Το έγγραφο με το οποίο η Εκκλησία αφόρισε την Επανάσταση και τους Σούτσο και Υψηλάντη.
Ο αφορισμός της Επανάστασης του 1821 από την Εκκλησία
Γρηγόριος ελέω Θεού αρχιεπίσκοπος
Κωνσταντινουπόλεως, νέας Ρώμης και Oικουμενικός Πατριάρχης
Οι τω καθ’ ημάς αγιωτάτω, πατριαρχικώ, αποστολικώ
και οικουμενικώ θρόνω υποκείμενοι ιερώτατοι μητροπολίται και υπέρτιμοι και
θεοφιλέστατοι αρχιεπίσκοποι τε και επίσκοποι, εν αγίω Πνεύματι αγαπητοί αδελφοί
και συλλειτουργοί, και εντιμότατοι κληρικοί της καθ’ ημάς του Χριστού μεγάλης
εκκλησίας και εκάστης επαρχίας ευλαβέστατοι ιερείς και οσιότατοι ιερομόναχοι,
οι ψάλλοντες εν ταις εκκλησίαις της Πόλεως, του Γαλατά και όλου του Καταστένου
και απανταχού, και λοιποί απαξάπαντες ευλογημένοι Χριστιανοί, τέκνα εν Κυρίω
ημών αγαπητά, χάρις είη υμήν και ειρήνη παρά Θεού, παρ’ ημών δε ευχή, ευλογία
και συγχώρεσις.
Η πρώτη βάσις της ηθικής, ότι είναι η προς τους
ευεργετούντας ευγνωμοσύνη είναι ηλίου λαμπρότερον και όστις ευεργετούμενος
αχαριστεί είναι ο κάκιστος των ανθρώπων. Αυτήν την κακίαν βλέπομεν πολλαχού
στηλιτευομένην και παρά των ιερών γραφών και παρ’ αυτού του Κυρίου ημών Ιησού
Χριστού ασυγχώρητον, καθώς έχομεν το παράδειγμα του Ιούδα. Όταν δε η αχαριστία
ήναι συνωδευμένη και με πνεύμα κακοποιόν και αποστατικόν εναντίον την κοινής
ημών ευεργέτιδος και τροφού, κραταιάς και αηττήτου βασιλείας, τότε εμφαίνει και
τρόπον αντίθεον, επειδή ουκ έστι, φησί, βασιλεία και εξουσία ειμή υπό Θεού
τεταγμένη όθεν και πας ο αντιττατόμενος αυτή τη θεόθεν εφ’ ημάς τεταγμένη
κραταιά βασιλεία, τη του Θεού διαταγή ανθέστηκε.
Και τα δύο ταύτα ουσιώδη και βάσιμα ηθικά και θρησκευτικά
χρέη κατεπάτησαν με απαραδειγμάτιστον θρασύτατα και αλαζονείαν ο,τε
προδιορισθείς της Μολδαυίας ηγεμών ως μη ώφειλε, Μιχαήλ, και ο του γνωστού
αγνώμονος και φυγάδος Υψηλάντου αγνώμων υιός Αλέξανδρος Υψηλάντης. Εις όλους
τους ομογενείς μας είναι γνωστά τα άπειρα ελέη, όσα η αένναος της εφ’ ημάς
τεταγμένης κραταίας βασιλείας πηγή εξέχεεν εις τον κακόβουλον αυτόν Μιχαήλ’ από
μικρού και ευτελούς τον ανύψωσεν εις βαθμούς και μεγαλεία από αδόξου και ασήμου
τον προήγαγεν εις δόξας και τιμάς· τον επλούτισε, τον περιέθαλψε, τέλος πάντων
τον ετίμησε και με τον λαμπρότατον της ηγεμονίας αυτής θρόνον και τον
κατέστησεν άρχοντα λαών.
Αυτός όμως, φύσει κακόβουλος ων, εφάνη τέρας έμψυχον
αχαριστίας και συνεφώνησε μετά του Αλεξάνδρου Υψηλάντου, υιού του δραπέτου και
φυγάδος εκείνου Υψηλάντου, όστις παραλαβών μερικούς ομοίους του βοηθούς
ετόλμησε να έλθη αίφνης εις την Μολδαυίαν, και αμφότεροι απονενοημένοι επίσης,
αλαζόνες και δοξομανείς, ή μάλλον ειπείν, ματαιόφρονες, εκήρυξαν του γένους
ελευθερίαν και με την φωνήν αυτήν εφείλκυσαν πολλούς των εκεί κακοήθεις και
ανοήτους, διασπείραντες και αποστόλους εις διάφορα μέρη δια να εξαπατήσωσι και
να εφελκύσωσιν εις τον ίδιον της απωλείας κρημνόν και άλλους πολλούς των
ομογενών μας.
Διά να δυνηθώσι δε τρόπον τινά να ενθαρρύνωσι τους
ακούοντας μετεχειρίσθησαν και το όνομα της Ρωσσικής Δυνάμεως, προβαλλόμενοι,
ότι και αυτή είναι σύμφωνος με τους στοχασμούς και τα κινήματά των πρόβλημα
διόλου ψευδές και ανύπαρκτον, και μόνον της ιδικής των κακοβουλίας και
ματαιοφροσύνης γέννημά τε και αποκύημα επειδή, εν ω το τοιούτον είναι αδύνατον
ηθικώς και πολλής προξένον μομφής εις την ρωσσικήν αυτοκρατορίαν, και ο ίδιος
ενταύθα εξοχώτατος πρέσβυς αυτής έδωκεν έγγραφον πληροφορίαν, ότι ουδεμίαν ή
είδησιν ή μετοχήν έχει το ρωσσικόν κράτος εις αυτήν την υπόθεσιν,
καταμεμφόμενον μάλιστα και αποτροπιαζόμενον του πράγματος της βδελυρίαν και
προσεπιπλέον η αυτού εξοχότης ειδοποίησεν εξ επαγγέλματος τα διατρέχοντα,
υπομνήσας το βασίλειον κράτος, ότι ανάγκη πάσα να φροντίση ευθύς εξ αρχής τον
αποσκορακισμόν και την διάλυσιν των τοιούτων κακών· και τόσον εκ της
ειδοποιήσεως ταύτης, όσον και από τα έγγραφα, τα οποία επιάσθησαν από μέρους
των μουχαφίσιδων των βασιλικών σερχατίων, και από άλλους πιστούς ομογενείς
επαρρησιάσθησαν, έγεινε γνωστή εις το πολυχρόνιον κράτος η ρίζα και η βάσις
όλου αυτού του κακοήθους σχεδίου.
Με τοιαύτας ραδιουργίας εσχημάτισαν την ολεθρίαν
σκηνήν οι δύο ούτοι και οι τούτων συμπράκτορες φιλελεύθεροι, μάλλον δε
μισελεύθεροι, και επεχείρησαν εις έργον μιαρόν, θεοστυγές και ασύνετον,
θέλοντες να διαταράξωσι την άνεσιν και ησυχίαν των ομογενών μας πιστών ραγιάδων
της κραταιάς βασιλείας, την οποίαν απολαμβάνουσιν υπό την αμφιλαφή αυτής σκιάν
με τόσα ελευθερίας προνόμια, όσα δεν απολαμβάνει άλλο έθνος υποτελές και
υποκείμενον, ζώντες ανενόχλητοι με τας γυναίκας και τα τέκνα των, με τας
περιουσίας και καταστάσεις, και με την ύπαρξιν της τιμής των, και κατ’ εξοχήν
με τα προνόμια της θρησκείας, ήτις διεφυλάχθη και διατηρείται ασκανδάλιστος
μέχρι της σήμερον επί ψυχική ημών σωτηρία.
Αντί λοιπόν φιλελευθέρων εφάνησαν μισελεύθεροι, και
αντί φιλογενών και φιλοθρήσκων εφάνησαν μισογενείς, μισόθρησκοι και αντίθεοι,
διοργανίζοντες, φευ, οι ασυνείδητοι με τα απονενοημένα κινήματά των την
αγανάκτησιν της ευμενούς κραταιάς βασιλείας εναντίον των ομογενών μας υπηκόων
της, και σπεύδοντες να επιφέρωσι κοινόν και γενικόν τον όλεθρον εναντίον παντός
του γένους. Και αγκαλά είναι γνωστόν, ότι, όσοι είναι κατηρτισμένοι τω όντι εις
την ευσέβειαν, όσοι νουνεχείς και τίμιοι και των ιερών κανόνων και θείων νόμων
ακριβείς φύλακες δεν θέλουν δώσει ευηκοιαν εις τας ψευδολογίας των αχρείων
εκείνων και κακόβουλων· επειδή όμως είν’ ενδεχόμενον να σηνηρπάσθησάν τινές και
παρασυρθώσι και άλλοι, διά τούτο προκαταλαμβάνοντες εκ προνοίας εκκλησιαστικής
υπαγορεύομεν πάσιν υμίν τα σωτήρια, και γράφοντες μετά των περί ημας ιερωτάτων
συναδελφών, του μακαριωτάτου πατριάρχου των Ιεροσολύμων, των εκλαμπροτάτων και
περιφανεστάτων προυχόντων του γένους, των τιμιωτάτων πραγματευτών, των αφ’
εκάστου ρουφετίου προκριτωτέρων και όλων των εν τη βασιλευούση ορθοδόξων μελών
εκάστης τάξεως και εκάστου βαθμού, συμβουλεύομεν και παραινούμεν και
εντελλόμεθα και παραγγέλλομεν πάσιν υμίν τοις κατά τόπον αρχιερεύσι, τοις
ηγουμένοις των ιερών μοναστηρίων, τοις ιερεύσι των εκκλησιών, τοις πνευματικοίς
πατράσι των ενοριών, τοις προεστώσι και ευκαταστάτοις των κωμοπόλεων και
χωρίων, και πάσιν απλώς τοις κατά τόπον προκρίτοις να διακηρύξετε την απάτην
των ειρημένων κακοποιών και κακοβούλων ανθρώπων, και να τους αποδείξετε και να
τους στηλιτεύσετε πανταχού ως κοινούς λυμεώνας και ματαιόφρονας, και να
προσέχετε όσον το δυνατόν εις τας απάτας αυτών και ραδιουργίας, γινώσκοντες,
ότι η μόνη απόδειξις της αθωότητος των είναι να εμφανίσωσιν όσα γράμματα λάβωσι
τυχόν εις χείρας περί της αυτής υποθέσεως, ή ειδήσεις μάθωσι, και να
παρρησιάσωσιν οι μεν ενταύθα εν βασιλευούση προς ημάς, οι δ’ εν τοις έξω
μέρεσιν εις τους κατά τόπον αρχιερείς και τους διοριζομένους παρ’ ημών
εκκλησιαστικούς εξάρχους και τους βασιλικούς εξουσιαστάς και διοικητάς,
δηλοποιούντες και παραδίδοντες και εκείνους τους απλουστέρους, όσοι ήθελαν
φωραθή ότι ενεργούν ανοίκεια του ρεαγιαδιακού χαρακτήρος, καθότι οι τοιούτοι
διαταράττουσι την γενικήν ησυχίαν, και κατακρημνίζουσι τους αδυνάτους και
αθώους ομογενείς μας εις της απωλείας το βάραθρον.
Και τόσον υμείς οι αρχιερείς, οι μοναστηριακοί, οι
ιερωμένοι, και οι προεστώτες και ευκατάστατοι και πρόκριτοι εκάστου τόπου με
την άγρυπνον προσοχήν σας, όσον και οι λοιποί εκάστης τάξεως και βαθμού
άνθρωποι με τας εκ μέρους σας αδιαλείπτους συμβουλάς και νουθεσίας, και κατά
τας πατρικάς και προνοητικάς εκκλησιαστικάς ημών οδηγίας και παραινέσεις να
γενήτε εδραίοι και αμετακίνητοι επί του κέντρου του ρεαγιαλικίου, και εξ όλης
ψυχής και καρδίας σας να διαφυλλάττετε την πίστιν και κάθε υποταγήν και
ευπείθειαν εις αυτήν την θεόθεν εφ’ ημάς τεταγμένην κραταιάν και αήττητον
βασιλείαν, και να αποδεικνύετε εντελώς με όλα τα πραγματικά της ειλικρινείας
σημεία, καθότι η μετ’ ευχαριστίας και ειλικρινείας υποταγή χαρακτηρίζει και την
προς Θεόν αγάπην και πίστιν, και την προς τας θείας αυτού εντολάς και τας
υπαγορεύσεις των θείων νόμων και ιερών κανόνων υπακοήν, και την ευγνωμοσύνην
της καρδίας ημών διά τ’ άπειρα ελέη, οπού απολαμβάνομεν παρά της βασιλικής
φιλανθρωπίας.
Επειδή δε προς τοις άλλοις εγένετο γνωστόν, ότι οι
το σατανικόν της δημεγερσίας φρόνημα επινοήσαντες, και εταιρίαν τοιαύτην
συστησάμενοι προς αλλήλους συνεδέθησαν και με τον δεσμόν του όρκου,
γινωσκέτωσαν, ότι ο όρκος αυτός είναι όρκος απάτης, είναι αδιάκριτος, και
όμοιος με τον όρκον του Ηρώδου, όστις, διά να μη φανή παραβάτης του όρκου του,
απεκεφάλισεν Ιωάννην τον βαπτιστήν. Αν ήθελεν αθετήσει τον παράλογον όρκον του,
τον οποίον επενόησεν η άλογος επιθυμία του, έζη βέβαια τότε ο θείος πρόδρομος,
ώστε ενός απλού όρκου επιμονή έφερε τον θάνατον του προδρόμου. Η επιμονή άρα
του όρκου εις διατήρησιν των υποσχεθέντων παρά της φατρίας αυτής,
πραγματευομένης ουσιωδώς την απώλειαν ενός ολοκλήρου γένους, πόσον είναι
ολεθρία και θεομίσητος είναι φανερόν· εξ εναντίας, η αθέτησις του όρκου αυτού,
απαλλάττουσα το γένος εκ των επερχομένων απαραμυθήτων δεινών, είναι θεοφιλής
και σωτηριώδης. Διά τούτο τη χάριτι του παναγίου Πνέυματος έχει η εκκλησία
αυτόν διαλελυμένον, και αποδέχεται και συγχωρεί εκ καρδίας τους μετανοούντας
και επιστρέφοντας, και την προτέραν απάτην ομολογούντας, και το πιστόν
ρεαγιαλίκι αυτών εναγκαλιζομένους ειλικρινώς.
Ταύτα αμέσως να κοινολογήσετε εις όλους του γνωστούς
σας, και να κατασταθήτε όλοι προσεκτικώτεροι, ανατρέποντες και διαλύοντες ως
αραχνιώδη υφάσματα, όσα η απάτη και η κακοβουλία των πρωταιτίων εκείνων καθ’
οιονδήτινα τρόπον συνέπλεξε. Επειδή, εάν, ο μη γένοιτο, δεν ήθελε καθαρισθή η
θανατηφόρος αύτη λύμη, και φωραθώσί τινες τολμώντες εις επιχειρήματα εναντία
των καθηκόντων του ρεαγιαλικίου, κοντά οπού οι τοιούτοι έχουσι να παιδευθώσι
χωρίς ελέους και οικτιρμών (μη γένοιτο, Χριστέ βασιλεύ!) αμέσως θέλει εξαφθή η
δικαία οργή του κράτους του καθ’ ημών, και ο θυμός τής εκδικήσεως γενικός των
εχλιϊσλάμιδων, και θέλουν εκχυθή τόσων αθώων αίματα αδίκως και παραλόγως, καθώς
αποκριματίστως ταύτα πάντα διεσάλπισεν η κραταιά και αήττητος βασιλεία διά του
εκδοθέντος και επ’ ακροάσει κοινή ημών αναγνωσθέντος υψηλού βασιλικού
προσκυνητού ορισμού.
Εκείνους δε τους ασεβείς πρωταιτίους και
απονενοημένους φυγάδας και αποστάτας ολεθρίους να τους μισήτε και να τους
αποστρέφεσθε και διανοία και λόγω, καθότι και η εκκλησία και το γένος τους έχει
μεμισημένους, και επισωρεύει κατ’ αυτών τας παλαμναιοτάτας και φρικωδεστάτας
αράς· ως μέλη σεσηπότα, τους έχει αποκεκομμένους της καθαράς και υγιαινούσης
χριστιανικής ολομελείας· ως παραβάται δε των θείων νόμων και κανονικών
διατάξεων, ως καταφρονηταί του ιερού χρήματος της προς τους ευεργέτας
ευγνωμοσύνης και ευχαριστίας, ως εναντίοι ηθικών και πολιτικών όρων, ως την
απώλειαν των αθώων και ανευθύνων ομογενών μας ασυνειδήτως τεκταινόμενοι,
αφωρισμένοι υπάρχειεν και κατηραμένοι και ασυγχώρητοι, και μετά θάνατον άλυτοι,
και τω αιωνίω υπόδικοι αναθέματι, και αυτοί, και όσοι τοις ίχνεσιν αυτών
κατηκολούθησαν του λοιπού, αν μη θελήσωσιν εννοήσαι την αρπαγήν και απάτην, και
επιστραφήναί τε και βαδίσαι την ευθείαν της σωτηρίας οδόν, αν δεν αναλάβωσιν, ό
εστι, τον εντελή χαρακτήρα του ρεαγιαδικού αυτών επαγγέλματος.
Ο πατριάρχης Γρηγόριος ο Ε΄ |
Τα αυτά δε και κατά της αρχιερωσύνης σας και
ιερωσύνης σας επανατείνομεν, εαν μη βαδίσετε, εις όσα εν Πνέυματι αγίω αποφαινόμεθα
δια του παρόντος εκκλησιαστικώς, εάν δεν δείξετε εν έργω την επιμέλειάν σας και
προθυμίαν εις την διάλυσιν των σκευωριών, εις την αναστολήν των καταχρήσεων και
αταξιών, εις την επιστροφήν των πλανηθέντων, εις την άμεσον και έμμεσον
καταδρομήν και εκδίκησιν των επιμενόντων εις τα αποστατικά φρονήματα, εάν δεν
συμφωνήσετε τη εκκλησία του Θεού, και, εν ενί λόγω, εάν καθ’ οιονδήτινα τρόπον
δολιευθήτε και κατενεχθήτε κατά της κοινής ημών ευεργέτιδος κραταιάς βασιλείας,
έχομεν υμάς αργούς πάσης ιεροπραξίας, και τη δύναμει του παναγίου Πνεύματος
εκπτώτους του βαθμού της αρχιεροσύνης και ιερωσύνης και το πυρί της γεέννης
ενόχους, ως την κοινήν του γένους απώλειαν προτιμήσαντας. Ούτω τοίνυν
γινώσκοντες, ανανήψατε προς Θεού και ποιήσατε καθώς γράφομεν εκκλησιαστικώς και
γενικώς παρακελευόμεθα, και μη άλλως εξ αποφάσεως, ότι περιμένομεν κατά τάχος
την αισίαν των γραφομένων αποπεράτωσιν, ίνα και η του θεού χάρις και το άπειρον
έλεος είη μετά πάντων υμών.
αωκα’ εν μηνί Μαρτίω.
Υπεγράφη συνοδικώς επάνωθεν του ιερού θυσιαστηρίου
παρά της ημών μετριότητος και της μακαριότητός του και πάντων των συναδέλφων
αγίων αρχιερέων.
Ο πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως αποφαίνεται.
Ο Ιεροσολύμων Πολύκαρπος συναποφαίνεται.
Ο Καισαρίας Ιωαννίκιος.
Ο Νικομηδείας Αθανάσιος.
Ο Δέρκων Γρηγόριος.
Ο Αδριανουπόλεως Δωρόθεος.
Ο Βιζύης Ιερεμίας.
Ο Σίφνου Καλλίνικος.
Ο Ηρακλείας Μελέτιος.
Ο Νικαίας Μακάριος.
Ο Θεσσαλονίκης Ιωσήφ.
Ο Βερροίας Ζαχαρίας.
Ο Διδυμοτοίχου Καλλίνικος.
Ο Βάρνης Φιλόθεος.
Ο Ρέοντος Διονύσιος.
Ο Κυζίκου Κωνστάντιος.
Ο Χαλκηδόνας Γρηγόριος.
Ο Τουρνόβου Ιωαννίκιος.
Ο Πισειδίας Αθανάσιος.
Ο Δρύστας Ανθιμος.
Ο Σωζοπόλεως Παίσιος.
Ο Φαναρίου και Φερσάλων Δαμασκηνός.
Ο Ναυπάκτου και Άρτης Άνθιμος.
Πηγή: pare-dose.net
Οι αφορισμοί των επαναστατών από την Εκκλησία
Οι υπόδουλοι στους Οθωμανούς Ρωμιοί δεν είχαν να
αντιμετωπίσουν μόνο την καταπίεση και την σκλαβιά από τους κατακτητές. Είχαν να
αντιμετωπίσουν και την καταπίεση και την επιτήρηση της επίσημης Εκκλησίας η
οποία είχε πάρει ειδικά προνόμια από τους Οθωμανούς και είχε καταστεί εκείνη η
δύναμη η οποία κρατούσε τους Ρωμιούς υπόδουλους στον κατακτητή.
Η Εκκλησία εξαργύρωνε αυτή την υποταγή της στον
Σουλτάνο με τους ανώτατους ιεράρχες να ζουν στη χλιδή και στην πολυτέλεια.
Πρέπει να σημειωθεί ότι τα πάντα εξαργυρώνονταν τις
εποχές εκείνες και οι ανώτερες και ανώτατες εκκλησιαστικές θέσεις έβγαιναν σε
πλειστηριασμό. Κι όποιος πλήρωνε περισσότερα στον Σουλτάνο, έπαιρνε και το
αξίωμα.
Ενδεικτικά αναφέρουμε ότι καθόλη τη διάρκεια της
Οθωμανοκρατίας κατά μέσο όρο ανακηρυσσόταν πατριάρχης κάθε τρία χρόνια!
Η θεώρηση της Εκκλησίας για την
Οθωμανική Αυτοκρατορία
Ζώντας μέσα σε αυτές τις συνθήκες η Εκκλησία είχε κάθε λόγο να αντιτίθεται σε οποιαδήποτε επαναστατική δραστηριότητα των υπόδουλων.
Οι εκκλησιαστικοί ταγοί δεν είχαν αρνητική θεώρηση
απέναντι στην Οθωμανική Αυτοκρατορία ούτε θεωρούσαν καταπιεστική την εξουσία
της, αφού όπως αναφέραμε πιο πάνω, μετατράπηκαν και οι ίδιοι εξάρτημα της
εξουσίας.
Έτσι θεωρούσαν πως οποιαδήποτε επαναστατική κίνηση στρεφόταν εναντίον και των ιδίων.
Διαβάζοντας κάποιος το αφοριστήριο έγγραφο του
Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως για την επανάσταση του 1821[1],
μπορεί να διαπιστώσει ποια ήταν η θεώρηση της επίσημης Εκκλησίας για την
αυτοκρατορία.
Για την Εκκλησία η αυτοκρατορία ήταν η «κοινή ημών ευεργέτιδα και τροφός» και η «κραταιά και αηττήτος βασιλεία».
Οι δε επαναστάτες με το ξεσήκωμα τους
θέλησαν «να διαταράξωσι την άνεσιν και ησυχίαν των ομογενών μας
πιστών ραγιάδων της κραταιάς βασιλείας, την οποίαν απολαμβάνουσιν υπό την
αμφιλαφή αυτής σκιάν με τόσα ελευθερίας προνόμια, όσα δεν απολαμβάνει άλλο
έθνος υποτελές και υποκείμενον, ζώντες ανενόχλητοι με τας γυναίκας και τα
τέκνα των, με τας περιουσίας και καταστάσεις, και με την ύπαρξιν της τιμής των,
και κατ’ εξοχήν με τα προνόμια της θρησκείας, ήτις διεφυλάχθη και
διατηρείται ασκανδάλιστος μέχρι της σήμερον επί ψυχική ημών σωτηρία».
Καθυβρίζονται Υψηλάντης και Σούτσος
Στο αφοριστήριο αυτό εξαπολύονταν ύβρεις εναντίον του Μιχαήλ Σούτσου και του Αλ. Υψηλάντης «Αυτός όμως[2], φύσει κακόβουλος ων, εφάνη τέρας έμψυχον αχαριστίας και συνεφώνησε μετά του Αλεξάνδρου Υψηλάντου, υιού του δραπέτου και φυγάδος εκείνου Υψηλάντου, όστις παραλαβών μερικούς ομοίους του βοηθούς ετόλμησε να έλθη αίφνης εις την Μολδαυίαν, και αμφότεροι απονενοημένοι επίσης, αλαζόνες και δοξομανείς, ή μάλλον ειπείν, ματαιόφρονες, εκήρυξαν του γένους ελευθερίαν και με την φωνήν αυτήν εφείλκυσαν πολλούς των εκεί κακοήθεις και ανοήτους, διασπείραντες και αποστόλους εις διάφορα μέρη δια να εξαπατήσωσι και να εφελκύσωσιν εις τον ίδιον της απωλείας κρημνόν και άλλους πολλούς των ομογενών μας».
Ο Κολοκοτρώνης για τους αφορισμούς
Αρκετοί αμφισβητούν το ρόλο της επίσημης Εκκλησίας,
όμως ο ίδιος ο Κολοκοτρώνεις πιστοποιεί στον γνωστό λόγο του στην Πνύκα
ότι «Σαν είδε τοῦτο ο σουλτάνος[3], διόρισε
ένα βιτσερὲ [αντιβασιλέα], έναν πατριάρχη, και του έδωσε την εξουσία της
εκκλησίας. Αυτός και ο λοιπός κλήρος έκαμαν ό,τι τοὺς έλεγε ο σουλτάνος.
Ύστερον έγιναν οι κοτζαμπάσηδες [προεστοί] εις όλα τα μέρη».
Στα Απομνημονεύματα του ο Κολοκοτρώνης αναφέρει ότι
το 1805 ετοιμαζόταν επανάσταση με τη βοήθεια των Ρώσων αλλά το έμαθαν οι
Οθωμανοί. «Ο Σουλτάντος λαμβάνει την ιδέα να κόψη τον λαόν. Ο πατριάρχης
κάμει παρατηρήσεις και λέγει: ‘’Τι πταίει ο λαός; Να σκοτώσωμεν τους
πρωταιτίους, τους κακούς’’ (…) Τότε κάμνει ένα φερμάνι ο Σουλτάνος να
σκοτώσουν τους κλέφτας. Αφοριστικό έρχεται του Πατριάρχου δια να σηκωθεί ο
όλος ο λαός, κι έτσι εκινήθηκεν όλη η Πελοπόννησος. Τούρκοι και Ρωμιοί κατά των
Κολοκοτροναίων».[4]
Ο Κολοκοτρώνης αναφέρει πως όταν ήρθε το αφοριστήριο
το 1806 έφυγε και πήγε στη Ζάκυνθο.[5]
Στη συνέχεια αναφέρει ότι ο αδελφός του Δημητράκης
σκοτώθηκε μετά από προδοσία καλόγερου σε μοναστήρι[6],
ενώ πιο κάτω αναφέρεται σε ένα ηγούμενο στον οποίο έταξαν να τον κάνουν Δεσπότη
αν προδώσει τον Κολοκοτρώνη. Κι αυτός συνωμότησε με τον Μπέη και τον συμπέθερο
του Κολοκοτρώνη για να τον παραδώσουν ζωντανό. Όμως δεν το πέτυχαν.[7]
Ο αφορισμός των Κλεφτών
Ο αφορισμός των κλεφτών του 1805 έγινε από τον
Πατριάρχη (Αλεξανδρείας) Καλλίνικο Ε’.
Ο Καλλίνικος δείχνοντας μεγάλη «φιλοτιμία», σπεύδει
εκ μέρους της «κραταιοτάτης βασιλείας, και του υψηλού δοβλετίου» να
καλέσει τις άρχουσες τάξεις της Πελοποννήσου να προνοήσουν «διά την
ησυχίαν και καλήν κατάστασιν όλων των υπηκόων και πιστών ραγιάδων»,
τηρώντας «απαρασάλευτα όσα προστάζενται» με «μεγάλην δουλικήν
κλίσιν» και να «εμποδίζουν με κάθε τρόπον και με όλην τους την
δύναμιν κάθε κίνημα».[8]
Ο Καλλίνικος καλούσε τους πάντες να μην
αγνοήσουν την εγκύκλιο διότι θα επιφέρει «χαλεπώτατα
παιδευτήρια» ακόμη και τον «πικρόν θάνατον της ζωής» τους.[9]
Ο αφορισμός της Μπουμπουλίνας
Ο Πατριάρχης Γρηγόριος Ε’ αφόρισε και τη Λασκαρίνα Μπουμπουλίνα τον Οκτώβριο του 1820, πριν ακόμα ξεσπάσει η επανάσταση.
Επίσημη αφορμή για την πράξη αυτή φέρεται μία
κληρονομικής φύσεως οικογενειακή διαφορά μεταξύ των δύο γιών του δευτέρου
συζύγου της Μπουμπουλίνας, Γιάννη και Παντελή Μπούμπουλη, με την ίδια.
Αξίζει να σημειωθεί ότι τον καιρό κατά τον οποίον
αφορίσθηκε η Μπουμπουλίνα, προετοίμαζε μεθοδικά την συγκρότηση ικανού στόλου με
την προοπτική πολέμου στη θάλασσα. Την «κάρφωσαν» στην εξουσία η οποία
προσπάθησε να της κατάσχει τα πλοία αλλά αυτή κατάφερε να προστατέψει τα πλοία
της, με την βοήθεια και των Ρώσων, επικαλούμενη το γεγονός ότι τα πλοία της
έφεραν ρωσική σημαία, αλλά και το ότι ο σύζυγός της είχε προσφέρει υπηρεσίες
στον ρωσικό στόλο.[10]
Ο κυνηγητό του Ρήγα Φεραίου
Πέντε μήνες μετά τον μαρτυρικό θάνατο του Ρήγα και τον συντρόφων του, ο πατριάρχης Γρηγόριος Ε’ εξαπολύει εγκύκλιο προς τους μητροπολίτες του θρόνου και τους προειδοποιεί για την κυκλοφορία του επαναστατικού εντύπου του Ρήγα[11].
Στο αντίγραφο της
εγκυκλίου που εστάλη στον μητροπολίτη Σμύρνης Άνθιμο (και διάδοχό του στο
μητροπολιτικό θρόνο της πρωτεύουσας της Ιωνίας ) που φέρει ημερομηνία 1
Δεκεμβρίου 1798 ο Γρηγόριος τον ενημερώνει ότι «συνέπεσε εις χείρας ημών
εν σύνταγμα εις μίαν κόλλαν χαρτί ολόκληρον, μεγάλην, εις απλήν φράσιν
ρωμαικήν, επιγραφόμενον «νέα πολιτική διοίκησις των κατοίκων της Ρούμελης, των
μικρών εν τη μεσογείω νήσων και της Βλαχομπογδανίας» και ανεμνήθημεν του
ποιμαντικού χρέους». Γι’ αυτό και του ζητάει να επαγρυπνεί «με
ακριβείς έρευνας και εξετάσεις» για να μην κυκλοφορήσει στην επαρχία του
το επικίνδυνο φύλλο: «Όθεν εντελλόμεθα σοι σφοδρώς να εγρηγορής όλαις δυνάμεσιν,
εν πάσι τοις μέρεσι της επαρχίας σου , και κώμαις και χωρίοις παραλίοις και
μεσογείοις, να μην παραμπέση τοιούτον σύνταγμα εις ανάγνωσιν τω χριστιανικώ
εμπιστευθέντι σοι λαώ, όπερ να μην εμφανισθή πρώτον τη αρχιεροσύνη σου, ότι
πλήρες υπάρχει σαθρότητος εκ των θολερών αυτού εννοιών, τοις δόγμασι της
ορθοδόξου ημών πίστεως εναντιούμενον».[12]
Το κυνηγητό του Ρήγα παραδέχεται και ο πρώην
αρχιεπίσκοπος της Ελλάδας Χριστόδουλος ο οποίος γράφει «Το φυσικώτερον
ήταν να κληθή αμέσως ο Εθνάρχης να συγκρατήση κάθε κίνησι και να συμμορφωθή
προς τις υποχρεώσεις του. δηλ. καθαρά να εγγυηθή την υπακοή των ραγιάδων».
(…) «Κρινόμενος ο Ρήγας με τα μέτρα της εποχής του ήταν ένας επικίνδυνος
ονειροπόλος. Η υπό στυγνή δουλεία η Ελλάς είχε ανάγκη πολιτικής όχι
κοινωνικής επαναστάσεως».[13]
Το μαρτυρικό τέλος του Πατριάρχη Γρηγόριου Ε΄ |
Αφορισμοί και μετά την επανάσταση
Λέγεται, χωρίς ωστόσο να επιβεβαιώνεται ότι ο
αφορισμός της επανάστασης ήρθη την Μεγάλη Δευτέρα του 1821 σε μυστική τελετή
στο Πατριαρχείο.[14]
Ποτέ όμως δεν έχει αποδειχθεί ή παρουσιασθεί ένα
τέτοιο αποδειχτικό στοιχείο.
Αντίθετα, μέχρι και σήμερα, ανώτεροι ιερωμένοι στην
Ελλάδα θεωρούν την επανάσταση ως ένα κακό για την Ελλάδα.
Αν όμως είχε αρθεί ο αφορισμός αυτός, τότε πώς
εξηγούν τον επόμενο αφορισμό;
Ο επόμενος αφορισμός έγινε από τον διάδοχο του
Γρηγόριου Ε’, τον Ευγένιο.
Με συνεχείς εγκυκλίου τους ο νέος Πατριάρχης, από
τον Αύγουστο του 1821 έως και Ιανουάριο 1822, καλούσε τους
επαναστατημένους Έλληνες να μετανοήσουν και να δηλώσουν υποταγή και
ευπείθεια στον Σουλτάνο: «Μεγάλαι ήσαν αι εύνοιαι (…) και το έθνος υμών
αντικείμενον της πατρικής μερίμνης του Σουλτάνου, όφειλε να ευλογή τον
μονάρχην, όστις κυβερνά τον λαόν αυτού καθ’ υπόδειγμα της θείας
ευσπλαχνίας (…) Αλλά φευ αγαπητοί εν Χριστώ αδελφοί μέγα μέρος των
Ελλήνων, παριδόντες το καθήκον της ευγνωμοσύνης, ετόλμησαν να φέρωσιν όπλα
εναντίον του γαληνοτάτου και κραταιοτάτου ημών ηγεμόνος».[15]
Για όσους δε δεν «μετανοήσουν» εκτοξεύει ο
συγκεκριμένος πατριάρχης απειλές κατά της ζωής, της περιουσίας, της οικογένειας
και της πατρίδας τους και, πέρα από αυτά, κυρώσεις χωρίς έλεος, που θα τους
επιβάλει ο Οθωμανός κυρίαρχος, ενώ «θα τους τιμωρήσει αμείλικτα και ο
Θεός».[16]
Σημειώσεις – παραπομπές του άρθρου:
[1] Πρωτοδημοσιεύθηκε
στο ελληνικό περιοδικό «Λόγιος Ερμής» που τυπώνονταν στην Βιέννη της Αυστρίας.
Το κείμενο αναφέρεται κι αργότερα στο βιβλίο Ιστορίας του Ιωάννη Φιλήμονος, του
1856.
[2] Αναφέρεται
στον Μιχαήλ Σούτσο.
[3] Ότι
οι Έλληνες δεν υποτάσσονταν και δεν αλλαξοπιστούσαν.
[4] Θεόδωρου
Κολοκοτρώνη «Απομνημονεύματα», εκδόσεις Βεργίνα, σελ. 39, 40.
[5] Στο
ίδιο σελ. 41.
[6] Στο
ίδιο σελ. 44.
[7] Στο
ίδιο σελ. 47, 48.
[8] Διαπιστώνουμε
ότι η οπτική απέναντι στην αυτοκρατορία ήταν η ίδια με αυτήν του Γρηγόριου Ε’
όπως καταγράφεται στο δικό του αφοριστήριο.
[9] https://www.pare-dose.net/3685
[10] https://www.pare-dose.net/3651
[11] Δημήτρης
Γ. Αποστολόπουλος « Η Γαλλική Επανάσταση στην Τουρκοκρατούμενη Ελληνική
Κοινωνία» σ. 27, Αθήνα 1989 . Βασίλειος Στυλ. Καραγεώργος « Η Πατριαρχικής
Εγκύκλιος του Γρηγορίου Ε’ προς τους Επτανησίους , το Οικουμενικό Πατριαρχείο
και η Γαλλική Επανάσταση» σ. 21, Αθήνα 2000. Αριστείδης Πανώτης «Το Συνοδικόν
της εν Ελλάδι Εκκλησίας» σ. 422, Αθήνα 2008).
[12] https://www.imerodromos.gr/rigas-patriarxeio/
[13] Χριστόδουλου,
Αρχιεπ. Αθηνών και Πάσης Ελλάδος «Ο εθνάρχης της οδύνης Γρηγόριος Ε’».
[14] https://www.oodegr.com
[15] https://www.pare-dose.net/3525
[16] Δημ.
Σοφιανού «Εγκύκλιοι του Οικουμενικού Πατριάρχη…».
Δημοσίευση στο dialogos.com.cy στις 23 Μαρτίου 2019
Βίντεο
Λιαντίνης - Ο ρόλος του Πατριαρχείου
στην τουρκοκρατία
Απόσπασμα από μάθημα στο Μαράσλειο διδασκαλείο
(6/5/1998). youtu.be1
Όταν ο Γρηγόριος ο Ε΄
"αφόριζε" την επανάσταση
Αποσπάσματα από την εκπομπή Αρχονταρίκι της ΕΡΤ με
θέμα την "'Επανάσταση του 1821". Καλεσμένος ο Ακαδημαϊκός, Καθηγητής
Κωνσταντίνος Δεσποτόπουλος
Επί Ασπαλάθων Ι.Ν. Αγίων Αναργύρων Ηλιούπολης youtube.com2
ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ Ε΄ - Η ΣΤΑΣΗ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ
ΣΤΗΝ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ
ΤΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ ΜΑΡΤΥΡΑ ΠΑΤΡΙΑΡΧΗ ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ Ε΄ youtube.com3
Ο ρόλος της Εκκλησίας μετά την Επανάσταση
του 1821
Ο αντεθνικός ρόλος της εκκλησίας ακόμη και μετά την Επανάσταση του 1821 και κατά την Απελευθέρωση youtube.com4
Επιπλέον δημοσιεύσεις
Ο αφορισμός της Επανάστασης του 1821 από
την Εκκλησία
Στον οποίο είδαμε και τα διάφορα βίντεο diaskedasi.info
Ο αφορισμός της Φιλικής Εταιρείας, του
Υψηλάντη και του Σούτσου από τον Πατριάρχη Γρηγόριο Ε΄...
Ο αφορισμός της Φιλικής Εταιρείας, του Υψηλάντη και του Σούτσου από τον Πατριάρχη Γρηγόριο Ε΄. Οι δύο αγωνιστές αποκαλούνται «απονενοημένοι, αλαζόνες, δοξομανείς, ματαιόφρονες, ψευδολόγοι». Ποιοι και γιατί έλαβαν την απόφαση... mixanitouxronou.gr
Ο «ΑΦΟΡΙΣΜΟΣ» ΤΗΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗΣ ΤΟΥ 1821 ΕΓΙΝΕ...
ΓΙΑ ΤΑ ΜΑΤΙΑ ΤΩΝ ΤΟΥΡΚΩΝ!
“…Ο Πατριάρχης, βιαζόμενος παρά της Πόρτας, σάς στέλλει αφοριστικά…εσείς όμως να θεωρήτε πάντα ταύτα ως άκυρα, καθότι γίνονται με βίαν και άνευ θελήσεως…”(Αλέξανδρος Υψηλάντης) eleftheriadis.edu.gr
200 χρόνια Επανάστασης και
Αντεπανάστασης
Δύο κείμενα γραμμένα το 1821, το ένα από τον Αλέξανδρο Υψηλάντη και το άλλο από τον Οικουμενικό Πατριάρχη Γρηγόριο Ε’, οριοθετούν με εντυπωσιακή ακρίβεια την ταλάντωση του εθνικού μας εκκρεμούς. lifo.gr
Χρειάζεται η Ορθόδοξη Εκκλησία να προβεί σε άρση του «αφορισμού» της Επανάστασης του 1821; o-nekros.blogspot.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου