Από το προδοτικό πραξικόπημα εναντίον του Μακάριου στον «Αττίλα 1»
Γράφει ο Μιχάλης Στούκας
Πώς σχεδιάστηκε το πραξικόπημα
της 15/7/1974 κατά του Μακάριου - Η έκπληξη των Τούρκων και η απόφασή τους για
απόβαση στην Κύπρο - Από την τουρκική εισβολή ως την εκεχειρία της 22ας Ιουλίου
- Τι γράφει ο Μεχμέτ Αλί Μπιράντ στο βιβλίο του «Απόφαση-Απόβαση»
Έχουν περάσει 46 χρόνια από τον Ιούλιο του
1974 και την τουρκική εισβολή στην Κύπρο, γνωστή ως ‘’Αττίλας 1’’. Με τον
Αττίλα 2 τον Αύγουστο του 1974 οι Τούρκοι κατέχουν μέχρι σήμερα το 37% της
Κύπρου. Λύση στον ορίζοντα δεν φαίνεται και η Τουρκία έχοντας αποθρασυνθεί
πλήρως και καθώς κανείς δεν φαίνεται ότι είναι διατεθειμένος με κάποιον τρόπο
να την εμποδίσει, προβαίνει συνεχώς σε παράνομες και προκλητικές ενέργειες σε
βάρος της μαρτυρικής Μεγαλονήσου (π.χ. γεωτρήσεις στην κυπριακή ΑΟΖ).
Για την εισβολή των Τούρκων στην Κύπρο το 1974 έχουν ειπωθεί και έχουν γραφτεί
πάρα πολλά. Θα προσπαθήσουμε με το σημερινό μας άρθρο να φωτίσουμε μερικές
άγνωστες πτυχές των ημερών εκείνων. Ίσως για πρώτη φορά θα δημοσιευθούν στο
διαδίκτυο στοιχεία για την κατάσταση μέσα στην ίδια την Τουρκία το 1974 και το
πώς λήφθηκαν οι αποφάσεις για την εισβολή στην Κύπρο. Στο βιβλίο του πάντα καλά
ενημερωμένου Τούρκου δημοσιογράφου Μεχμέτ Αλί Μπιράντ (1941-2013)
‘’Απόφαση-Απόβαση’’ που πρωτοεκδόθηκε στην Τουρκία το 1976, υπάρχουν
λεπτομέρειες που μάλλον θα εκπλήξουν τους αναγνώστες μας.
Το πραξικόπημα εναντίον του Μακάριου (15/7/1974)
Οι σχέσεις του Αρχιεπίσκοπου Μακάριου με
το στρατιωτικό καθεστώς της Αθήνας ήταν μάλλον υποτονικές ως το 1971. Όμως η
επίσκεψη του Μακάριου στη Μόσχα στις 2 Ιουνίου 1971 προκάλεσε οξύτατη αντίδραση
της χούντας. Αυτό δεν εμπόδισε τον Μακάριο να έρθει στη συνέχεια στην Αθήνα και
να συζητήσει για τον διακοινοτικό διάλογο και την ύφεση στις σχέσεις των δύο
κοινοτήτων.
Νέα όξυνση στις σχέσεις Αθήνας-Λευκωσίας ήλθε το 1972 με την μυστική εισαγωγή
από τον Αρχιεπίσκοπο όπλων από την Τσεχοσλοβακία, τα οποία τελικά παραδόθηκαν
στις δυνάμεις του ΟΗΕ για φύλαξη. Στις 24 Αυγούστου 1973 ο Γεώργιος
Παπαδόπουλος με δήλωσή του, απηύθυνε έκκληση στον στρατηγό Γρίβα να σταματήσει
την ένοπλη δράση του και να διαλύσει την οργάνωση του, ωστόσο ο Γρίβας δεν
δέχτηκε. Για τελευταία φορά ο Μακάριος επισκέφτηκε την Αθήνα, στη διάρκεια του
στρατιωτικού καθεστώτος ,στις 6 Νοεμβρίου 1973.
Μετά τα γεγονότα του Πολυτεχνείου η
δικτατορία του Γ. Παπαδοπούλου κατέρρευσε και η εξουσία πέρασε στα χέρια του
«αόρατου δικτάτορα» Δημήτριου Ιωαννίδη που διόρισε πρωθυπουργό τον Αδαμάντιο
Ανδρουτσόπουλο.
