και βασιλέα Δαβίδ και του Ιακώβου του Αδελφοθέου (ετεροθαλούς αδελφού του Ιησού Χριστού και Αποστόλου), δηλαδή, το κατά κόσμον γένος και οικογένεια του Χριστού.

Όταν δεν υπάρχει Κυριακή μέχρι το τέλος του μηνός Δεκεμβρίου, ο εορτασμός μεταφέρεται στις 26 Δεκεμβρίου.
Συνήθως αυτή την Κυριακή, τελείται η Θεία Λειτουργία του Αγίου Ιακώβου του Αδελφοθέου, που είναι μια από τις αρχαιότερες Θείες Λειτουργίες.

 Ἰωσὴφ τοῦ Μνήστορος

Ο άγιος Ιωσήφ ήταν υιός του Ιακώβ, όπως μας πληροφορεί ο ευαγγελιστής Ματθαίος (α΄ 16). Καταγόταν από τη φυλή του Ιούδα και το οικογενειακό του δέντρο είχε τις ρίζες του στην οικογένεια του Δαβίδ. Κατοικούσε στη Ναζαρέτ και ζούσε κάνοντας τον οικοδόμο ή τον ξυλουργό.

Εν τω μεταξύ, όπως είναι γνωστό από τον βίο της Παναγίας, οι άγιοι γονείς της την παρέδωσαν, σε ηλικία τριών χρόνων, στο Ναό, αφιερώνοντάς την στο Θεό, κατά την υπόσχεσή τους. Εκεί, στα Άγια των Αγίων, έζησε η Μαρία επί δώδεκα χρόνια, «ἐν τῷ ναῷ τοῦ Κυρίου, ὡς περιστερὰ νεμομένη, καὶ ἐλάμβανε τροφὴν ἐκ χειρὸς ἀγγέλου» (Πρωτευαγγέλιον Ιακώβου, 8, 1). Και τότε, όταν πέρασαν τα 12 έτη, οι ιερείς του ναού αποφάσισαν να καλέσουν «τοὺς χηρεύοντας τοῦ λαοῦ», «καὶ ᾧ ἐὰν ἐπιδείξῃ Κύριος σημεῖον, τούτου ἔσται γυνὴ» η Μαρία.

Ανάμεσα σ’ αυτούς τους «χηρεύοντας τοῦ λαοῦ» βρισκότανε και ο δίκαιος Ιωσήφ, που, από την προηγούμενη γυναίκα του, – ήδη από χρόνια πεθαμένη (σημ.: Σ’ αυτήν αποδίδονται διάφορα ονόματα: Κατά τον Ιππόλυτο το Θηβαίο λεγότανε Σαλώμη, κατ’ άλλους Μελχά, Εσσά ή Εσθήρ), – είχε αποκτήσει έξι παιδιά: τέσσερεις γιους, τον Ιάκωβο, τον Ιωσή, τον Ιούδα και τον Σίμωνα (ή Συμεών), και δύο θυγατέρες, τη Μαρία και τη Σαλώμη. Αυτοί που δέχονται πως ο Ιωσήφ είχε αποκτήσει εφτά παιδιά, προσθέτουν στις θυγατέρες του και την Εσθήρ.

Κατά την πληροφορία που μας δίνει ο άγιος Επιφάνιος, όταν γεννήθηκε ο πρωτότοκος υιός του Ιάκωβος, που θα ονομασθεί αργότερα και «αδελφόθεος», ο άγιος Ιωσήφ ήταν ήδη σαράντα χρονώ, και τώρα που οι ιερείς καλούν τους «χηρεύοντας τοῦ λαοῦ», είχε κιόλας πατήσει τα ογδόντα (Migne, PG 43, 121 και 124). Αλλά πώς ακριβώς εξελέγη ο Ιωσήφ ως Μνήστορας της Υπεραγίας Θεοτόκου; Ο αρχιερέας (Ζαχαρίας), αφού φόρεσε τον μακρύ μέχρι το έδαφος χιτώνα του, που είχε δώδεκα κουδουνάκια, μπήκε στα Άγια των Αγίων και προσευχήθηκε για (την Κυρία Θεοτόκο). Τότε παρουσιάστηκε άγγελος Κυρίου και του είπε: «Ζαχαρία, Ζαχαρία, βγες έξω και κάλεσε σε συνάθροιση τους χήρους του λαού. Ας φέρει ο καθένας από ένα ραβδί και σε όποιου το ραβδί θα φανερώσει ο Κύριος κάποιο σημάδι, αυτού θα γίνει γυναίκα του (η Παρθένος)». Βγήκαν οι κήρυκες σ’ όλα τα περίχωρα της Ιουδαίας και ακούστηκε η σάλπιγγα του Κυρίου και έτρεξαν όλοι οι ενδιαφερόμενοι. Ο Ιωσήφ άφησε το σκεπάρνι του και βγήκε για να συναντήσει τους άλλους χήρους και αφού συγκεντρώθηκαν πήγαν στον αρχιερέα, αφού πήραν ένα ραβδί ο καθένας. Ο αρχιερέας πήρε όλα τα ραβδιά, μπήκε στο ιερό και προσευχήθηκε. Αφού τελείωσε την προσευχή του, πήρε τα ραβδιά και βγήκε έξω και τα μοίρασε στους κατόχους τους, χωρίς να φανεί κάποιο σημάδι στα ραβδιά. Το τελευταίο ραβδί το πήρε ο Ιωσήφ και εκείνη τη στιγμή πετάχτηκε ένα περιστέρι από το ραβδί του, το οποίο πέταξε γύρω από το κεφάλι του Ιωσήφ. Τότε είπε ο ιερέας στον Ιωσήφ: «Εσύ κληρώθηκες να πάρεις την Παρθένο του Κυρίου και να την φυλάξεις στο σπίτι σου».

Το Πρωτευαγγέλιο του Ιακώβου μάς ομιλεί για κάποιο δισταγμό εκ μέρους του Ιωσήφ (κεφ. 9, 3): «Και διαφώνησε ο Ιωσήφ λέγοντας προς τους ιερείς: “Έχω γιους και είμαι και γέρος και αυτή (η Παναγία) είναι κοριτσάκι· μήπως γίνω περίγελος στη χώρα του Ισραήλ!”». Τελικά, όμως, φοβάται μάλλον παρά πείθεται στα λόγια των ιερέων –πάντα κατά το Πρωτευαγγέλιον του Ιακώβου– και παραλαμβάνει την Παρθένο «εἰς τήρησιν ἑαυτῷ», δηλ. όπως θα έλεγε ο άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης, «ἵνα ἐκεῖνος ὑπάρχῃ φύλαξ καὶ μάρτυς τῆς παρθενίας αὐτῆς, καὶ ἵνα ὑπηρετήσῃ καὶ εἰς τὸν ἄσπορον τόκον της, καὶ εἰς τὴνφυγήν της εἰς Αἴγυπτον, καὶ εἰς τὴν ἀπ’ ἐκείνης ἐπάνοδον εἰς γῆνἸσραήλ».

Ο άγιος Ιωσήφ είναι υπηρέτης και διάκονος πιστός στο κοσμοσωτήριο σχέδιο και μυστήριο της οικονομίας του Θεού. Οι πρώτοι φόβοι και επιφυλάξεις του –τόσο ειλικρινείς και τόσο ανθρώπινοι άλλωστε– γίνονται σιγά-σιγά υποταγή και σεβασμός στο τελεσιουργούμενο μέγα Μυστήριο της θείας οικονομίας. Πληροφορείται πως την αγία Παρθένο «οὐκ ἔλαβεν εἰς χρῆσιν, ἀλλὰ μᾶλλον ᾠκονομήθη αὐτῷ εἰς τὸ φυλάττειν»· και αυτό δεν είναι γνώμη ενός ή δύο ερμηνευτών, αλλά καθολική διδασκαλία των αγίων Πατέρων της Ορθοδόξου Εκκλησίας, που συνεχίζει τη γνώμη και παράδοση των συγχρόνων προς τα ιστορικά αυτά γεγονότα αυτήκοων και αυτόπτων μαρτύρων.

………..

Αν ακολουθήσουμε τα κείμενα των ιερών Ευαγγελιστών, μετά την επιστροφή από την Αίγυπτο (Ματθ. β΄ 19-23), χάνονται τα ίχνη του αγίου Ιωσήφ. Από τον άγιο Επιφάνιο μαθαίνουμε (Κατά Αιρέσεων 78,8-9), πως η φυγή στην Αίγυπτο έγινε δύο χρόνια μετά τη Γέννηση του Χριστού· έμειναν εκεί δύο με τρία χρόνια, και ύστερα γύρισαν στη Γαλιλαία, «εἰς πόλιν λεγομένην Ναζαρέτ» (Ματθ. β΄ 23). Από την ίδια πηγή πληροφορούμαστε, πως οκτώ έτη μετά την επιστροφή από την Αίγυπτο, εκοιμήθη τον ύπνο του δικαίου και πήγε στην άνω Ιερουσαλήμ, υπέργηρος πια, ο άγιος Ιωσήφ.

Η Ορθόδοξη Εκκλησία, από αρκετά νωρίς, όπως φαίνεται, μαζί με τη γιορτή των Χριστουγέννων, άρχισε να γιορτάζει τη μνήμη του αγίου Ιωσήφ, και μάλιστα δύο φορές: α) την Κυριακή «πρὸ τῆς Χριστοῦ Γεννήσεως», όπου σημειώνεται: «Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, Κυριακὴ πρὸ τῆςΧριστοῦ Γεννήσεως, μνήμειν ἄγειν ἐτάχθημεν παρὰ τῶν ἁγίων καὶ θεοφόρων Πατέρων ἡμῶν, πάντων τῶν ἀπ’ αἰώνος Θεῷ εὐαρεστησάντων, ἀπὸ Ἀδὰμ ἕως Ἰωσὴφ τοῦ Μνήστορος τῆς ὑπεραγίας Θεοτόκου, κατὰ γενεαλογίαν, καθὼς ὁ εὐαγγελιστὴς Λουκᾶς ἱστορικῶς ἠριθμήσατο», και β΄) την Κυριακή «μετὰ τὴν Χριστοῦ Γέννησιν», όπου ψάλλεται προς τιμήν του και ο εξαίσιος κανών του συνωνύμου του αγίου Ιωσήφ του υμνογράφου,

……..

Άρθρο που έγραψε ο ΠΑΝΤΕΛΗΣ Β. ΠΑΣΧΟΣ στο toeilhtarion.blogspot.com

Λιθοβολισμός του Πρωτομάρτυρος Στεφάνου. Λαογραφικό Μουσείο Μετσόβου. Συλλογή του Ευάγγελου Αβέρωφ

Πρωτομάρτυς Στέφανος

Αποκαλείται «πρωτομάρτυρας», επειδή πρώτος αυτός μαρτύρησε για τον Χριστό. Η μνήμη του εορτάζεται από την Ορθόδοξη Εκκλησία στις 27 Δεκεμβρίου, η εύρεση του λειψάνου του στις 15 Σεπτεμβρίου και η ανακομιδή στις 2 Αυγούστου. Οι Δυτικές Εκκλησίες (Ρωμαιοκαθολική, Αγγλικανική, Λουθηρανική) τιμούν τη μνήμη του στις 26 Δεκεμβρίου.

Ο Στέφανος ήταν ο πρώτος και ο πλέον διακεκριμένος από τους επτά διακόνους, που είχαν εκλεγεί και χειροτονηθεί από τους αποστόλους να βοηθούν με κοινά γεύματα και με κάθε άλλο μέσο τους φτωχούς, τα ορφανά και τις χήρες. Διακρινόταν για τη ρητορική του ικανότητα και την εν γένει χριστιανική δράση του. Οι Ιουδαίοι, βλέποντας τη δραστηριότητά του και φοβούμενοι τη δράση του, τον διέταξαν να σταματήσει το κήρυγμα. (Πράξεις των Αποστόλων, κεφ. Στ', 1-8).

Αυτός τους αγνόησε και συνέχισε να κηρύττει το Λόγο του Θεού. Τότε, κάποιοι μισαλλόδοξοι Ιουδαίοι τον συκοφάντησαν ότι βλασφημούσε τον Θεό, το Ναό του Σολομώντος και τον προφήτη Μωυσή. Με την κατηγορία αυτή συνελήφθη και σύρθηκε ενώπιον του Ιουδαϊκού Συνεδρίου για να απολογηθεί και να δικασθεί. (Πράξεις των Αποστόλων, κεφ. στ', 9-15). Ο Στέφανος με θάρρος υπερασπίστηκε την πίστη του και κατηγόρησε τους Ιουδαίους, ότι φάνηκαν σκληροί στους προφήτες, τους οποίους σκότωσαν, καθώς και σε όλους τους ανθρώπους του Θεού, ενώ επιχειρηματολόγησε για τη θεότητα του Χριστού. (Πράξεις των Αποστόλων, κεφ. Ζ', 1-53)

Το μόνο που κατάφερε ο Στέφανος ήταν να εξοργίσει ακόμη περισσότερο τους κατηγόρους του, οι οποίοι τον άρπαξαν από την αίθουσα του Συνεδρίου και τον οδήγησαν έξω από την Ιερουσαλήμ, όπου άρχισαν να τον λιθοβολούν. Ο Στέφανος ατάραχος δέχθηκε το λιθοβολισμό με τα λόγια «Κύριε Ιησού, δέξου το πνεύμα νου» και γονατισμένος προσευχόταν για τους διώκτες του, λέγοντας: «Κύριε μη καταλογίσεις σ’ αυτούς αυτή την αμαρτία». Αμέσως μετά παρέδωκε το πνεύμα του. Τη σκηνή του λιθοβολισμού παρακολούθησε κι ένας νεαρός Φαρισαίος, ονόματι Σαύλος, ο οποίος φύλαγε τα ρούχα των λιθοβολούντων και επιδοκίμασε την εκτέλεση του Στέφανου. (Πράξεις των Αποστόλων, κεφ. ζ', 54-60). Ήταν ο μετέπειτα Απόστολος Παύλος. Κατά την παράδοση, το λείψανο του πρωτομάρτυρα Στέφανου μεταφέρθηκε από τον Αυτοκράτορα Κωνσταντίνο στην Κωνσταντινούπολη.


Πηγή: sansimera.gr