Στις 27 Ιανουαρίου 1974 πέθανε ο Γεώργιος Γρίβας Διγενής και η ΕΟΚΑ/Β άρχισε να
ελέγχεται πλήρως από το δικτατορικό καθεστώς Ιωαννίδη. Συνέχισε την πρακτική
των επιθέσεων συνήθως εναντίον αστυνομικών σταθμών, των δολιοφθορών και των
απαγωγών αντιφρονούντων. Αθήνα και Λευκωσία βρίσκονταν πλέον σε πλήρη ρήξη. Το
καθεστώς Ιωαννίδη αντιμετώπιζε με ελαφρότητα και τυχοδιωκτισμό το Κυπριακό.
Η χούντα του Ιωαννίδη, έτρεφε απέχθεια για τον Μακάριο, καθώς ο Αρχιεπίσκοπος υποστήριζε την ανεξαρτησία της Κύπρου και όχι την ένωσή της με την Ελλάδα και επίσης επιδίωκε η Κύπρος να έχει στενότερες σχέσεις με τα κομμουνιστικά κράτη και τις αδέσμευτες χώρες.
Η απόφαση για ανατροπή του Μακάριου, σύμφωνα με τα πρακτικά της Βουλής των Ελλήνων (σελ. 634-5), λήφθηκε από τον Ιωαννίδη και μία ομάδα «σκληρών» αξιωματικών». Η επίσημη απόφαση πάρθηκε από τους Ιωαννίδη, Γκιζίκη, Ανδρουτσόπουλο και Μπονάνο (Α/ΓΕΕΘΑ). Την εκτέλεση του εγχειρήματος, ανέλαβαν οι Ιωαννίδης και Μπονάνος. Η επιστολή του Μακάριου προς τον Γκιζίκη στις 2/7/1974, επιτάχυνε τις εξελίξεις.
Η εκτέλεση της επιχείρησης, ανατέθηκε στον
Ταξίαρχο Μιχαήλ Γεωργίτση, με βοηθό τον Διοικητή των Καταδρομών της
Εθνοφρουράς, Συνταγματάρχη Κωνσταντίνο Κομπόκη, που πραγματοποίησε την επίθεση
κατά του Προεδρικού Μεγάρου, στις 8.15 π.μ. της 15ης Ιουλίου 1974.
Ο Μακάριος, που εκείνη την ώρα δεχόταν στο γραφείο του μια αντιπροσωπεία
μαθητών από την Αίγυπτο, αναγκάστηκε να φύγει, με πολιτικά ρούχα και τραγιάσκα,
από την πίσω πόρτα του Προεδρικού Μεγάρου και μεταφέρθηκε με αστυνομικό όχημα,
μέσα από αγροτικούς δρόμους, σε μοναστήρι στο όρος Τρόοδος. Εκεί άκουσε τον
ραδιοφωνικό σταθμό της Λευκωσίας, που είχε καταληφθεί από τους πραξικοπηματίες
να αναγγέλλει… τον θάνατό του. Ωστόσο, ο Μακάριος μέσω άλλης διαδρομής έφτασε
στην Πάφο. Από τον καθεδρικό ναό της πόλης, στις 13.00, απηύθυνε διάγγελμα προς
τον κυπριακό λαό, διαψεύδοντας τον θάνατό του…: «Ελληνικέ κυπριακέ λαέ. Γνώριμη
είναι η φωνή που ακούεις. Γνωρίζεις ποιος σου ομιλεί. Είμαι ο Μακάριος…».
Το μήνυμα έγινε γνωστό από τον ραδιοφωνικό σταθμό του Τελ Αβίβ που το είχε
λάβει χάρη στον ισχυρό πομπό του και το αναμετάδωσε άμεσα. Ο Μακάριος κατόρθωσε
να φτάσει μέσω των αγγλικών βάσεων στην Κύπρο στο Λονδίνο. Το πραξικόπημα
επικράτησε.
Συνολικά 35-40 Έλληνες αξιωματικοί ήταν ενημερωμένοι για το πραξικόπημα ή προϊδεασμένοι
γι’ αυτό. Τα υψηλόβαθμα στελέχη που ήταν αντίθετα με το πραξικόπημα, όπως ο
Διοικητής της Εθνικής Φρουράς Αντιστράτηγος Ντενίσης, ο νέος Διοικητής της
ΕΛΔΥΚ Συνταγματάρχης Νικολαΐδης και ο Διευθυντής του 2ου Επιτελικού Γραφείου
της Εθνικής Φρουράς Αντισυνταγματάρχης Μπούρλος κλήθηκαν από τον Α/ΓΕΕΘΑ
Μπονάνο στην Αθήνα και δεν τους επιτράπηκε να επιστρέψουν στην Κύπρο πριν την
ολοκλήρωσή του.
Από τις σφοδρές συγκρούσεις μεταξύ Εθνοφρουράς και του Εφεδρικού Σώματος
Αστυνομίας που ήταν φιλικά προσκείμενο στον Μακάριο, καθώς και τις ακρότητες
μεταξύ οπαδών του Μακάριου και οπαδών της ενωτικής παράταξης υπολογίζεται ότι
σκοτώθηκαν 400-450 άτομα. Ο συνταγματάρχης Κομπόκης αφού δεν μπόρεσε να βρει
κάποιον άλλον επέλεξε για νέο Πρόεδρο της Δημοκρατίας τον βουλευτή και
δημοσιογράφο Νικόλαο Σαμψών.
Έκπληκτοι Τούρκοι μαθαίνουν για το πραξικόπημα!
Θα περίμενε κανείς ότι οι Τούρκοι με την περιβόητη Μ.Ι.Τ. και τους χιλιάδες
Τουρκοκύπριους κατασκόπους θα γνώριζαν ίσως και νωρίτερα για το πραξικόπημα. Στο
βιβλίο του «Απόφαση-Απόβαση» ο Μεχμέτ Αλί Μπιράντ μάλλον απομυθοποιεί την τότε τουρκική
ηγεσία. Ο πρωθυπουργός Μπουλέντ Ετζεβίτ το πρωί της 15/7/1974 ετοιμαζόταν ν’
αναχωρήσει για την πόλη Αφιόν όπου θα μιλούσε για την επανέναρξη της καλλιέργειας
του οπίου. Αυτό θα είχε σημαντικό αντίκτυπο στο αμερικανικό Κογκρέσο. Στη συνέχεια
θα πήγαινε στο Ντενιζλί όπου θα μιλούσε στους χωρικούς για την πάταξη του λαθρεμπορίου
και θα ζητούσε τη βοήθειά τους. Στις 10.25 π. μ. ο Γενικός Διευθυντής του
Τμήματος Τουρκοελληνικών Υποθέσεων Ετζμέλ Μπαρουτσού έλαβε το εξής μήνυμα: ‘’Άκρως
απόρρητον’’ «Πληροφορούμαστε ότι σήμερα γύρω στις 8.30 έγινε πραξικόπημα κατά
του Μακάριου. Ακούγονται πυροβολισμοί από το προεδρικό μέγαρο. Πρεσβεία της
τουρκικής Δημοκρατίας στη Λευκωσία». Ο Μπαρούτσου επιδίωξε να επικοινωνήσει με
τον Υπουργό Εθνικής Άμυνας Χασάν Ισίκ χωρίς αποτέλεσμα. Τελικά επικοινώνησε με
τον Ετζεβίτ λίγο πριν την απογείωση του αεροπλάνου. Έκπληκτοι ο Τούρκος
πρωθυπουργός και ο Ισίκ που τον συνόδευε άκουσαν τα νέα.
Όπως γράφει ο Μεχμέτ Αλί Μπιράντ η Μ.Ι.Τ. εδώ και αρκετό καιρό δεν είχε αρκετές πληροφορίες για τις στρατιωτικές προετοιμασίες των Ελληνοκυπρίων. Μετά την επιστολή Μακάριου στον Γκιζίκη, στην οποία ανέφερε ότι Έλληνες αξιωματικοί της Κύπρου ετοιμάζουν πραξικόπημα εναντίον του και ζητούσε την άμεση απομάκρυνσή τους ενώ τόνιζε ότι θα μειωθεί στο μισό η δύναμη της Εθνοφρουράς, οι Τούρκοι πίστευαν ότι θα μπορούσαν να συμβούν μικρογεγονότα και όχι βέβαια πραξικόπημα. Λίγο καιρό πριν όμως ο πρέσβης της ΕΣΣΔ στην Άγκυρα Γκρουπιακόφ είχε πει στον Τούρκο ΥΠΕΞ Γκιουνές: «Έχουμε επιδώσει διακοίνωση στην Αθήνα. Διαισθανόμαστε ότι στην Κύπρο εξελίσσονται συνωμοσίες. Τους έχουμε επιστήσει την προσοχή. Η Σοβιετική Ένωση επίσημα εφιστά την προσοχή και της Τουρκίας: Προσέξτε, θα έχουμε εξελίξεις».
Ο
Ετζεβίτ αποφάσισε να πραγματοποιήσει το ταξίδι του στο Αφιόν μόνο, και έστειλε
τον Ισίκ στο υπουργείο του. Στη διάρκεια του ταξιδιού αυτού φαίνεται ότι πήρε
την απόφαση για εισβολή στην Κύπρο. Όπως αποκάλυψε στον Μπιράντ: ‘’ Έκρινα ότι
το πραξικόπημα ήταν Ένωση (ενν. με την Ελλάδα). Ήμουν της γνώμης ότι η επέμβασή
μας ήταν αναγκαία. Ανησυχούσα μη χάσουμε καιρό’’. Στο πρωθυπουργικό γραφείο
απόντος βέβαια του Ετζεβίτ έγινε μια πρώτη σύσκεψη. Εκεί κλήθηκε και ο Ετζμέλ
Μπαρουτσού που υποστήριξε αδίστακτα τη γνώμη ότι έπρεπε να γίνει επέμβαση καθώς
το πραξικόπημα ισοδυναμούσε με Ένωση.
Στο μεταξύ οι ξένες χώρες η μία μετά την άλλη αποδοκίμαζαν σκληρά την Αθήνα και
το πραξικόπημα. Πρώτη η ΕΣΣΔ: «Η χούντα άπλωσε το χέρι της και στην Κύπρο». Στο
βιβλίο του ο Μπιράντ αναφέρει τους έντονους προβληματισμούς που υπήρχαν στην
τουρκική ηγεσία για το εάν πρέπει να γίνει εισβολή στην Κύπρο ή όχι. Συσκέψεις
επί συσκέψεων, συζητήσεις επί συζητήσεων. Παραθέτει μία μάλλον άγνωστη
πληροφορία. Στις 16 Ιουλίου η Βουλγαρία και η Γιουγκοσλαβία άρχισαν να
συγκεντρώνουν στρατεύματα στα σύνορά τους με την Ελλάδα. Έτσι σε περίπτωση
ελληνοτουρκικού πολέμου ο Στρατός μας έπρεπε να διαμοιραστεί σε τρία μέτωπα.
Στην Άγκυρα, ο πρόεδρος Fahri Koroturk κάλεσε σε σύσκεψη όλους τους αρχηγούς
των κομμάτων της εποχής, όπου ακούστηκαν διάφορες απόψεις. Όλοι οι βασικοί
υπουργοί της κυβέρνησής (Γκιουνές, Ισίκ), ήταν υπέρ της εισβολής στην Κύπρο.
Υπουργός Οικονομικών, ήταν τότε ο γνωστός μας κι απ’ το περίφημο «ροζ βίντεο»
του 2010, που τον έπληξε ανεπανόρθωτα, Ντενίζ Μπαϊκάλ. Και αυτός συμφώνησε με
την προοπτική της εισβολής στην Κύπρο. Ο μόνος που είχε αντιρρήσεις, ήταν ο
επίσης γνωστός μας Σουλεϊμάν Ντεμιρέλ, που ήταν ηγέτης του Κόμματος της
Δικαιοσύνης τότε. Έχοντας εμπειρία από ανάλογες καταστάσεις του παρελθόντος
είπε: «Έχω ενδοιασμούς. Εάν επέμβουμε, μπορεί να εκραγεί ελληνοτουρκικός
πόλεμος και οι Έλληνες έχουν τη δυνατότητα να τον ξεκινήσουν από το πιο
κατάλληλο γι’ αυτούς σημείο. Δεν ξεκινούμε ανακοινώνοντας ότι θα κάνουμε απόβαση,
διότι δεν είμαστε κάποια παγκόσμια δύναμη… Προς τι λοιπόν ο πόλεμος και η
επέμβαση; Και ποιος ο στόχος μας; Θα πούμε ότι η Κύπρος είναι δική μας; Η
επέμβαση που προτείνετε, σημαίνει έναρξη ελληνοτουρκικού πολέμου. Αναλαμβάνετε
την ευθύνη μίας τέτοιας περιπέτειας;»
Ο Ντεμιρέλ όμως, αποτελούσε μειοψηφία. Η μεγάλη πλειοψηφία των πολιτικών και
των στρατιωτικών στην Τουρκία, προσανατολιζόταν προς την επέμβαση στην Κύπρο,
χωρίς όμως να κρύβουν τους προβληματισμούς τους.
Ανώτατος Τούρκος αξιωματικός, ανέφερε χαρακτηριστικά: «Ο Ετζεβίτ δεν μας ρώτησε
ούτε μία φορά πώς και από ποιο σημείο θα πραγματοποιούσαμε την απόβαση. Βασιζόταν
στον στρατό και ήταν σίγουρος πως θα τα καταφέρναμε. Στην Κύπρο τα πράγματα
ήταν απλά για μας, διότι στη Μεσόγειο διατηρούσαμε πλήρη υπεροχή. Στο Αιγαίο,
όμως η πρωτοβουλία βρισκόταν στα χέρια των Ελλήνων.
Κινδυνεύαμε να υποστούμε επίθεση από οποιαδήποτε σημείο στο Αιγαίο… Γι’ αυτό
αφήσαμε το 70% των δυνάμεών μας στη δυτική Τουρκία».
Η αρχική σκέψη, ήταν να γίνει επίθεση στην περιοχή Μπογιάζ, 36 χλμ. βόρεια της Αμμοχώστου. Τελικά, οι Τούρκοι πληροφορήθηκαν εκ των υστέρων ότι η ελληνοκυπριακή πλευρά, είχε λάβει αυξημένα μέτρα εκεί. Γι’ αυτό επιλέχθηκε τελικά μια μικρή παραλία δυτικά της Κυρήνειας. Υπολογίζεται ότι στην Κύπρο στάλθηκαν 36.000-38.000 στρατιώτες, 160 άρματα μάχης Μ-47 και Μ-48 και 80 αεροσκάφη.
Στις 17 Ιουλίου, άρχισε στο λιμάνι της Μερσίνας η φόρτωση των αρματαγωγών και αποβατικών πλοίων. Οι πόλεις σείονταν από ανθελληνικές διαδηλώσεις όπου κυριάρχησε το σύνθημα «μουνταχαλέ» (απόβαση). Τα δημοσιεύματα του τουρκικού Τύπου, έριχναν λάδι στη φωτιά. Τουρκική πηγή ανέφερε: «Σε όλα τα σημεία της χώρας υπήρχε μια γενική κατάπληξη, η οποία σιγά σιγά μεταβλήθηκε σ’ ένα ξέφρενο ξέσπασμα. Ο τουρκικός λαός ξέσπασε γιατί, ενώ τα τελευταία χρόνια ξελαρυγγιαζόταν στα διάφορα συλλαλητήρια, στη συνέχεια επέστρεφε άπραγος στο σπίτι του. Ξέσπασε εναντίον του Έλληνα, τον οποίο υποτιμούσε, τον έβλεπε, όμως να προηγείται ως προς την οικονομική και κοινωνική του δομή».
Κατά την άποψή μας, οι Τούρκοι έχουν απέναντί μας ένα διαχρονικό αίσθημα κατωτερότητας. Αν σκεφτούμε ότι επί Τουρκοκρατίας υψηλές θέσεις της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας κατείχαν Έλληνες. Χριστιανοί ή εξισλαμισμένοι. Στη Σμύρνη, κυριαρχούσαν οι Έλληνες. Στην Κωνσταντινούπολη, 100.000 Έλληνες έλεγχαν όλη την οικονομική ζωή της Πόλης, ως τα Σεπτεμβριανά του 1955.
Από την άλλη πλευρά, η μεγαλομανία και το πληθυσμιακό πλεονέκτημα, σε συνδυασμό με το παρελθόν της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, κάνουν τους Τούρκους να μας υποτιμούν. Ξέρουν όμως κατά βάθος, ότι οι Έλληνες, ακόμα και οι καναπεδάτοι, οι… φραπεδόβιοι και οι μπαρόβιοι, είναι απρόβλεπτοι και αποτελούν (ή θ’ αποτελέσουν αν χρειαστεί…) έναν πολύ δύσκολο αντίπαλο, που μπορεί να τους προκαλέσει απρόβλεπτες κι ανεπανόρθωτες ζημιές…
Ο Ετζεβίτ στο Λονδίνο – Ο Τζόζεφ Σίσκο σε Αθήνα – Άγκυρα
Στο διπλωματικό πεδίο, πριν την εισβολή, ο Μπουλέντ Ετζεβίτ επισκέφθηκε το Λονδίνο για συνομιλίες με τον Βρετανό πρωθυπουργό Ουίλσον και τον Υπουργό Εξωτερικών Κάλαχαν. Παράλληλα, ο Αμερικανός Υπουργός Εξωτερικών Χένρι Κίσινγκερ, ο ρόλος του οποίου στο Κυπριακό είναι τουλάχιστον ύποπτος, έστειλε τον βοηθό του Τζόζεφ Σίσκο σε Λονδίνο, Αθήνα και Άγκυρα για συνομιλίες. Ο μεγάλος φόβος των Η.Π.Α., ήταν μήπως ξεσπάσει ελληνοτουρκικός πόλεμος, κάτι που θα είχε ολέθριες συνέπειες για το ΝΑΤΟ.
Στις 19 Ιουλίου 1974, ο Μακάριος μίλησε στην ασφυκτικά γεμάτη αίθουσα του Συμβουλίου Ασφαλείας του Ο.Η.Ε. Ανάμεσα στα άλλα, είπε: «Οι Έλληνες έχουν καταλάβει την Κύπρο (!) και είναι πολύ περισσότερο επικίνδυνοι από τους Τούρκους. Οι συγκρούσεις στο νησί συνεχίζονται αιματηρές… Η ενέργεια αυτή έχει καταργήσει την ανεξαρτησία και την εδαφική ακεραιότητα της Κύπρου.
Σήμερα κινδυνεύει και η τουρκοκυπριακή Κοινότητα…» Μάλιστα, ο Μακάριος έστειλε στον Τούρκο πρέσβη στον Ο.Η.Ε. Οσμάν Ολτζάι, ευχαριστήριο μήνυμα για τη συμπεριφορά της τουρκικής Κυβερνήσεως (!).
Οι συνομιλίες του Σίσκο, απέβησαν άκαρπες. Η τελευταία κουβέντα του Ετζεβίτ, τα
ξημερώματα του Σαββάτου 1974, προς τον Αμερικανό διπλωμάτη ήταν:
«Όχι κύριε Σίσκο. Είναι πλέον πολύ αργά…» Και τον προέτρεψε να φύγει όσο πιο
γρήγορα γίνεται, γιατί σε λίγο τα αεροδρόμια θα έκλειναν.
Είναι ενδιαφέρον ότι ο-και ποιητής-Ετζεβίτ το 1947 είχε γράψει το ποίημα:
«Η χρυσή εποχή του Αιγαίου
θα αναγεννηθεί μέσα από μας
όπως η φωτιά του μέλλοντος
το μαγκάλι του παρελθόντος έρχεται στη ζωή».
Το ποίημα συνεχίζει λέγοντας ότι Τούρκοι και Έλληνες θα κάτσουν να πιουν ούζο
και ρακί δίπλα στη μπλε μαγεία του Αιγαίου…
27 χρόνια αργότερα, δεν δίστασε να δώσει την εντολή για εισβολή στην Κύπρο και
να περάσει έτσι στην ιστορία ως «ο πρωθυπουργός του Αττίλα»…
Η ώρα της αναχώρησης από την Τουρκία
Την Παρασκευή 19 Ιουλίου 1974, κορυφώθηκαν οι προετοιμασίες της απόβασης.
Νωρίς το πρωί ολοκληρώθηκε η επιβίβαση των μονάδων και η νηοπομπή ετοιμάστηκε
να αποπλεύσει. Στις 17.00, η νηοπομπή βγήκε από το λιμάνι της Μερσίνας, κάτω
από τις επευφημίες χιλιάδων παραληρούντων Τούρκων, που διακατέχονταν από έντονο
ανθελληνικό μένος. Είναι χαρακτηριστικό ότι το πλήρωμα του ελληνικού πλοίου
«Εμπρός» που βρισκόταν στο λιμάνι της Μερσίνας, κινδύνεψε να λιντσαρισθεί από
το μαινόμενο πλήθος. Οι ναυτικοί μας θεωρήθηκαν ύποπτοι για κατασκοπεία. Ο
ασύρματος του πλοίου σφραγίστηκε, ενώ έγινε υποστολή της γαλανόλευκης.
Τι πίστευε η Χούντα της Αθήνας;
Αν και ήταν φανερό ότι οι Τούρκοι ετοιμάζονταν για εισβολή στην Κύπρο, ξένοι
διπλωμάτες προειδοποιούσαν, κλιμάκια της ΚΥΠ ενημέρωναν ήδη από τις 18 Ιουλίου
για διαρκή ανταλλαγή σημάτων μεταξύ της τουρκοκυπριακής στρατιωτικής διοίκησης
της Λευκωσίας και της Μερσίνας, ο «αόρατος δικτάτορας» Ιωαννίδης, ήταν βέβαιος
ότι «οι Μεμέτηδες δεν θα τολμήσουν να κάνουν τίποτε. Μπλοφάρουν», όπως είπε σε
Έλληνα διπλωμάτη από το Λονδίνο που τον προειδοποίησε για το τι θα ακολουθούσε.
Και η στάση των Αρχηγών των Γενικών Επιτελείων, ιδιαίτερα μετά την τουρκική
εισβολή, ήταν επιεικώς απαράδεκτη. Οι Μπονάνος (Α/ΓΕΕΘΑ), Γαλατσάνος (Α/ΓΕΣ),
Παπανικολάου (Α/ΓΕΑ) και Αραπάκης (Α/ΓΕΝ), φέρουν τεράστια ευθύνη τόσο για την
τουρκική εισβολή στην Κύπρο, όσο και για τον Αττίλα 2.
Είναι χαρακτηριστικό, ότι ο Α/ΓΕΝ Πέτρος Αραπάκης διατηρήθηκε στη θέση του από
την Κυβέρνηση Καραμανλή (ως τις 8/1/1975), ενώ το ίδιο έγινε και με τον Α/ΓΕΑ
Αλέξανδρο Παπανικολάου (ως τις 23/1/1975)!
Αντίθετα, ο Ιωάννης Ντάβος, μετέπειτα αρχηγός ΓΕΕΘΑ, είχε διαφωνήσει ριζικά με
τους ανωτέρους του. Ο Ιωαννίδης, είχε πιστέψει στις διαβεβαιώσεις ενός πράκτορα
της CIA, του Πέτρου Κορομηλά, ότι οι Τούρκοι δεν θα επέμβουν στην Κύπρο!
Βέβαια, μετά την τουρκική απόβαση στη Μεγαλόνησο, ωρυόταν ότι τον πρόδωσαν και
απειλούσε θεούς και δαίμονες.
Κάπως έτσι, φτάσαμε στο πρωινό του Σαββάτου 20/7/1974 και την τουρκική εισβολή στην Κύπρο, που αρχικά χαρακτηρίστηκε ως « άσκηση» από την Αθήνα. «Κάθε 2-3 χρόνια, βγαίνουν στη Μεσόγειο και κάνουν τα ίδια», είπαν κάποιοι. Με την τουρκική εισβολή θα ασχοληθούμε εκτενώς σε μελλοντικό άρθρο μας, όπως και με τη «μάχη της ΕΛΔΥΚ», που μας έχει ζητηθεί. Αξίζει, πριν ολοκληρώσουμε το άρθρο, να αναφέρουμε ότι στις τουρκικές ένοπλες δυνάμεις υπήρχε σύγχυση και φόβος για ενδεχόμενη ελληνική επίθεση. Στον Έβρο, εκκενώθηκαν παραμεθόρια χωριά ενώ το πιο εντυπωσιακό, είναι αυτό που περιγράφει ο Μεχμέτ Αλί Μπιράντ ότι έγινε στην Αλικαρνασσό.
Ψαράδες, τουρίστες και ο φαροφύλακας της χερσονήσου Άγκιαρ, από το βράδυ της 20ης Ιουλίου, μετέφεραν πληροφορίες για ελληνική νηοπομπή που πλησιάζει τις τουρκικές ακτές, αεροπλάνα που πετούν κοντά σ’ αυτές και για πολεμικές ετοιμασίες στην Κω. Οι φήμες αυτές, κυκλοφόρησαν από στόμα σε στόμα. Προκλήθηκε πανικός. Στις 21 Ιουλίου, και οι τουρκικοί ραδιοφωνικοί σταθμοί μετέδιδαν πληροφορίες για ελληνική νηοπομπή και επικείμενη ελληνική επίθεση.
Στις 4 π.μ. της Δευτέρας 22 Ιουλίου, όλοι οι κάτοικοι της Αλικαρνασσού, ξύπνησαν από μια ανακοίνωση που μετέδιδαν τα μεγάφωνα: «Είναι πιθανή η απόβαση στην Αλικαρνασσό. Εγκαταλείψατε την Αλικαρνασσό». Έντρομοι οι κάτοικοι έφυγαν από τα σπίτια τους και βρήκαν καταφύγιο σε γειτονικά μέρη. Μόλις ξημέρωσε, επέστρεψαν στην πόλη. Ωστόσο πολλοί κάτοικοι και ξένοι τουρίστες, την εγκατέλειπαν άρον άρον. Το ίδιο γινόταν και σε άλλες παραλιακές πόλεις. Για το συμβάν, άλλοι κατηγορούν τον καϊμακάμη (διοικητής επαρχίας) και άλλοι τον δασονόμο της Αλικαρνασσού, ο οποίος μάλιστα, ακούγοντας την ανακοίνωση από τα μεγάφωνα, ενημέρωσε τις Αρχές στην Άγκυρα, λέγοντας ότι η Αλικαρνασσός δέχεται επίθεση και η πόλη εκκενώνεται! Το τουρκικό υπουργικό συμβούλιο που συμβούλιο που συνεδρίαζε την ώρα εκείνη, ενημερώθηκε και έκπληκτοι οι συμμετέχοντες σ’ αυτό έψαχναν να βρουν τι γίνεται. Εκείνη τη μέρα πάντως, δεν υπήρξε μετακίνηση των κατοίκων της Αλικαρνασσού. Τις επόμενες δύο όμως, χωρίς καμία σύσταση ή συναγερμό, ο πληθυσμός εγκατέλειψε από νωρίς την πόλη, εφοδιασμένος με ρούχα και τρόφιμα και κατέφυγε στα βουνά!
Δυστυχώς, η ελληνική πλευρά, έμεινε άπραγη και αδρανής. Τα τραγικά αποτελέσματα της αδράνειας αυτής, τα βιώνουν 46 χρόνια τώρα οι Ελληνοκύπριοι αλλά και ολόκληρος ο ελληνισμός…
Πηγές: Κωνσταντίνος Αλέξ Δημητριάδης, «ΚΥΠΡΟΣ 1974: Η ΜΕΓΑΛΗ ΠΡΟΔΟΣΙΑ», 4η
έκδοση, ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΠΕΛΑΣΓΟΣ
ΣΠΥΡΙΔΩΝ ΔΕΛΛΗΣ, «Η ΑΥΤΟΘΥΣΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΥΝΑΜΗΣ ΚΥΠΡΟΥ (ΕΛΔΥΚ), 4η ΕΚΔΟΣΗ,
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΠΑΠΑΖΗΣΗ
ΜΕΧΜΕΤ ΑΛΙ ΜΠΙΡΑΝΤ, «ΑΠΟΦΑΣΗ ΑΠΟΒΑΣΗ», 2η ΕΚΔΟΣΗ.
Άρθρο του Μιχάλη Στούκα στο ΠΡΩΤΟ ΘΕΜΑ στις 19-07-2020.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου